Β. Εσωτερική Κατάσταση

Οικονομική λεηλασία της εργατικής τάξης και του λαού. Ενίσχυση του ντόπιου και ξένου μεγάλου κεφαλαίου. Ολομέτωπη επίθεση στα εργατολαϊκά δικαιώματα και τις κοινωνικές κατακτήσεις

9. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πέντε χρόνια τώρα βομβαρδίζει ανελέητα την εργατική τάξη και τον ελληνικό λαό με σκληρά αντιλαϊκά μέτρα. Οι μισθοί και οι συντάξεις είναι καθηλωμένες και οι ΣΣΕ σε καθεστώς αχρήστευσης και διάλυσης. Η ακρίβεια εκτινάχθηκε στα ύψη. Οι κρατικοί προϋπολογισμοί, κάθε χρόνο, αυξάνουν τη φορολογία των λαϊκών εισοδημάτων. Η επίθεση στα ασφαλιστικά δικαιώματα διευρύνθηκε (αντιασφαλιστικοί νόμοι Βρούτση, ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης). Η ασύδοτη εργατική εκμετάλλευση ενισχύθηκε, μετά το νόμο Χατζηδάκη, με το νόμο Γεωργιάδη, που θεσπίζει την 13ωρη εργασία και προχωράει στην κατάργηση της πενθήμερης εργασίας και σε μεγαλύτερο χτύπημα της απεργίας. Τα χτυπήματα στη φτωχομεσαία αγροτιά συνεχίστηκαν. Το κυνήγι των κατασχέσεων λαϊκών κατοικιών εντείνεται. Το δημόσιο σύστημα Υγείας οδηγήθηκε σε κατάρρευση και η Δημόσια Εκπαίδευση σε μεγαλύτερη συρρίκνωση. Ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις προωθήθηκαν πιεστικά στο δημόσιο τομέα (συστήματα αξιολόγησης, ιδιωτικοποιημένες σχέσεις εργασίας κλπ). Τα μορφωτικά δικαιώματα της νεολαίας δέχτηκαν νέα χτυπήματα (βάσεις εισαγωγής, διαγραφές φοιτητών, τηλεκπαίδευση, επαγγελματική ισοτιμία πτυχίων πανεπιστημίων με εκείνα των ιδιωτικών κολεγίων κ.ά.). Οι δημόσιες υποδομές κοινωνικών υπηρεσιών και πολιτικής προστασίας εγκαταλείφθηκαν σε άθλια και επικίνδυνη κατάσταση όπως έδειξαν η τραγωδία στα Τέμπη, οι πλημμύρες στη Θεσσαλία, οι καταστροφές από τις πυρκαγιές και το χιονιά στην Εύβοια, τον Έβρο, την Αττική και αλλού.

Στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από την πανελλαδική συνδιάσκεψη του Μ-Λ ΚΚΕ, το Μάη του 2022, υπήρξε μεγαλύτερη επιδείνωση των γενικών όρων ζωής του λαού και της εργατικής τάξης. Η εκλογική νίκη μάλιστα της ΝΔ στις εκλογές του Ιούνη 2023, σε συνδυασμό με την εκλογική συντριβή της αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ, της έδωσε το πράσινο φως για ένα νέο γύρο αντιλαϊκής εφόδου.

Το σαρωτικό κύμα αυξήσεων στην ενέργεια και όλα τα βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης συμπιέζει το ήδη πενιχρό λαϊκό εισόδημα. Το κύμα της ακρίβειας, το οποίο μετράει κοντά τρία χρόνια από της στιγμή της εκδήλωσής του, μόνο παροδικό δεν αποδείχτηκε, παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις. Αναδεικνύεται ως το βασικότερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας και έχει οδηγήσει ευρύτερα τμήματά της στη φτωχοποίηση και την εξαθλίωση, δίνοντας τη χαριστική βολή στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Τα μέτρα δήθεν «ανακούφισης», όπως ονόμασε η κυβέρνηση τα διάφορα ψευτοεπιδόματα, αποδείχτηκαν ψίχουλα, ενώ οι πολυδιαφημισμένες αυξήσεις στο βασικό μισθό, πριν καν εφαρμοστούν, εξανεμίζονται από τον καλπάζοντα πληθωρισμό. Όσο και αν η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάζει το τεράστιο πρόβλημα της ακρίβειας ως εισαγόμενο, στην πραγματικότητα, η πολιτική της είναι αυτή που οδηγεί στην ακρίβεια, τη φτώχεια και την εξαθλίωση. Η χώρα μας αναδεικνύεται σε πρωταθλήτρια μάλιστα των υψηλών τιμών σε πολλές κατηγορίες προϊόντων λαϊκής κατανάλωσης.

Η συνέχιση της εφαρμογής της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της ΕΕ από την κυβέρνηση της ΝΔ βάθυνε τα πλήγματα στην ελληνική γεωργία-κτηνοτροφία-αλιεία. Τα διαδοχικά αντιαγροτικά μέτρα της ΚΑΠ (περικοπές αγροτικών ενισχύσεων, αλλαγές καλλιεργειών κ.ά.) σε συνδυασμό με την κυβερνητική πολιτική της αγροτικής φορολόγησης, της αύξησης του κόστους παραγωγής, των μειωμένων αποζημιώσεων εξοντώνουν οικονομικά και ξεκληρίζουν την φτωχομεσαία αγροτιά. Η δεινή θέση στην οποία έχει βρεθεί και ωθείται όλο και περισσότερο είναι και η αιτία του ξεσηκωμού της από τις αρχές του 2024.

Η κυβέρνηση επιτίθεται και σε κάθε άλλο λαϊκό δικαίωμα και κατάκτηση. Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια βρίσκονται στο στόχαστρο, με απανωτά νομοσχέδια να επιχειρούν συντριπτικά πλήγματα. Με μεγάλες περικοπές των κρατικών κονδυλίων για τα δημόσια νοσοκομεία, με απανωτά νομοθετήματα που αποσαρθρώνουν το δημόσιο συστήματος Υγείας, προωθεί με ραγδαίους ρυθμούς την ιδιωτικοποίηση και την εμπορευματοποίηση της Υγείας. Ο λαός μας γνώρισε καλά τις συνέπειες αυτής της πολιτικής καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, με τη διάλυση του ΕΣΥ και την εγκληματική διαχείρισή της, με τους σχεδόν 40.000 νεκρούς.

Με πρωτοφανή τρόπο χτυπιέται και η εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες της. Μετά το κλείσιμο εκπαιδευτικών μονάδων, μετά τις βάσεις εισαγωγής, τις τράπεζες θεμάτων και την τηλεκπαίδευση, μετά την εισαγωγή της λεγόμενης «αξιολόγησης» των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών, ενός συστήματος αντιδραστικού ελέγχου και ιδιωτικοποίησης της δημόσιας Παιδείας, η αντιεκπαιδευτική κυβερνητική επίθεση κλιμακώνεται με την αντισυνταγματική ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων με σκοπό το περαιτέρω τσάκισμα της Δημόσιας και Δωρεάν Παιδείας, γεγονός που έχει προκαλέσει μεγάλες και παρατεταμένες φοιτητικές και εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις.

Τα χρέη πνίγουν τα λαϊκά νοικοκυριά, νέα λουκέτα μπαίνουν στις μικρές επιχειρήσεις, ενώ τα λεγόμενα «κόκκινα» δάνεια απειλούν τη λαϊκή κατοικία. Μέσα στα επόμενα χρόνια προγραμματίζονται εκατοντάδες χιλιάδες πλειστηριασμοί, με τη λαϊκή κατοικία και περιουσία να παραδίδονται βορά στα αρπακτικά funds. Η ανεργία, ειδικά στους νέους, εξακολουθεί να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, ενώ η φτωχομεσαία αγροτιά δίνει μάχη επιβίωσης. Ταυτόχρονα, οι νέες φοροεπιδρομές της κυβέρνησης σε επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους οδηγούν στον οικονομικό αφανισμό μεγάλου μέρους τους.

Η άλλη πλευρά αυτής της πολιτικής είναι η ισχυροποίηση της οικονομικής ολιγαρχίας. Το περιβόητο «success story» για την πορεία της οικονομίας, την επενδυτική βαθμίδα και τα υπόλοιπα κυβερνητικά φληναφήματα δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα που βιώνει ο λαός. Η οικονομική «ανάπτυξή» τους δεν σημαίνει βελτίωση των όρων ζωής του λαού. Σημαίνει λεηλασία του λαού από τη μία και συσσώρευση του πλούτου στην ολιγαρχία από την άλλη. Σημαίνει διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Σημαίνει ενίσχυση με κάθε τρόπο του μεγάλου κεφαλαίου, παρέχοντάς του κάθε είδους διευκολύνσεις, φοροελαφρύνσεις και ενισχύσεις. Σημαίνει, τέλος, ξεπούλημα του πλούτου και των υποδομών της χώρας, που παραδίδονται έναντι πινακίου φακής στα ντόπια και ξένα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα.

