Για την οργανωτική μας ανάπτυξη

Έχοντας εξασφαλίσει -και μέσα από τις Θέσεις για το 7ο Συνέδριο του Μ-Λ ΚΚΕ- μια σωστή πολιτική γραμμή, κάποια από τα σημαντικά ζητήματα που απασχολούν την οργάνωσή μας είναι ο βαθμός της οργανωτικής της ανάπτυξης, η βελτίωση της τακτικής και το βάθεμα της ανάλυσής μας για ορισμένα ζητήματα, για την καλύτερη προβολή των θέσεών μας, με στόχο τη μεγαλύτερη σύνδεση με έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει.

Μπορεί βέβαια να έχουμε κάποια αισιόδοξα φαινόμενα ένταξης νέων συντρόφων στις γραμμές μας, αλλά αυτό έχει μικρά ποσοτικά χαρακτηριστικά και δεν ανατρέπει τη μεγάλη εικόνα, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μας φαίνεται λίγο αυτό που κάνουμε, αν και με τις λίγες αυτές δυνάμεις, παρεμβαίνουμε σταθερά εδώ και 50 χρόνια σε όλα τα πολιτικά γεγονότα (αγώνες, εκλογές, εφημερίδα, περιοδικά κλπ) και σε μαζικούς χώρους, όπου υπάρχουμε, με καθοριστικό το ρόλο μας σε κάποιες μεγάλες κινητοποιήσεις. Μακριά από εμάς οι μεγαλοστομίες, αλλά όπως λέει ο Επίκουρος «τίποτα δεν είναι αρκετό, για όποιον το αρκετό είναι λίγο».

Και είναι βέβαιο ότι ζούμε ακόμη, ίσως και για πολύ καιρό, την υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος παγκόσμια και στη χώρα μας, με όλα τα συμπαρομαρτούντα (ρεφορμισμός, διασπάσεις, ηττοπάθεια, υποκειμενισμός, ιστορικός αναθεωρητισμός, ρεβανσισμός, συκοφαντία κλπ), που θα σημαδεύουν για καιρό τη δύσκολη πορεία ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος και θα μας επηρεάζουν για αρκετό διάστημα.

Το μέγεθος και η σύνθεση της οργάνωσής μας είναι ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα για να περάσουμε κάποτε μέσα από τις ποσοτικές στην ποιοτική αλλαγή. Παρά το γεγονός ότι είμαστε κόμμα στελεχών και αγωνιστών -ακόμη και στη νεολαία- καταξιωμένων στο χώρο τους, με μικροαστικά χαρακτηριστικά στη σύνθεσή μας (οι περισσότεροι σ. εργάζονται στο Δημόσιο, είναι συνταξιούχοι κλπ), δεν έχουμε προσβάσεις σε δυο κύρια χώρους, στην εργατική τάξη και στην αγροτιά. Οι σ. -κύρια νεολαίοι- που δουλεύουν στον ιδιωτικό τομέα, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, δουλεύουν σε μη μόνιμες, ευκαιριακές εναλλασσόμενες δουλειές, το οποίο είναι ένα νέο δεδομένο της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, με εκατομμύρια κατ’ έτος απολύσεις και προσλήψεις τους θερινούς τουριστικούς μήνες.
Το ζητούμενο λοιπόν είναι πώς θα διεισδύσουμε σε αυτούς τους χώρους.

Να βελτιώσουμε το στυλ δουλειάς

Μια πρώτη κίνηση είναι αυτή που προσδιορίζουν και οι Θέσεις του Συνεδρίου.
Να δουλέψουμε μεθοδικά και συστηματικά τον υπαρκτό κύκλο των επιρροών μας. Σε αυτό το σημείο, λαμβάνοντας υπόψη το ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο των μελών μας, δεν πρέπει να υποτιμάμε ανθρώπους και να θέλουμε να είναι φτασμένοι μαρξιστές-λενινιστές. Λαμβάνοντας στον τομέα αυτό υπόψη την εμπειρία του κινήματος, πρέπει να ξαναδούμε σοβαρά το ζήτημα αυτό και να οργανώνουμε πιο τολμηρά αγωνιστές, όχι στο κόμμα, αλλά στην ΕΡΓΑΣ, στην «Πορεία», σε κάποιο πλατύ σχήμα και μέσα από εκεί να προχωρήσουν παραπέρα.