Η εικόνα της λαϊκής λεηλασίας έρχεται να συμπληρωθεί και με άλλα οδυνηρά γεγονότα. Οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες του προηγούμενου χρόνου προκάλεσαν μια ανυπολόγιστη οικονομική και οικολογική καταστροφή, αποκαλύπτοντας για πολλοστή φορά την πολιτική εγκατάλειψης και απαξίωσης κάθε μέσου λαϊκής προστασίας. Είναι η ίδια ακριβώς εγκληματική πολιτική, της εγκατάλειψης και των ιδιωτικοποιήσεων, που οδήγησε στην τραγωδία των Τεμπών. Είναι σίγουρο ότι όσο συνεχίζεται αυτή η πολιτική νέες τραγωδίες με ολέθρια αποτελέσματα θα προκύπτουν.

10. Η υπερθέρμανση του πλανήτη λόγω του φαινόμενου του θερμοκηπίου, από την καύση των ορυκτών καυσίμων σε συνδυασμό με την καταστροφή οικοσυστημάτων, δημιουργεί ολοένα και εντονότερα «ακραία» φυσικά φαινόμενα που εξαθλιώνουν ακόμα περισσότερο το επίπεδο ζωής των φτωχότερων στρωμάτων της κοινωνίας και των χωρών του πλανήτη. Στην ουσία της, είναι αποτέλεσμα της αλόγιστης (κατά)χρησης των ορυκτών και της περιβαλλοντικής καταστροφής, στο βωμό του εύκολου και γρήγορου κέρδους και σ’ αυτό το κύριο και αποκλειστικό μερίδιο της ευθύνης το έχουν τα αναπτυγμένα καπιταλιστικά και ιμπεριαλιστικά κράτη σε Δύση και Ανατολή.

Αυτά μην μπορώντας να αγνοήσουν -πλέον- το φαινόμενο και τις επιπτώσεις του : α) Το αξιοποιούν στα πλαίσια του ανταγωνισμού τους για την ενεργειακή ηγεμονία, αλλά κυρίως για την καθυπόταξη των μικρότερων χωρών, επιβάλλοντας άνισα μέτρα και απαγορεύσεις που αφορούν την εκμετάλλευση του ορυκτού τους πλούτου βαθαίνοντας την ενεργειακή τους εξάρτηση. Αυτό συμβαίνει και στην χώρα μας με την επιβολή της απαγόρευσης της εκμετάλλευσης των λιγνιτικών αποθεμάτων, κύρια μέχρι τώρα πηγή ηλεκτρικής ενέργειας. β) Προβάλλουν ως εναλλακτική λύση την «πράσινη ενέργεια». Σ’ αυτήν την κατεύθυνση δημιουργείται, ολοένα και διευρυνόμενη, μια νέα αγορά, με «πράσινο» επικάλυμμα που τείνει να καλύψει όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας («πράσινα» προϊόντα, «πράσινες» επενδύσεις, «πράσινες τράπεζες», «πράσινα» ομόλογα κλπ). Η «πράσινη αγορά» κινείται στα πλαίσια της κερδοφορίας με τους ίδιους όρους και νόμους του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και δεν θα λύσει αλλά θα μετασχηματίσει το πρόβλημα και θα το παρουσιάσει με άλλη μορφή (πχ καταστροφή γεωργικών εκτάσεων για την τοποθέτηση φωτοβολταϊκών πάνελς, καταστροφή οικοσυστημάτων για αιολικά πάρκα, ποταμών με ανεξέλεγκτα, αλλεπάλληλα, πολυάριθμα φράγματα κλπ).

Παράλληλα, η καταστροφή του περιβάλλοντος αξιοποιείται από τις κυβερνήσεις, αποκρύπτοντας τις αιτίες που την δημιουργεί, παρουσιάζοντάς την «ουδέτερα» και τα ακραία φαινόμενα περίπου ως «θεομηνία». Μ’ αυτόν τον τρόπο συγκαλύπτουν τις ευθύνες τους, για την έλλειψη οργάνωσης, υλικοτεχνικής βάσης και υποδομών, με το τραγικό αποτέλεσμα τις ανθρώπινες απώλειες, την καταστροφή περιουσιών και του φυσικού πλούτου και την παραπέρα δραματική εξαθλίωση του βιοτικού επιπέδου των εργατολαϊκών στρωμάτων. Αυτό συμβαίνει κατά κόρον και στην χώρα μας. Σ’ αυτά τα πλαίσια οι περιβαλλοντικοί αγώνες, για την υπεράσπιση από την εμπορευματοποίηση των ελεύθερων χώρων, του πρασίνου, των δασών, των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας, μαζί με τις διεκδικήσεις για θωράκιση των υποδομών, είναι ακόμα πιο αναγκαίοι και επίκαιροι για την επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων

11. Η κυβέρνηση επέβαλε ένα βαθιά αντιδημοκρατικό πλέγμα αυταρχικών μέτρων και κατάργησης δημοκρατικών δικαιωμάτων, από τους νόμους για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και την πανεπιστημιακή αστυνομία έως τους νόμους για την απαγόρευση των διαδηλώσεων και συγκεντρώσεων και τα επιδόματα επιβράβευσης των αστυνομικών. Επίσης, ένα καθεστώς ασφυκτικής φίμωσης των αντιπολιτευόμενων φωνών μέσα από την χρηματοδότηση και τον έλεγχο των μεγάλων αστικών μέσων ενημέρωσης και ένα σκανδαλώδες καθεστώς μυστικής παρακολούθησης των πολιτικών αντιπάλων της. Συγκλονιστικές είναι οι αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις χιλιάδων πολιτών, συνδικαλιστών και δημοσίων προσώπων, αν και θάφτηκαν από τα πετσοταϊσμένα ΜΜΕ. Όλο αυτό το αντιδραστικό πλαίσιο συμπληρώθηκε και με τα αντιδραστικά νομοθετήματα των Χατζηδάκη και Γεωργιάδη ενάντια στο δικαίωμα της απεργίας και τη δικαστική βιομηχανία που βγάζει συστηματικά εκτός νόμου τις απεργίες και ποινικοποιεί την απεργιακή περιφρούρηση.

Σε όλη την κυβερνητική της θητεία, η ΝΔ ξεδίπλωσε μια άγρια αστυνομοκρατία. «Εκκαθαρίσεις» στα Εξάρχεια και σε άλλες συνοικίες με εφόδους σε σπίτια, βάρβαρες επιθέσεις σε διαδηλωτές, συνεχείς συλλήψεις, αστυνομικές εισβολές στα Πανεπιστήμια, απαγορεύσεις και καταστολή διαδηλώσεων της Πρωτομαγιάς και του Πολυτεχνείου το 2020, όργιο καταστολής στην επέτειο της δολοφονίας του νεαρού Γρηγορόπουλου επίσης το 2020, απανωτές δολοφονίες Ρομά από την αστυνομία κ.ά. Το αντιδημοκρατικό αυτό καθεστώς πήρε χουντικές εκφράσεις μέσα στα χρόνια της πανδημίας. Με τη βρόμικη προπαγάνδα, τον τρόμο και το διχασμό, επέβαλε απαγορεύσεις, πρόστιμα και περιορισμούς.

Παράλληλα, η κυβέρνηση εξαπέλυσε μια πρωτοφανή ιδεολογική επίθεση στο λαϊκό, αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα επιδιώκοντας να πάρει τη ρεβάνς για τις κατακτήσεις που κερδήθηκαν στην περίοδο της μεταπολίτευσης. Κάθε κοινωνική δαπάνη και κατάκτηση θεωρείται παρωχημένο κατάλοιπο που πρέπει να περιοριστεί. Οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις λαού και νεολαίας βαφτίζονται φαινόμενα «ανομίας» και η αμαύρωση και ο χλευασμός των απεργιών, των συγκεντρώσεων και των διαδηλώσεων βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Κάθε τι το συλλογικό λοιδορείται και δυσφημείται. Αντίθετα αποθεώνεται ο ατομικός δρόμος και η λογική της ατομικής ευθύνης.

Η κατάσταση αυτή έρχεται να προστεθεί στα συνεχή χτυπήματα που δέχεται ο λαός και ο τόπος εδώ και 14 χρόνια μέσα από την εφαρμογή μιας σκληρής μνημονιακής πολιτικής. Τα μνημόνια της φτώχειας, της εξάρτησης και της υποδούλωσης, όσο και αν όλες οι τελευταίες κυβερνήσεις, μαζί και η σημερινή, διαβεβαίωναν ότι τελείωσαν, εξακολουθούν να είναι ενεργά.

Αυτή είναι η πολιτική του κόμματος της ΝΔ, ενός κόμματος που αποτελεί διαχρονικό, σταθερό, δοκιμασμένο και αξιόπιστο εγγυητή των συμφερόντων των ιμπεριαλιστών και της ντόπιας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, υπηρέτη ενός σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος και στυλοβάτη του καθεστώτος της εξάρτησης της χώρας που τόσα δεινά επιφυλάσσει για το λαό και τον τόπο.

Φαινόμενα και εκδηλώσεις αυτού του σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος, αποτελούν και οι καθημερινές πλέον εικόνες βίας και παρακμής σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής, από τα γήπεδα και τους καταπέλτες των πλοίων, μέχρι τα τεράστια ζητήματα της μαστροπείας και σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών. Και είναι χαρακτηριστικό ότι όσο οι διαχειριστές αυτού του σάπιου συστήματος, προσπαθώντας να αποποιηθούν τις ευθύνες τους και να το εξωραΐσουν, νομοθετούν και στήνουν ΜΚΟ για να αντιμετωπίσουν δήθεν αυτά τα σοβαρά ζητήματα, τόσο οι διακρίσεις και η κάθε μορφής βία γίνονται στοιχεία της κοινωνικής καθημερινότητας, με τους βιασμούς και τις γυναικοκτονίες να αυξάνουν και με την εμπλοκή επιφανών στελεχών της κυβέρνησης και της Δεξιάς Παράταξης σε κυκλώματα μαστροπείας, διακίνησης και εκμετάλλευσης παιδιών. Όλα αυτά δεν αποτελούν παραφωνίες. Είναι σύμφυτα του καπιταλιστικού συστήματος που βυθίζεται στη σαπίλα και την παρακμή και που η μόνη προοπτική του είναι να εξαλειφθεί από το ιστορικό προσκήνιο, όταν η εργατική τάξη θα αποκτήσει το επαναστατικό κόμμα της και τη συνείδηση της ιστορικής της αποστολής.

Ένταση της πολιτικής της εξάρτησης και της εμπλοκής στον πόλεμο

12. Παράλληλα με την εφαρμογή της σκληρής ταξικής πολιτικής στο εσωτερικό, η κυβέρνηση ΝΔ βαθαίνει ακόμα περισσότερο την πολιτική της εξάρτησης και της εμπλοκής στον πόλεμο, προσδένοντας πιο σφιχτά τη χώρα μας στο ιμπεριαλιστικό άρμα της Δύσης.

Στηρίζει και ενισχύει το καθεστώς οικονομικής «εποπτείας» της χώρας από την ΕΕ, διατηρεί σε πλήρη ισχύ τα μνημόνια και τα επεκτείνει με νέα αντιλαϊκά μέτρα υπαγορευόμενα από τα δημοσιονομικά και χρηματοδοτικά «Σύμφωνα» και «Σχέδια» της ΕΕ.

Σε μια περίοδο μεγάλων γεωπολιτικών ανακατατάξεων και αλλαγής των παγκόσμιων συσχετισμών, με τον πόλεμο στην Ουκρανία να συνεχίζεται, με την επιχείρηση γενοκτονίας που διαπράττει το φασιστικό κράτος του Ισραήλ στη Γάζα να κλιμακώνεται και με τον κίνδυνο να γενικευτούν οι συγκρούσεις στη Μ. Ανατολή, η κυβέρνηση ΝΔ ευθυγραμμίζεται πλήρως με τους αμερικανονατοϊκούς ιμπεριαλιστές, με τον ίδιο τον πρωθυπουργό να δηλώνει πως η Ελλάδα βρίσκεται «στη σωστή πλευρά της Ιστορίας». Η «σωστή πλευρά της Ιστορίας» σήμανε την άνευ όρων υποστήριξη του Ζελένσκι και το σφιχταγκάλιασμα με τον σφαγέα Νετανιάχου, στον οποίο, ο Κυρ. Μητσοτάκης, λίγο πριν αυτός εξαπολύσει τον θάνατο και τον όλεθρο στη Γάζα, δήλωσε ότι «το Ισραήλ έχει δικαίωμα στην αυτοάμυνα», στοιχισμένος πλήρως με το αφήγημα του δυτικού ιμπεριαλισμού. Η ελληνική κυβέρνηση, άλλωστε, ήταν από τις πρώτες που έστειλε φρεγάτα στην ΝΑ Μεσόγειο να συνοδεύει αεροπλανοφόρα των ΗΠΑ και το ίδιο αποφάσισε να κάνει και με την επιχείρηση «Φύλακας της Ευημερίας» που διεξάγουν οι Αμερικάνοι εναντίον των Χούθι της Υεμένης, στην Ερυθρά Θάλασσα. Κάνοντας ένα ακόμα βήμα παραπέρα στη βαθύτερη εμπλοκή της χώρας μας στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ιμπεριαλιστών στη Μέση Ανατολή, η κυβέρνηση πρότεινε να αναλάβει η Ελλάδα τη διοίκηση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής επιχείρησης «Ασπίδες» στην Ερυθρά Θάλασσα. Και για το σκοπό αυτό προσφέρει το Στρατηγείο της Λάρισας ως στρατηγείο για τη στρατιωτική Επιχείρηση. Πρόκειται για άμεση εμπλοκή της χώρας που την καθιστά στόχο επίθεσης και αντιποίνων και μόνο νέα δεινά και μεγάλους κινδύνους εγκυμονεί για το λαό και τον τόπο.

Η κυβέρνηση ΝΔ προχώρησε σε νέες συμφωνίες υποτέλειας με τους αμερικάνους ιμπεριαλιστές. Η λεγόμενη αμυντική συμφωνία Ελλάδας-ΗΠΑ, που κυρώθηκε από τη Βουλή πριν δύο χρόνια, επεκτείνει και αναβαθμίζει το ήδη μεγάλο δίκτυο αμερικανικών βάσεων στη χώρα. Αλεξανδρούπολη, Λάρισα, Στεφανοβίκειο, Άκτιο, Ανδραβίδα, Άραξος, Σούδα, όλη η χώρα από το Βορρά μέχρι το Νότο έχει παραδοθεί στους αμερικανονατοϊκούς. Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται και η λεγόμενη ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία η οποία, εκτός από τα πακέτα των εξοπλιστικών, παρέχει και δεσμεύσεις για εμπλοκή Ελλάδας στις πολεμικές επιχειρήσεις του γαλλικού ιμπεριαλισμού στη ζώνη του Σαχέλ, στην Αφρική.

Το ζήτημα των τεράστιων εξοπλιστικών προγραμμάτων και των υπέρογκων δαπανών πολλών δισεκατομμυρίων που χρυσοπληρώνει ο ελληνικός λαός για την αγορά οπλικών συστημάτων κάθε είδους, από τα γαλλικά Rafale και τις γαλλικές φρεγάτες Belhara, μέχρι την αναβάθμιση των αμερικάνικων F-16 και την αγορά των F-35, καμιά σχέση δεν έχει με την άμυνα της χώρας και την περιφρούρηση της εθνικής κυριαρχίας, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Αυτή την έχει εκχωρήσει, από καταβολής της, η ντόπια μεγαλοαστική τάξη και οι κυβερνήσεις της στους ξένους προστάτες τους. Τα πολυδιαφημισμένα αυτά συστήματα δεν διασφαλίζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας αλλά τη διαιώνιση και ενίσχυση της πολιτικής της εξάρτησης.

Αυτή η πολιτική συνοψίστηκε με τον πιο εξευτελιστικό τρόπο στην ομιλία Μητσοτάκη στο Κογκρέσο των ΗΠΑ πριν από δύο χρόνια, ένα παραλήρημα υποταγής που κατέληγε στην ακραία δήλωση δουλοφροσύνης πως «Στεκόμαστε μαζί με τις ΗΠΑ όποτε και όπου χρειαστεί». Πρόκειται για τη νέα, «αναβαθμισμένη» έκδοση του γνωστού δόγματος υποτέλειας «ανήκομεν εις την Δύσιν».

13. Με την Τουρκία να έχει εξελιχθεί σε περιφερειακή δύναμη και να προβάλλει το νεο-οθωμανικής κοπής δόγμα της «Γαλάζιας πατρίδας», ζητώντας αναθεώρηση της Συνθήκης της Λοζάνης που οριοθετεί τα σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις γνώρισαν, τα προηγούμενα χρόνια, μια μεγάλη όξυνση. Η κυβέρνηση Ερντογάν κλιμάκωσε τις διεκδικήσεις της σε βάρος της Ελλάδας προχωρώντας και σε κινήσεις αμφισβήτησης και παραβίασης κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, με σημαντικότερη την υπογραφή του τουρκο-λιβυκού Μνημονίου, στα τέλη του 2019. Το ίδιο έκανε και με την Κύπρο. Καταπάτησε την ΑΟΖ της με γεωτρήσεις υπό την παρουσία τούρκικων πολεμικών πλοίων. Αγνόησε ψηφίσματα του ΟΗΕ και «άνοιξε» την παραλία των Βαρωσίων, στην Αμμόχωστο, η οποία είναι κλειστή και ακατοίκητη από την εποχή της τούρκικης εισβολής, το 1974. Με την ανοχή και τη συγκάλυψη των αμερικανονατοϊκών, ενέτεινε τις πιέσεις της για μια «λύση» που θα έχει «βάση τις πραγματικότητες στο νησί», δηλαδή, την τουρκική κατοχή και τη διχοτόμησή του, μια «λύση» δύο χωριστών κρατών.