Σε αυτή την κατεύθυνση η εμπειρία δείχνει ότι οι σ. που προσχωρούν στο Μ-Λ ΚΚΕ, προέρχονται κύρια από το χώρο του ΚΚΕ -είναι αυτοί που κατάφεραν να μας ακούσουν- αφού το κόμμα αυτό τους καλεί να έχουν κλειστά τα αυτιά τους απέναντί μας. Το κόμμα μας έχει μεγάλες αλήθειες και όποιος μας ακούσει, αν δεν ταλαντευθεί, σίγουρα θα προβληματιστεί, αφού δεν θα μπορέσει να αμφισβητήσει αυτά που λέμε.
Και εδώ βρίσκεται η ουσία. Πρέπει να προσπαθήσουμε να μας ακούσουν πιο πολλοί. Αυτό σημαίνει ότι, όσο τα κείμενα μας για το χώρο αυτό θα πρέπει να είναι τεκμηριωμένα, άλλο τόσο θα πρέπει να αποφεύγουμε τον καταγγελτικό λόγο και τους εύκολους χαρακτηρισμούς, να μιλήσουμε μαζί τους, να αποκτήσουμε σχέ­σεις, να καταφέρουμε να σπάσουμε τον πάγο. Να ξαναδιαβάσουμε το κείμενο του Μπρεχτ «5 δυσκολίες για να πεις την αλήθεια».

Επειδή τελευταία, πέρα από την αστική τάξη, και η ιδεολογική επιτροπή του ΚΚΕ προβαίνει από την δική της πλευρά σε μια αναθεώρηση της ιστορίας, προκειμένου να προσαρμόσει στις θέσεις του όλα τα κλασσικά ιστορικά γεγονότα, να δει και να προβάλει με τα «αντικαπιταλιστικά γυαλιά» του και να «ανακαλύψει» πίσω από αυτά τον αντικαπιταλισμό στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Εθνική Αντίσταση, στο ΔΣΕ, στη χούντα, στο Πολυτεχνείο κλπ -πέρα από το ζήτημα της Εθνικής Ανεξαρτησίας, στο οποίο σωστά επιμένουμε- θα πρέπει στο εστιάσουμε στα ζητήματα αυτά, δεδομένου ότι οι νέες γενιάς δεν έχουν τη σχετική γνώση της ιστορίας.

Να βαθύνομε κι άλλο το επίπεδο των αναλύσεων μας για διάφορα ζητήματα

Ένα άλλο ζήτημα που θέλει προσοχή είναι η καλή μελέτη του χώρου που κινούμαστε και απευθυνόμαστε. Μπορεί σε αυτή τη φάση να μην έχουμε επεξεργαστεί προγραμματικές κατευθύνσεις που απαιτεί μια διεξοδική σε βάθος συζήτηση με ταξική ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας κλπ, όμως δεν πρέπει να μη προβούμε σε μια σειρά διαπιστώσεις που αφορούν σημαντικές μεταβολές στην ελληνική κοινωνία.
Όπως επισημαίνουν και οι Θέσεις:
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια μεγάλη διάσπαση και ραγδαίες μεταβολές στο κοινωνικό σώμα, που συνδυάζεται με τη συρρίκνωση του παραγωγικού ιστού της χώρας (αποβιομηχάνιση, διάλυση της αγροτιάς, διόγκωση του τομέα των υπηρεσιών), τον εκτραχηλισμό της κοινωνίας, την ελαστικοποίηση και την διαστροφή της κοινωνικής συνείδησης, μέσα από το βομβαρδισμό της κυρίαρχης ιδεολογίας και την υπερπροβολή ενός σάπιου και ανθρωποφάγου συστήματος, με την αλληλεγγύη φτωχών και καταπιεσμένων να είναι ζητούμενο.

Πέρα από τη μείωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης, έχει αλλάξει και η σύνθεσή της, με ένα μεγάλο κομμάτι της και τους εργάτες γης να αποτελείται από μετανάστες προερχόμενους από ανατολικές, ασιατικές, αφρικανικές χώρες και την Αλβανία κλπ.
Οι επιδοτήσεις, που εμείς λέγαμε από το 1980 ότι χρυσώνουν το χάπι και κάποια στιγμή θα κοπούν, καταργούνται. Η φτωχομεσαία αγροτιά εξαφανίζεται. Απειλούνται ακόμη και αυτοί οι αγρότες που καλλιεργούν πλέον εκατοντάδες και όχι μερικές δεκάδες στρέμματα (ιδιόκτητα ή νοικιασμένα).

Με έναν άλλο τρόπο, επιδότηση νέων μικρών επιχειρήσεων, -άλλο ένα «τερτίπι» της ΕΕ- ανοίγουν το ένα μετά το άλλο κάποια μαγαζιά, που σε λίγο καιρό κλείνουν, η ανεργία, η ελαστική, ωρομίσθια εργασία φουντώνει, η νεολαία μεταναστεύει, η ψαλίδα πλούτου-φτώχειας μεγαλώνει.

Όλα αυτά κάνουν τη δουλειά μας πιο δύσκολη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μελετήσουμε όσο μπορούμε πιο βαθιά τα φαινόμενα αυτά. Να βρίσκουμε τον τρόπο να μιλήσουμε σε όλον αυτόν τον κόσμο που καταστρέφεται. Να κάνουμε επιλογή των χώρων που παρεμβαίνουμε. Να παρεμβαίνουμε σταθερά και σε βάθος χρόνου, όπου αποφασίσουμε να παρέμβουμε.

Να γίνουμε ακόμη πιο ευέλικτοι στην τακτική μας

Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και για όλες τις παρεμβάσεις μας. Κρατώντας την ουσία, να γίνουμε τεχνίτες και ευλύγιστοι στην τακτική και στη μορφή των παρεμβάσεών μας, σε όλα τα επίπεδα (εφημερίδα, πρωτοβουλίες, εκδόσεις, έντυπα, προκηρύξεις, αφίσες, ιστοσελίδες, πολιτιστικές, μουσικές, εικαστικές δράσεις, εκδρομές, ΜΜΕ, κείμενα κλπ).

Να λάβουμε υπόψη τη θετική εμπειρία των πολιτιστικών μας χώρων και των ιστοτόπων μας, για να μπορέσουμε να κάνουμε όσο το δυνατό πιο πλατιά γνωστό το περιεχόμενο των θέσεών μας -τις πολιτικές αναλύσεις και αλήθειες που πραγματικά διαθέτει η οργάνωσή μας- και να αποκτήσουμε επαφές και δεσμούς με περισσότερο κόσμο.

Η μορφή της εφημερίδας μας πρέπει να βελτιωθεί. Αν λάβουμε υπόψη ότι όταν κάποιος απλός σύντροφος ή εργαζόμενος παίρνει την εφημερίδα, εκείνα που διαβάζει πρώτα είναι τις στήλες «Με άλλη ματιά», «Δεκαπενθήμερο», «διαγωνίως», τις «Πύλες του Πολιτικού παράδοξου», την κινηματογραφική κριτική, τις εκδηλώσεις του «Σήματος» και άλλα μικρότερα κείμενα, τις ανταποκρίσεις και τις έγχρωμες σελίδες, πρέπει τα περισσότερα κείμενα να είναι μικρά, να σπάνε με υπότιτλους, κάποια σχετικά αυτοτελή τμήματα τους να μπαίνουν σε πλαίσια, να υπάρχουν περισσότερες φωτογραφίες, γελοιογραφίες κλπ. Ακόμη στην πρώτη σελίδα, σε μια κατακόρυφη στήλη να επισημαίνονται τα σημαντικά άρθρα της, με παραπομπές στους αριθμούς των εσωτερικών σελίδων και η τελευταία σελίδα, όπως γίνεται τελευταία, να έχει δυο άρθρα.

Εννοείται ότι υπολειπόμαστε όλοι στη διακίνηση της εφημερίδας για την οποία θα πρέπει να μπει πλάνο για τον κάθε σύντροφο. Ακόμη πρέπει να διευρυνθεί με αποφασιστικό τρόπο ο κύκλος των συντρόφων που γράφουν, ενώ και η παραμικρή ανταπόκριση να είναι για όλους υποχρεωτική, στοιχεία που καθιστούν πιο φρέσκια, πιο ζωντανή την εφημερίδα.