Η απάντηση της κυβέρνησης ΝΔ ήταν διαβήματα και εκκλήσεις προς τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ για «προστασία» από τις τουρκικές απειλές, οι -συνοδευόμενες από εθνικιστικές κραυγές για «υπεροπλία»- αγορές τεράστιων εξοπλισμών από τη Δύση, που πληρώνει και θα πληρώσει πανάκριβα ο ελληνικός λαός, η ενίσχυση της συμμαχίας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ υπό την μπαγκέτα των ΗΠΑ και, κυρίως, η εφαρμογή πολιτικής κατευνασμού της Τουρκίας, στην οποία σπρώχνουν οι αμερικανονατοϊκοί απαιτώντας ελληνοτουρκική «συνεργασία» και «συνδιαχείριση» στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Μιας πολιτικής που ανοίγει το δρόμο παραχωρήσεων από την πλευρά της Ελλάδας, μέσω μιας πορείας διαπραγματεύσεων με διευρυμένη την ατζέντα των τουρκικών διεκδικήσεων, που θα έχει ορίζοντα το δικαστήριο της Χάγης.

ΗΠΑ και ΝΑΤΟ κλείνουν το μάτι στην Τουρκία που διεκδικεί συνδιαχείριση του Αιγαίου και αμφισβητεί την κυριαρχία ελληνικών νησιών, παρακάμπτουν την πενηντάχρονη κατοχή της Κύπρου και ανέχονται τη «Γαλάζια Πατρίδα», το τουρκο-λιβυκό Μνημόνιο και τόσα άλλα. Όσο και αν η ντόπια μεγαλοαστική τάξη και οι κυβερνήσεις της δίνουν «γη και ύδωρ» στους ιμπεριαλιστές προκειμένου να εξασφαλίσουν την προστασία τους απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, στην πραγματικότητα επιτυγχάνουν το ακριβώς αντίθετο. Πίσω από την υποτιθέμενη εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και τα «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο, δρομολογούνται νέες επικίνδυνες διευθετήσεις και επώδυνοι συμβιβασμοί για τη χώρα.

Η πολιτική της ασφυκτικής πρόσδεσης στις διεθνείς γεωστρατηγικές, πολιτικές, οικονομικές και ενεργειακές επιδιώξεις της ΕΕ και των ΗΠΑ φέρνει την Ελλάδα κάτω από μια στυγνή οικονομική και πολιτική επιτροπεία, πιο κοντά στα θερμά μέτωπα της πολεμικής ανάφλεξης και σε αντιπαράθεση με γειτονικές χώρες και λαούς, όπως σήμερα με την Παλαιστίνη και την Υεμένη. Την εντάσσει ενεργά στη λυσσαλέα αντιπαράθεση των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που είναι σε εξέλιξη και την μετατρέπει σε πολιτικό και πολεμικό στόχο των αντιπάλων των ΗΠΑ και ΕΕ. Στη φάση της σφοδρής αναδιανομής των σφαιρών επιρροής από τους ιμπεριαλιστές, η πολιτική αυτή συνιστά έγκλημα για το λαό και τη νεολαία, γίνεται προάγγελος μιας νέας τραγωδίας για τη χώρα μας. Πολύ περισσότερο όταν οι εξελίξεις την τοποθετούν στην όριο-γραμμή της σύγκρουσης, που ξεκινάει από τη Βαλτική και την Ουκρανία και μέσα από τα Βαλκάνια φτάνει στη Μέση Ανατολή.

Η άνοδος της ακροδεξιάς στην υπηρεσία της αντικομμουνιστικής, εθνικιστικής και ρατσιστικής προπαγάνδας

14. Η αυξημένη εκλογική καταγραφή ακροδεξιών, θρησκόληπτων, ρατσιστικών και εθνικιστικών κομμάτων και σχηματισμών, όπως οι «Σπαρτιάτες» -που έφερε στο προσκήνιο ο Κασιδιάρης-, η «Ελληνική Λύση» και η «Νίκη», που μπήκαν στη Βουλή και θέλουν να στρέψουν σε ακόμη πιο αντιδραστικές, αντικομμουνιστικές κατευθύνσεις την πολιτική της κυβέρνησης ΝΔ, δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα για τα λαϊκά συμφέροντα και περισσότερες δυσκολίες στην υπόθεση του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος.

Η εκλογική άνοδος των ακροδεξιών αυτών κομμάτων έχει την αφετηρία της στην αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική και τη στήριξή της από όλη την αστική αντιπολίτευση. Η όξυνση της πολιτικής της καταστολής και της τρομοκρατίας, τα κυβερνητικά ρατσιστικά κηρύγματα και η ένταση της αντιμεταναστευτικής και αντιπροσφυγικής πολιτικής στην Ελλάδα και την ΕΕ, η προβολή της θεωρίας των «δύο άκρων» και η ένταση του αντικομμουνισμού, η διαρκής μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού και της πολιτικής ατζέντας προς τα δεξιά, η ανάδειξη κεντρικών στελεχών στην κυβέρνηση και τη ΝΔ που προέρχονται από την ακροδεξιά, όλα αυτά συντείνουν στην ενίσχυση των σκοταδιστικών, εθνικιστικών και ακροδεξιών θέσεων και κομμάτων.

Η ακροδεξιά στη χώρα μας καπηλεύεται τα αισθήματα εθνικής ταπείνωσης που προκαλούνται από την πολιτική της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, της υποτέλειας και της ξενοδουλείας. Οι διαρκείς υποχωρήσεις των ελληνικών αστικών κυβερνήσεων απέναντι στην ένταση της τουρκικής επιθετικότητας, οι ελληνοαμερικανικές συμφωνίες για την επέκταση και αναβάθμιση των αμερικανονατοϊκών βάσεων, το βάθεμα της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής εξάρτησης της χώρας μας και οι σταδιακές εκχωρήσεις εθνικής κυριαρχίας δίνουν χώρο στις ψευτοπατριωτικές δυνάμεις της ακροδεξιάς και του φασισμού να πραγματοποιούν πατριδεμπόριο. Τέσσερα χρόνια μετά την καταδίκη της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής και τους μεγάλους αγώνες του λαϊκού αντιφασιστικού κινήματος, ο αγώνας ενάντια στον φασισμό και τις αιτίες που τον γεννούν και τον τρέφουν συνεχίζεται. Χρειάζεται να ενισχυθεί η λαϊκή επαγρύπνηση απέναντι στα εθνικιστικά, ρατσιστικά, αντικομμουνιστικά, σκοταδιστικά κόμματα της ακροδεξιάς, απέναντι στις δολοφονικές φασιστικές ομάδες, να δυναμώσει ο αγώνας ενάντια στην πολιτική της φτώχειας, της τρομοκρατίας, της εξάρτησης, για Δημοκρατία και Εθνική Ανεξαρτησία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμέτωπος με βαθιά κρίση, συνέπεια της αντιλαϊκής πολιτικής που άσκησε

15. Οι διπλές βουλευτικές εκλογές Μαΐου – Ιουνίου 2023, μαζί με τις αυτοδιοικητικές, κατάφεραν ισχυρό πλήγμα στο ΣΥΡΙΖΑ. Η εκλογική του συντριβή, που έρχεται σε συνέχεια της ήττας του 2019, τον οδηγεί σε βαθιά κρίση, προδιαγράφοντας ένα αβέβαιο μέλλον. Η παραίτηση Τσίπρα από την ηγεσία, αμέσως μετά, πυροδότησε ραγδαίες εξελίξεις στο εσωτερικό του. Η εμφάνιση στο προσκήνιο του άγνωστου Κασσελάκη, εφοπλιστή, ορμώμενου από τις ΗΠΑ, σε ρόλο διεκδικητή της ηγεσίας, χωρίς προηγούμενη κομματική παρουσία, αλλά και οι κατοπινές εξελίξεις που τον ανέδειξαν τελικά σε αρχηγό, επιβεβαιώνουν τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα καθαρόαιμο αρχηγικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Κάτι που ο Κασσελάκης, από την πρώτη στιγμή, έσπευσε να ξεκαθαρίσει, λέγοντας πως κύριος στόχος του είναι να μετασχηματίσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κόμμα που θα προσομοιάζει στο Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ. Η πορεία αυτή που εγκαινίασε ο Τσίπρας, επιβάλλοντας την εκλογή του αρχηγού από τη «βάση του κόμματος», όσο δημοκρατική κι αν παρουσιάζεται, δεν έχει καμία σχέση με τη συγκρότηση και λειτουργία αριστερού κόμματος. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για κατάργηση της πραγματικής δημοκρατίας, μέσω δήθεν «πλατιών» δημοκρατικών διαδικασιών. Τα κόμματά της Αριστεράς συγκροτούνται στη βάση ζωντανών εσωκομματικών διαδικασιών και διεργασιών, όπου τα ενεργά μέλη συζητούν διεξοδικά, ψηφίζουν, αποφασίζουν. Συγκροτούνται στη βάση όχι προσώπων-«μεσσιών» αλλά των ιδεολογικών και πολιτικών τους θέσεων.

Η εκλογική καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η συνέπεια της αντιλαϊκής πολιτικής που άσκησε ως κυβέρνηση την περίοδο 2015 – 2019 αλλά και ως αντιπολίτευση το διάστημα 2019 – 2023. Εισπράττει τα επίχειρα για όσα έκανε ή δεν έκανε όλη αυτή την περίοδο. Για την πραξικοπηματική ανατροπή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του 2015, την ταπεινωτική συνθηκολόγηση και την επιβολή του τρίτου δυσβάσταχτου μνημονίου που τον οδήγησε στην οριστική προσχώρηση στο μπλοκ των μνημονιακών δυνάμεων, αναδεικνύοντάς τον σε πολύτιμο στυλοβάτη του αστικού πολιτικού συστήματος, σε συνθήκες κρίσης. Για την ολοκληρωτική υποταγή του στις ΗΠΑ, επί προεδρίας μάλιστα του -κατά Αλ.Τσίπρα- «διαβολικά καλού Τραμπ», την έναρξη του «Στρατηγικού διαλόγου Ελλάδας-ΗΠΑ» και τη μετατροπή της Ελλάδας σε αμερικανικό αλώνι και ορμητήριο επίθεσης, για τη διεκπεραίωση της εντολής των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ να υπογράψει τη λεγόμενη «συμφωνία των Πρεσπών». Ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά εξελίχθηκε σε ένα κόμμα που συντάχθηκε με τους εχθρούς του λαού, που ασκεί δεξιά πολιτική στο όνομα της Αριστεράς, αμαυρώνοντας τις ιδέες, τα οράματα και τις αξίες της. Αυτή η πολιτική ήταν που ξέπλυνε τη ΝΔ, την εμφάνισε ως «δικαιωμένη» για τη μνημονιακή πολιτική που επέβαλε και φούσκωσε τα πανιά της, στρώνοντας το δρόμο για την επάνοδό της στην κυβέρνηση το 2019.

Αλλά και ως αξιωματική αντιπολίτευση ουσιαστικά ταυτίστηκε με την πολιτική της κυβέρνησης ΝΔ σε όλα τα κομβικά ζητήματα. Υιοθέτησε και προσαρμόστηκε στο κυβερνητικό αφήγημα για την πανδημία και τη διαχείρισή της. Ανέχθηκε το αντιδραστικό καθεστώς των απαγορεύσεων, της καταστολής και των προστίμων. Στήριξε την πολιτική απαξίωσης και συρρίκνωσης του Δημόσιου Συστήματος Υγείας. Ψήφισε από κοινού με τη ΝΔ τα μισά από τα αντιλαϊκά νομοσχέδια. Ενδεικτική είναι η υπερψήφιση των μισών περίπου άρθρων του «νόμου Χατζηδάκη». Η ταύτιση της πολιτικής του με αυτή της ΝΔ ήταν τέτοια που όχι μόνο δεν κατόρθωσε να εισπράξει τη γενικευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια στις πρόσφατες εκλογές, αλλά αντίθετα άνοιξε το δρόμο για μια νέα αντιδραστική κυβερνητική θητεία της Δεξιάς και κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης.

Η νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επίσης δεν ασκεί, ουσιαστικά, αντιπολιτευτική πολιτική. Μπροστά στη σαρωτική ακρίβεια, τη φτώχεια που διευρύνεται, τη σωρεία των αντεργατικών μέτρων και την άγρια φορολεηλασία, το ξεχαρβάλωμα της Δημόσιας Παιδείας – Υγείας – Πρόνοιας, κρατά χαμηλούς τόνους προσπαθώντας, με τεχνητές και ανούσιες οξύνσεις, να συγκαλύψει την ουσιαστική σύμπλευσή της με την κυβερνητική πολιτική.

Τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αντιμέτωπος με μια βαθιά και ολόπλευρη κρίση. Έπειτα από την εκλογή Κασσελάκη στην ηγεσία του κόμματος, το ένα μετά το άλλο κεντρικά και πρωτοκλασάτα στελέχη του, μέλη της λεγόμενης «Ομπρέλας» -και όχι μόνο- αποχώρησαν εκφράζοντας τη διαφωνία τους με τη νέα ηγεσία. Την ίδια στάση τήρησαν και εκατοντάδες μέλη των τοπικών οργανώσεων σε όλη την επικράτεια. Αλλά ακόμα και ανάμεσα στους εναπομείναντες εκφράζονται έντονες επικρίσεις και διαφοροποιήσεις απέναντι στην πολιτική της νέας ηγεσίας. Όλα αυτά είναι φαινόμενα μιας αποσυνθετικής πορείας και προδιαγράφουν ένα δυσοίωνο μέλλον και αμφίβολη τη θέση του ως αξιωματική αντιπολίτευση. Δείχνουν ακόμα πως η ντόπια μεγαλοαστική τάξη και οι αμερικανο-ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές δεν διστάζουν να ρίξουν στο περιθώριο το κόμμα εκείνο που αποτέλεσε τη «χρυσή εφεδρεία» για να περάσουν αλώβητοι την κρίσιμη περίοδο 2015 – 2019. Η εντεινόμενη κρίση και περιδίνηση του ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί σε αδιέξοδο ακόμα και τις όποιες προσπάθειες να πέσουν «γέφυρες» συνεννόησης με το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού φορέα στο χώρο της λεγόμενης κεντροαριστεράς.

ΠΑΣΟΚ

16. Ύστερα από μια μακρά περίοδο κρίσης και καθήλωσης των εκλογικών ποσοστών του, τώρα, το ΠΑΣΟΚ -και ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις- εμφανίζεται σχετικά ενισχυμένο και έτοιμο να διεκδικήσει ξανά πρωταγωνιστικό ρόλο στο αστικό πολιτικό σκηνικό, αν και εκλογικά δεν καρπώθηκε σε ανάλογο βαθμό τη μεγάλη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ.

Παρά το μεγάλο αντιλαϊκό φορτίο που κουβαλάει από την εφαρμογή της σκληρής μνημονιακής πολιτικής όσο ήταν σε κυβερνητικές θέσεις, στηριζόμενο από κύκλους της ολιγαρχίας, παρουσιάζεται αναβαπτισμένο και έτοιμο να διεκδικήσει τη δεύτερη θέση στις επικείμενες ευρωεκλογές, ώστε να εκθρονίσει το ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Οι σχεδιασμοί του ΠΑΣΟΚ όμως καμία σχέση δεν έχουν με τα πραγματικά λαϊκά συμφέροντα. Το αντίθετο συμβαίνει. Η πολιτική του φτωχοποίησε βίαια και έριξε απότομα το βιοτικό επίπεδο του λαού, τσάκισε δικαιώματα δεκαετιών και έσφιξε ακόμα περισσότερο τη θηλιά της εξάρτησης της χώρας από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Στήριξε και στηρίζει το μεγαλύτερο μέρος των αντιλαϊκών νόμων της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Παρά την παρατεταμένη κρίση που πέρασε, ως συνέπεια της μνημονιακής του διακυβέρνησης, το ΠΑΣΟΚ, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, διατηρεί σημαντικά οργανωτικά ερείσματα στο συνδικαλιστικό κίνημα του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, σε συλλόγους και επιμελητήρια, στη νεολαία. Οι συνδικαλιστικές του δυνάμεις ιδιαίτερα στη ΓΣΕΕ λειτουργούν ως κυματοθραύστης της κοινωνικής δυσαρέσκειας.

Ο λαός δεν έχει να περιμένει τίποτα από αυτό. Το ΠΑΣΟΚ ήταν και παραμένει υπηρέτης της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού.

Για το ΚΚΕ

17. Το ΚΚΕ στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές γνώρισε ορισμένη άνοδο και την άνοδο αυτή επιβεβαίωσαν λίγους μήνες μετά και οι αυτοδιοικητικές εκλογές.

Η εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και τα όσα ακολούθησαν, αλλαγή ηγεσίας, κρίση, διάσπαση και αποχωρήσεις κεντρικών στελεχών και μελών του, δίνει ώθηση στο ΚΚΕ ώστε να διεκδικήσει στις προσεχείς ευρωεκλογές την υπερφαλάγγιση τουλάχιστον του ΣΥΡΙΖΑ, φιλοδοξώντας να στεγάσει εκλογικά, και όχι μόνο, ευρύτερες δυνάμεις απογοητευμένων από τις παραπάνω εξελίξεις. Στην πραγματικότητα ωστόσο, η αλλοπρόσαλλη γραμμή του ΚΚΕ συναντά ήδη λίγο-πολύ τα όριά της, αδυνατώντας να αντλήσει ουσιαστικά οφέλη από την εντεινόμενη κρίση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία και την οποία αναπαράγει και οξύνει η ασταμάτητη αντιλαϊκή πολιτική της ΝΔ.

Η ηγεσία του ΚΚΕ πιστοποιεί σε κάθε κρίσιμη συγκυρία τόσο τη διάσταση των λόγων από τα έργα της όσο και την καιροσκοπική προσαρμογή της στις επιταγές των κυρίαρχων τάξεων. Το πραγματικό περιεχόμενο των θέσεων του ΚΚΕ αποτυπώνεται όχι μόνο με τα όσα -κατά κανόνα πομπώδη- διαλαλεί, αλλά και με τα όσα διαστρεβλώνει ή αποσιωπά, όχι από τις διακηρύξεις που κάθε φορά κάνει αλλά, σε κάθε περίπτωση, και πριν απ’ όλα, από το τι εφαρμόζει στην πράξη.

Από τα χρόνια της πανδημίας έως τις σχετικά πρόσφατες προτάσεις για τη διερεύνηση του εγκλήματος των Τεμπών, οι θέσεις του δεν παύουν να σηματοδοτούν τη γενική προσαρμογή του στα πλαίσια που καθορίζουν οι κυρίαρχες δυνάμεις του συστήματος καθώς και τη σύμπλευσή του με τη ΝΔ, η οποία υιοθέτησε και στήριξε στη Βουλή τις προτάσεις του.