Οι προκηρύξεις μας να είναι πολύ προσεγμένες, σύντομες, ουσιαστικές και «ελκυστικές» για ανάγνωση (πχ ο τίτλος να τραβάει κάποιον να τη διαβάσει, να υπάρχουν παράγραφοι, τονισμένες φράσεις, πιθανόν να χρειαστεί να είναι γραμμένη και σε δεύτερη γλώσσα, ξένη κλπ).
Ακόμη πέρα από τα γενικά πολιτικά ζητήματα, για τα οποία θα γίνεται μια γενική πολιτική παρέμβαση, θα πρέπει να ξεκινάμε από τα «μικρά», τα καθημερινά, τα τοπικά προβλήματα, τα προβλήματα του χώρου, γιατί εκεί πάνω μπορεί κάποιος να αντιληφθεί την ουσία των θέσεων και τις διαφορές, τη σωστή και τη λάθος γραμμή και μέσα από αυτή την επαφή να φτάσουμε στα «μεγάλα» και γενικά.

Στις θέσεις επίσης διατυπώνεται η άποψη ότι «δεν πρέπει να μας διαφεύγει η ραγδαία εξάπλωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media), η ευρεία χρήση του διαδικτύου (internet), του κινητού, η ισχυρή καταθλιπτική επιρροή των ΜΜΕ, που οδηγούν σε μια πλήρη εξατομίκευση, στον εξανδραποδισμό – εκμαυλισμό της κοινωνίας, στην επιβολή κυρίαρχων αστικών προτύπων, στα «γούστα», στην ένδυση, στη θέση της γυναίκας, ακόμη και στη μορφή, στην εκφορά και στη λεξιπενία του λόγου, στον ατομικισμό και στις αυταπάτες της παρέμβασης δήθεν μέσω αυτών των μηχανισμών και της επίτευξης μιας επίπλαστης, ανύπαρκτης συλλογικότητας».

Σε όλα αυτά η απάντηση είναι η συλλογικότητα, απέναντι στην ατομικότητα που καλλιεργούν. Πέρα από τις παρεμβάσεις, πολιτικές και συνδικαλιστικές, που συμβάλλουν στην ταξική συλλογικότητα, πρέπει να εμπλουτίσουμε κι άλλο τους πολιτιστικούς μας χώρους, με εκδηλώσεις σε ιστορικά, φιλοσοφικά, κοινωνικά ζητήματα, τέχνης, ποίησης και λογοτεχνίας, προβολές, χορό, θέατρο, γλέντια, εκδρομές, περιηγήσεις, ξεναγήσεις -που ήδη με επιτυχία κάνουμε- και με ακόμη πιο επιτυχημένα θερινά κάμπινγκ. Να ανοίξουμε τις παρέες μας -ιδιαίτερα οι νεολαίοι μας- και μέσα απ’ αυτές να μιλήσουμε για έναν άλλο συλλογικό τρόπο ζωής, με καθημερινές ανθρώπινες σχέσεις και εκδηλώσεις.

Και επειδή ζούμε σε «χαλεπούς καιρούς», μη νομίσει κανείς ότι κάνοντας όλα αυτά κι ακόμη όσα άλλα κατατεθούν στον προσυνεδριακό διάλογο θα έχουμε εντυπωσιακά αποτελέσματα. Οι μεταβολές θα είναι πάλι ποσοτικές. Οι συνειδήσεις δεν αλλάζουν εύκολα, όσο πιο καλά κι αν τα πει κάποιος. Αυτό γίνεται μέσα από την ταξική πάλη και κυρίως στις μεγάλες καμπές της, σε μεγάλες κρίσεις, όπου «πρέπει να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις».

Ο δρόμος είναι μακρύς και δύσκολος.
Εμείς, έτσι κι αλλιώς, πρέπει να ανταποκριθούμε στα καθήκοντα που μας βάζουν οι Θέσεις για το 7ο Συνέδριο.

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το