Η ηγεσία του ΚΚΕ, στρίβοντας το ίδιο κάλπικο νόμισμα από την άλλη του όψη, έχει περάσει σταδιακά, εδώ και πολλά πλέον χρόνια, από τις θέσεις του δεξιού στις θέσεις του «αριστερού» οπορτουνισμού – ρεβιζιονισμού. Η γραμμή της, κράμα χρεοκοπημένων θεωριών του τροτσκισμού και άλλων παλιών και νέων αντιλενινιστικών ρευμάτων, επαναστατικής λογοκοπίας, δογματισμού, σεκταρισμού και αθεράπευτου ρεφορμισμού, δεν μπορούσε παρά να δώσει ανάλογα αλλοπρόσαλλες θέσεις πάνω σε όλα τα σημαντικά εσωτερικά και διεθνή προβλήματα.

Στα πλαίσια των θεωριών της που διαστρεβλώνουν το λενινισμό, έχει αναγορεύσει την Ελλάδα σε «ιμπεριαλισμό». Συγκαλύπτει και εξωραΐζει τη βαθιά και ολόπλευρη εξάρτηση της Ελλάδας, ενώ αρνείται, αντιμάχεται και δυσφημεί τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, με το σαθρό και ανιστόρητο επιχείρημα ότι θέτει την εργατική τάξη κάτω από «ξένη σημαία»!

Στο τελευταίο (21ο) Συνέδριό τους (Ιούνης 2021) συνοψίζουν και αναμασούν τα ίδια, ξεκινώντας από τα «δεδομένα» των ρεβιζιονιστικών διαστρεβλώσεων της ιστορίας, οι οποίες αναθεωρούν κάθε τόσο και τις προηγούμενες δικές τους αναθεωρήσεις. Παριστάνουν το σημερινό ΚΚΕ σαν αδιάλειπτη συνέχεια του επαναστατικού ΚΚΕ που εκφύλισε και διέλυσε ο χρουστσωφικός ρεβιζιονισμός και οι επίγονοί του ύστερα από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και τη διαβόητη «6η Ολομέλεια» του ΚΚΕ, το 1956.

Στο τελευταίο τους ωστόσο Συνέδριο έκαναν και κάποιες διορθωτικές υποτίθεται κινήσεις για να αρθεί ή να περιοριστεί η αυτοαπομόνωση στην οποία, με βάση τη συνδικαλιστική πρακτική τους, έχουν οδηγηθεί οι δυνάμεις του ΚΚΕ (ΠΑΜΕ) στο εργατικό και ευρύτερο λαϊκό κίνημα. Ασβέστωσαν την πρόσοψη αλλά δεν άλλαξε βέβαια το οικοδόμημα. Αντί να καλούν σε διάφορες ελεγχόμενες από τους ίδιους κινητοποιήσεις με την ταμπέλα του ΠΑΜΕ, χρησιμοποιούν τώρα κατά περίσταση κάποιους πρόθυμους ακόλουθους, που ανταποκρίνονται στα «καλέσματα» του ΠΑΜΕ, μετέχουν σαν μαϊντανοί από κοινού σε «συνελεύσεις» και καταστρώνουν προγράμματα κινητοποιήσεων, κάτω από τις φτερούγες του ΠΑΜΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι απέναντι στον αντεργατικό-αντιλαϊκό προϋπολογισμό που ψήφισε το Δεκέμβρη 2023 στη Βουλή η ΝΔ, το μόνο που έκαναν, εξαντλώντας τις «ταξικές» κορώνες τους, ήταν να καλέσουν σε ένα, εξ ορισμού ανώδυνο για την κυβέρνηση, απογευματινό συλλαλητήριο στο Σύνταγμα, στην Αθήνα, και ανάλογα σε ορισμένες άλλες πόλεις. Τέτοια είναι στην πράξη η διαφοροποίησή τους από τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, που αποτελούν στηρίγματα της αντεργατικής κυβερνητική πολιτικής.

Και ποια είναι η στάση τους απέναντι σε τέτοια διεθνή ζητήματα όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία ή ο χαρακτήρας και η προοπτική όξυνσης της ελληνοτουρκικής διένεξης;

Αν και η ηγεσία του ΚΚΕ χαρακτηρίζει «ιμπεριαλιστικό» τον πόλεμο στην Ουκρανία, φροντίζει ωστόσο να τηρεί στην πράξη διπλή ατζέντα, μια για εσωτερική κατανάλωση και για άγραν πελατείας δεξιά κι αριστερά και μια για να τηρούνται τα προσχήματα. Στη «Διεθνή Συνάντηση» κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων, που διοργανώθηκε στην Αβάνα, από τη μια μεριά ψήφισαν από κοινού με το ΚΚ Κούβας, ΚΚ Κίνας, ΚΚ Ουκρανίας και τα άλλα κόμματα που συμμετείχαν «Απόφαση» που δημοσιεύθηκε ολοσέλιδη στο Ριζοσπάστη και η οποία δεν κάνει την παραμικρή αναφορά στη ρωσική εισβολή. Από την άλλη μεριά, ψήφισαν επίσης με κόμματα της δικής τους λίγο-πολύ κατεύθυνσης, στην ουσία με μερικές ομάδες χωρίς σοβαρά ερείσματα στις χώρες τους, κείμενο ενάντια στον «ιμπεριαλιστικό πόλεμο», καταχωνιασμένο στα «ψιλά» στο Ριζοσπάστη, ώστε να συντηρούνται και τα προσχήματα «συνέπειας» προς τις υποτιθέμενες θέσεις τους.

Και ποια είναι η θέση τους για την ελληνοτουρκική διένεξη;

Στο 19ο Συνέδριο είχαν εντάξει στις «προγραμματικές»(!) θέσεις τους τα περί ιμπεριαλιστικού πολέμου, σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης. Στο 20ό Συνέδριό τους επανέλαβαν πως: «Είναι καθήκον της πρωτοπορίας, του ΚΚΕ, συνεχώς να προσαρμόζει, να εξειδικεύει, να κλιμακώνει τα συνθήματα πάλης, χωρίς να χάνει το κύριο, που είναι ο χαρακτήρας του πολέμου, ο οποίος είναι ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές, ασχέτως ποιος είναι πρώτος επιτιθέμενος».

Προσαρμόζοντας, εξειδικεύοντας κλπ, σε δημόσια συλλαλητήρια, η ηγεσία του ΚΚΕ θα διακηρύξει έκτοτε, με εντυπωσιακή ανακολουθία προς τις υποτιθέμενες θέσεις τους, πως «οι κομμουνιστές, όπως πάντα στην 100χρονη ιστορία τους, θα πρωτοστατήσουν στον αγώνα για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας, των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, για να συντριβεί ο όποιος ξένος εισβολέας εάν τολμήσει να επιτεθεί στην Ελλάδα»(!). Με υπερβάλλοντα ζήλο, στη συνέχεια, η ηγεσία του ΚΚΕ έκανε επισκέψεις ανά την επικράτεια, περιοδείες σε ακριτικά νησιά κλπ, όπου ενημέρωσε τις τοπικές αρχές (δημάρχους, περιφερειάρχες, αστυνομικούς και στρατιωτικούς ιθύνοντες) για τις θέσεις του ΚΚΕ κατά οποιουδήποτε επίδοξου εισβολέα! Ο Ριζοσπάστης, συστηματικά πλέον ως τις μέρες μας, καταγγέλλει καθημερινά τους κινδύνους για τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, τις ενδονατοϊκές «διευθετήσεις» που κυοφορούνται σε βάρος της Ελλάδας, τα σχέδια «συνεκμετάλλευσης» στο Αιγαίο κ.ο.κ., επιβεβαιώνοντας ότι ο «ιμπεριαλιστικός» τους πόλεμος δεν είναι παρά ένα παραφουσκωμένο μπαλόνι, που σκάει σε κάθε απότομη διακύμανση και όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Τώρα, προβάλλουν νέες επαναστατικές «επιστημονικές» ανακαλύψεις τους, συνοψίζοντας τα συμπεράσματά τους στους τόμους του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ από την ίδρυσή του ως το1974, όπου θίγονται για πρώτη φορά, ως ένα τουλάχιστον βαθμό, σε επίσημες δημόσιες παρουσιάσεις, τα πεπραγμένα τού σχεδόν ανέγγιχτου μέχρι σήμερα Χ. Φλωράκη, ενώ περιλαμβάνονται επίσης και εξ απαλών ονύχων μισο-αυτοκριτικές για τη στάση των δυνάμεων του ΚΚΕ στο Πολυτεχνείο το Νοέμβρη 1973.

Παρουσιάζοντας στη Θεσσαλονίκη, το Δεκέμβρη 2023, τον καινούργιο Γ2 τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, οι θεωρητικοί του ΚΚΕ, αιφνιδιάζοντας μάλλον και πολλούς στο ίδιο το κόμμα τους, αναφερόμενοι στην 7χρονη δικτατορία, από το ύψος της νέας επιστημονικής τους θεώρησης, τάσσονται ενάντια στη «λαθεμένη άποψη περί φασιστικής διακυβέρνησης»(!). Η υπεραριστερή λογοκοπία οδηγεί απερίφραστα στον πλήρη εξωραϊσμό της φασιστικής δικτατορίας. Η οποία, όπως λένε, ναι μεν «δεν ήταν και «επανάσταση» όπως ισχυρίζονταν οι πραξικοπηματίες» (λες και αμφέβαλε κάποιος αν ήταν ή δεν ήταν «επανάσταση»), αλλά επίσης «δεν ήταν εκείνη την περίοδο μια μορφή που επιλεγόταν κυρίως για την εξυπηρέτηση ξένης αστικής εξουσίας, των ΗΠΑ» (αθωώνοντας έτσι, «επαναστατικά», τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό για την επιβολή και στήριξη της στρατιωτικοφασιστικής χούντας). Οι κυρίαρχες δυνάμεις του συστήματος της εκμετάλλευσης, της εξάρτησης και της εθνικής υποτέλειας δεν έχουν πράγματι κανένα λόγο να ανησυχούν από τα άσφαιρα πυρά και από τα ανεκδιήγητα έργα και ημέρες των πλαστογράφων της ιστορίας των θεωρητικών του ΚΚΕ και της ηγεσίας του

«Νέα Αριστερά» φτιαγμένη από παλιά υλικά

18. Η αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ των στελεχών της «Ομπρέλας» και της ομάδας Αχτσιόγλου-Χαρίτση, η συγκρότηση νέας κοινοβουλευτικής ομάδας καθώς και οι προσπάθειες για τη δημιουργία νέου πολιτικού φορέα με τον τίτλο «Νέα Αριστερά» συνιστούν απόπειρες διαχωρισμού από τη θλιβερή κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ σε «κόμμα Κασσελάκη» και εγκλωβισμού όσων αποστοιχίζονται από αυτόν στα ίδια αδιέξοδα.

Αποτελώντας τον κύριο κορμό της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τα στελέχη της «Νέας Αριστεράς» είναι βαριά χρεωμένα με την πολιτική του τρίτου Mνημονίου και των εκατοντάδων αντεργατικών νόμων που επέβαλαν καθ’ υπαγόρευση της ΕΕ. Στις πολιτικές τους αποσκευές κουβαλούν το αντιασφαλιστικό έκτρωμα του νόμου «Κατρούγκαλου», την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, τους πλειστηριασμούς των λαϊκών κατοικιών, το διαβόητο «μαξιλάρι» των 35δισ. ευρώ, προίκα στην κυβέρνηση της ΝΔ, που ράφτηκε από την αιματηρή φορολεηλασία του ελληνικού λαού, για το οποίο μάλιστα δηλώνουν υπερήφανοι.

Τώρα, ανεμίζοντας τις σημαίες της «ανανεωτικής Αριστεράς» καταγγέλλουν τη νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για δεξιά μετατόπιση. Όμως καμία δεξιά μετατόπιση, ιδεολογική και πολιτική, δεν έχει ως αφετηρία της την ηγεσία Κασσελάκη, όπως ισχυρίζονται. Η νεόκοπη «Νέα Αριστερά» αποτελεί την ίδια σοσιαλδημοκρατική εκδοχή και κουβαλάει το ίδιο κάλπικο περιεχόμενο της αποκομμουνιστικοποιημένης Ανανέωσης, που δίνει όρκους πίστης στην ΕΕ, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και που σε κρίσιμες περιόδους κρίσης για το αστικό πολιτικό σύστημα αποτέλεσε χρυσή εφεδρεία του. Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία αποτελούν το «αριστερούτσικο» περίβλημα μιας σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, και μόνο.

ΜέΡΑ25: Ψευτοαριστερή εφεδρεία του αστικού συστήματος

19. Σε κρίση και αναζήτηση «ρόλου» στις νέες συνθήκες έχει περιέλθει το αρχηγικό σοσιαλδημοκρατικό ΜέΡΑ25. Το προσωποπαγές κόμμα του Γιάνη Βαρουφάκη, πρώην υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2015, έδειξε τα όρια και τις δυνατότητές του μετά και από την εκλογική του καθίζηση και την αδυναμία εισόδου στη Βουλή. Τώρα, μετά το μετεκλογικό κύμα αποχωρήσεων κεντρικών του στελεχών και πολλών μελών, τσαλαβουτώντας πότε αριστερά και πότε δεξιά, το ΜέΡΑ25 επιχειρεί να ανασυγκροτηθεί, σερβίροντας τις ίδιες ρεφορμιστικές αυταπάτες που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ και οδήγησαν μεγάλα τμήματα του αριστερού κόσμου στην απογοήτευση και την ηττοπάθεια.

Η συμφιλίωση με την ιμπεριαλιστική εξάρτηση της χώρας μας και με βασικές στρατηγικές επιλογές της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, οι προτάσεις για «συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων», από το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το ΚΚΕ, η «ρήξη» χωρίς αγώνα για την έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, η εκλογική συνεργασία έξω από πολιτικές αρχές με τη ΛΑΕ, αυτοί είναι οι πραγματικοί λόγοι που το ΜέΡΑ25 αποτέλεσε και αποτελεί ένα «αριστερό» υποκατάστατο του ΣΥΡΙΖΑ, μία ακόμη πρόταση σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης της ίδιας πολιτικής. Η εκλογική συνεργασία με τη ΛΑΕ και την ΑΡΑΣ όχι μόνο δεν τροποποίησε το χαρακτήρα του αρχηγικού κόμματος Βαρουφάκη, αντίθετα του έδωσε «αριστερό» άλλοθι και χώρο να πραγματοποιεί εμπόριο ενότητας και ελπίδας απέναντι στον κόσμο της Αριστεράς.

Ο Βαρουφάκης, ως υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αποτέλεσε βασικό στέλεχος της πλήρους ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική πολιτική, της υποταγής στον ιμπεριαλισμό και την ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία. Αργότερα, τα σχέδια «Δήμητρα» και «Οδυσσέας» δεν ήταν παρά σχέδια διαχείρισης της αντιλαϊκής πολιτικής, οικονομικές «προτάσεις» καπιταλιστικής διαχείρισης, ντυμένες με «φιλολαϊκό» μανδύα. «Δε θα φύγουμε από την ΕΕ, ποτέ», δήλωνε επίσης προεκλογικά ο Βαρουφάκης, αποδεικνύοντας πως η «ρήξη» του ΜέΡΑ25 έχει κοντά ποδάρια.

ΛΑΕ: Εκλογικές συγκολλήσεις έξω από αρχές και καλλιέργεια ρεφορμιστικών αυταπατών

20. Η ΛΑΕ, μετά και από την εκλογική αποτυχία τής συνεργασίας «ΜέΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη», προβάλλει ξανά το αίτημα για ενότητα και συνεργασία «όλων των αριστερών δυνάμεων». Η ηγεσία της ΛΑΕ αποδεικνύει στην πράξη πως κανένα ουσιαστικό συμπέρασμα δεν έβγαλε μετά από εννιά σχεδόν χρόνια εκλογικών συνεργασιών πότε με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου πότε με το ΜέΡΑ25 και το Βαρουφάκη.

Η Λαϊκή Ενότητα, μετά την αποχώρηση της πλειοψηφίας των οργανώσεων που τη συγκρότησαν τα τελευταία χρόνια (ΔΕΑ, ΑΡΑΝ, Παρέμβαση κλπ), αποτελεί έναν συγκερασμό και πεδίο πολιτικών συμβιβασμών ανάμεσα στην ΑΡΑΣ και το Αριστερό Ρεύμα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για εντελώς ετερόκλητες δυνάμεις, που συνεργάζονται στη βάση της προσπάθειας για κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.

Τα κεντρικά στελέχη της υπήρξαν βασικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και υπουργοί τής «πρώτη φορά αριστερής κυβέρνησης». Τώρα, συγκροτώντας ένα κράμα θολών «αντιδεξιών» συνθημάτων, οικονομικοτεχνικών προτάσεων σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα και ηχηρών ψευτοεπαναστατικών πρακτικών, η ηγεσία της ΛΑΕ απευθύνει προτάσεις ψευδεπίγραφης ενότητας και εγκλωβίζει ένα αριστερό δυναμικό στις μυλόπετρες των ρεφορμιστικών αυταπατών που διαρκώς καλλιεργεί.

Το μεταβατικό πρόγραμμα, που αποτελεί τη βάση εκλογικής συγκόλλησης και απεύθυνσης πότε στο ΜέΡΑ25 πότε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και πότε σε μια σειρά οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, και αποτελεί τη βάση συζήτησης ανάμεσά τους, είναι το ίδιο μεταβατικό πρόγραμμα με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ, κάνοντας λόγο για «διαγραφή του χρέους» και «εθνικοποιήσεις των τραπεζών», απευθυνόταν στις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς για μια ολόκληρη περίοδο, καλλιεργώντας επικίνδυνες αυταπάτες για τον χαρακτήρα του αστικού συστήματος, εξωραΐζοντας πλήρως το ρόλο του ιμπεριαλισμού και της εγχώριας πλουτοκρατίας.

Αντιμέτωπη με τα αδιέξοδά της η ΑΝΤΑΡΣΥΑ

21. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στη βάση των ρεφορμιστικών αυταπατών που καλλιέργησε και καλλιεργεί με το λεγόμενο «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης» για «αντικαπιταλιστικές» αλλαγές, εθνικοποιήσεις και εργατικό έλεγχο εντός των ασφυκτικών πλαισίων της ιμπεριαλιστικής και καπιταλιστικής κυριαρχίας, δεν μπόρεσε επί της ουσίας να διαφοροποιηθεί από το ρεφορμιστικό πυρήνα της ιδεολογικοπολιτικής γραμμής τόσο του ΜέΡΑ25 όσο ακόμη και του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι μακριά η εποχή που συγκροτούσε κοινές επιτροπές για το χρέος και το «Όχι» στο δημοψήφισμα του 2015 με το ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε είναι μακριά η στήριξη από το ΣΕΚ στους υποψηφίους του ΣΥΡΙΖΑ τη δεύτερη Κυριακή των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών το 2019 και το 2023, αναδεικνύοντας την ουσία των ρεφορμιστικών αντιλήψεων που διαπνέουν αυτό το χώρο.

Η κρίση που έχει ξεσπάσει εδώ και χρόνια στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την πορεία του εγχειρήματος, τα ξεχωριστά εκλογικά κατεβάσματα σε μεγάλους Δήμους της χώρας, οι αποχωρήσεις οργανώσεων με πλώρη τη ΛΑΕ ή πιο πρόσφατα της ΑΡΙΣ που έχει μετατραπεί σε ένα «αριστερό» συμπλήρωμα του ΚΚΕ, η χωριστή παρουσία σε όλες σχεδόν τις κινητοποιήσεις είναι γεγονότα που θέτουν σε ουσιαστική αμφισβήτηση την πορεία του εγχειρήματος, με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αποτελεί πλέον μια κατά βάση εκλογική ταμπέλα. Το ιστορικό χαμηλό εκλογικό αποτέλεσμα για δυνάμεις με τέτοιες και τόσες εκλογικές αυταπάτες μπορεί να αποτελέσει θρυαλλίδα πολιτικών εξελίξεων με νέες συγκολλήσεις και ανασυνθέσεις μπροστά στις νέες εκλογικές αναμετρήσεις.

Η κρίση που παραδέρνει αυτό το χώρο εκφράζεται και στο άλλοτε «κραταιό» εγχείρημα των ΕΑΑΚ, του μετώπου δηλαδή της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων δυνάμεων, που βρίσκεται στην πραγματικότητα στα πρόθυρα της διάσπασης.

Για τα «μεταβατικά προγράμματα», την «κοινή δράση» και την πραγματική Αριστερά

22. Εκλογικές συγκολλήσεις έξω από αρχές και πολιτικές θέσεις, εφήμερες συνεργασίες με εκλογική ημερομηνία λήξης, καλλιέργεια εκλογικών και κοινοβουλευτικών αυταπατών, ρεφορμιστικά προγράμματα βαθμιαίων και αντιφατικών μεταξύ τους μεταρρυθμίσεων του καπιταλισμού και στο τέλος αδυναμία ουσιαστικής διαφοροποίησης από τη ρεφορμιστική λογική του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Αυτός είναι ο κοινός παρονομαστής των παραπάνω δυνάμεων, που στο έδαφος της πολιτικής κρίσης και της μεγάλης υποχώρησης του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο δεν μπορούν να αντέξουν και να αποκρούσουν την πίεση, μα συνεχίζουν να παραμένουν ευάλωτες απέναντί του και να διαγράφουν την ίδια πορεία κρίσης και αδιεξόδων, να αναπαράγουν την ηττοπάθεια και την απογοήτευση σε ένα ολόκληρο δυναμικό αγωνιστών της Αριστεράς και του επαναστατικού κινήματος.

Παρά τα πολιτικά αδιέξοδα, τη διάλυση μετωπικών συνεργασιών, την «πικρή» εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και την αδυναμία χάραξης μιας ξεκάθαρης διαχωριστικής γραμμής απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, παρά την κυριαρχία μιας πολιτικής λογικής μικροηγεμονισμών, επιβολής του ενός πάνω στον άλλο και διαρκούς αναπαραγωγής μικροπολιτικών και στενά κομματικών αντιπαραθέσεων, επανέρχονται διαρκώς στο πλαίσιο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς προτάσεις «κοινής δράσης» ανάμεσα στις οργανώσεις. Στη βάση και των δυσκολιών που προκύπτουν από τη στάση των ηγεσιών των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ) και την υποχώρηση του εργατολαϊκού και συνδικαλιστικού κινήματος, οι προτάσεις αυτές λειτουργούν σαν υποκατάστατο του μαζικού κινήματος και αφορούν τη διοργάνωση διαδηλώσεων, εκδηλώσεων κεντρικών ή τοπικών και κάθε είδους παρεμβάσεις. Η αφερεγγυότητα των παραπάνω δυνάμεων οδηγεί σε ναυάγιο πολλές από τις πρωτοβουλίες που προτείνονται κατά καιρούς.

Αποδεικνύεται πως η «κοινή δράση» ανάμεσα στις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς όχι μόνο δεν αποτελεί απάντηση απέναντι στις δυσκολίες και την υποχώρηση του κινήματος, αντιθέτως συσκοτίζουν την κατάσταση και αναπαράγουν τα ίδια προβλήματα. Το ζητούμενο στις συνθήκες αυτές δεν είναι να κρύβονται οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές πάνω στα ζητήματα του πολέμου ή της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης πίσω από θολούς «συντονισμούς» και «πρωτοβουλίες κοινής δράσης», αλλά πώς θα ασκηθεί μέσα από τα σωματεία και τα συλλογικά όργανα των εργαζομένων και της νεολαίας η μέγιστη δυνατή πίεση για την προκήρυξη πανεργατικών-πανελλαδικών απεργιών και αγώνων με διάρκεια, κόντρα στο κλίμα της συναίνεσης και της υποταγής που καλλιεργείται από τις κυρίαρχες δυνάμεις του συνδικαλιστικού κινήματος.

Για το Μ-Λ ΚΚΕ, η ενιαιομετωπική πολιτική στο μαζικό κίνημα αποτελεί εργαλείο, ιδιαίτερα απέναντι στην άρνηση των συνδικαλιστικών ηγεσιών να καλέσουν σε κινητοποιήσεις, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί πανάκεια και «φάρμακο διά πάσα νόσο». Ιδιαίτερα η πορεία ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και οι εξελίξεις στα διάφορα μέτωπα που συγκροτήθηκαν την προηγούμενη περίοδο ανάμεσα σε οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, πιστοποιούν πως είναι ανάγκη να δυναμώσουμε το ιδεολογικοπολιτικό μέτωπο αντιπαράθεσης με το ρεφορμισμό, το ρεβιζιονισμό και τον ποικιλόμορφο οππορτουνισμό και όχι να συγκαλύπτουμε τις διαφορές πίσω από «κοινές δράσεις» χωρίς περιεχόμενο και ουσία.

Η διαλυτική δράση της αναρχίας στο κίνημα και η ανάγκη ιδεολογικής πάλης απέναντι στο ρεύμα του αναρχισμού

23. Η πρόσφατη και παλαιότερη εμπειρία του κινήματος αποδεικνύει και επιβεβαιώνει διαρκώς πως ο αναρχισμός, οι θεωρίες του «αυθόρμητου» του αντιεξουσιαστικού χώρου και της Αυτονομίας αποτελούν εχθρικά ρεύματα προς το επαναστατικό κίνημα, την Αριστερά και τους λαϊκούς αγώνες. Οι διαλυτικές ιδέες που καλλιεργούν το μηδενισμό και την άρνηση της οργανωμένης πάλης, η διάδοση του μικροαστικού ατομικισμού, η εξύψωση των «ατόμων» απέναντι στην εργατική τάξη και τα συλλογικά όργανα των εργαζομένων, οι αντικομματικές και αντιοργανωτικές αντιλήψεις απέναντι στα σωματεία και το συνδικαλιστικό κίνημα αποτελούν στον πυρήνα τους αστικές και ιδεαλιστικές θεωρήσεις και καμία σχέση δεν έχουν με τις επαναστατικές ιδέες και πρακτικές.

Από την άλλη, οι προβοκατόρικες πρακτικές και δράσεις τυφλής μηδενιστικής βίας στρέφονται στην πραγματικότητα απέναντι στην εργατική-λαϊκή πάλη, προσφέρουν άλλοθι στην κυβέρνηση για την εξαπόλυση των πιο άγριων αστυνομικών επιθέσεων και την όξυνση της κρατικής καταστολής και τρομοκρατίας απέναντι στους αγώνες του λαού και της νεολαίας. Αντίστοιχο άλλοθι στην κατασταλτική δράση των μηχανισμών του αστικού κράτους προσφέρουν οι τυχοδιωκτικές ατομιστικές δράσεις ομάδων και οργανώσεων τύπου «Ρουβίκωνα», που δρουν υποτίθεται στο όνομα του λαού και των εργαζομένων σαν αυτόκλητοι «σωτήρες», ενώ στην πραγματικότητα δίνουν προσχήματα για την ένταση της καταστολής και δυσφημούν το οργανωμένο λαϊκό κίνημα.