Εκτενή αποσπάσματα από ενδιαφέρον άρθρο που έγραψε ο Γιώργης-Βύρων Δάβος

Η τραγωδία της Μαρσινέλ το 1952 ήταν το μεγαλύτερο εργατικό δυστύχημα στην Ευρώπη – Ανέδειξε τραγικά την απάνθρωπη φύση του καπιταλισμού

H 8η Αυγούστου 1956 έχει μείνει στην παγκόσμια ιστορία του εργατικού κινήματος σαν ένα θλιβερό ορόσημο. Γιατί εκείνη την ημέρα στο ανθρακωρυχείο του Μπουά ντε Καζιέ στη Μαρσινέλ του Βελγίου σημειώθηκε η μεγαλύτερη εργατική τραγωδία στην Ευρώπη, με 262 νεκρούς, και μία από τις πιο αξιοσημείωτες ποτέ σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο αντίκτυπός της και ο μεγάλος αριθμός των νεκρών ανθρακωρύχων ήταν τέτοιος, που σημάδεψε τις μνήμες και τις κοινωνίες τουλάχιστον σε δύο χώρες. Από τη μία το Βέλγιο, που όχι μόνον θρήνησε 95 πολίτες του, αλλά είδε και να τραυματίζεται ο μύθος του βιομηχανικού “Ελντοράντο” της Ευρώπης, καθώς η χώρα ευνοημένη από τη μεταπολεμική Συμφωνία Χάλυβα-Άνθρακα ετοιμαζόταν να αποτελέσει το οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο της ηπείρου. Ήταν η εποχή που τα εργοστάσια και τα ορυχεία του Βελγίου χρειάζονταν φθηνά εργατικά χέρια και οι καθημαγμένες χώρες του Νότου τα τροφοδοτούσαν με χιλιάδες μετανάστες την εβδομάδα.

Το 1946 η Ιταλία, που ήθελε να λύσει το πρόβλημα της οικονομίας της με την μετανάστευση του άνεργου δυναμικού της, υπέγραψε με το Βέλγιο Διμερές Πρωτόκολλο για την παροχή 50.000 εργατών στα ορυχεία του, στέλνοντας έως και 2.000 μετανάστες την εβδομάδα. Για τον λόγο αυτόν, η χώρα που συνταράχθηκε περισσότερο από το δυστύχημα στη Μαρσινέλ ήταν ακριβώς η Ιταλία, καθώς 136 Ιταλοί εργάτες έχασαν τη ζωή τους εγκλωβισμένοι στις στοές. Και για να μεγαλώσει η τραγωδία ακόμη περισσότερο, σχεδόν όλα τα θύματα προέρχονταν από τις ίδιες περιοχές της Ιταλίας (60 μόνον από τα Αμπρούτσι, οι 32 από το Μενοπέλο). Άνθρωποι που γνωρίζονταν μεταξύ τους, που ταξίδευσαν παρέα και συμμερίσθηκαν τα ίδια όνειρα, αποβλέποντας στην βελτίωση της ζωής τους και που απεναντίας άφησαν με τον αδόκητο χαμό τους απορφανισμένα ολάκερα χωριά.

Η τραγωδία της Μαρσινέλ επρόκειτο να υπενθυμισθεί και στο εμβληματικό τραγούδι του Έντσο Γιανάτσι No tu No, όπου ο μεγάλος τραγουδοποιός έκανε μνεία στη λαχτάρα του καθημερινού ανθρώπου να συμμετέχει πάση θυσία στον “κοινωνικό ζωολογικό κηπο”και να μην αποκλεισθεί από τον συρμό. Η λογοκρισία της εποχής, όμως, τον ανάγκασε να αφαιρέσει τη στροφή όπου θέλει το υποκείμενο του τραγουδιού να πηγαίνει στο Βέλγιο να δει πώς πεθαίνουν οι ανθρακωρύχοι. Ωστόσο, οι τραγικές συνθήκες της εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης των ξένων εργατών τελικά βρήκαν επίσης με συνταρακτικό τρόπο χώρο στο μνημειώδες κομμάτι του Vicenzina e le fabbriche, για να θυμίζει το κοινωνικό δράμα της μετανάστευσης και της μιζέριας του ανέστιου βιομηχανικού εργάτη.

Η τραγωδία της Μαρσινέλ κυρίως υπενθυμίζει την αρπακτική και απάνθρωπη φύση του καπιταλισμού με τίμημα τον κόπο και τη ζωή των εργατών πάνω στο οποίο αυτός εδράζεται. Γιατί στη Μαρσινέλ η καταστροφή προκλήθηκε από μία αστοχία του συστήματος και από ένα καρότσι-φορτωτήρα. Στο ανθρακωρυχείο ήταν γνωστή και βεβαιωμένη μια μηχανική δυσλειτουργία στο σύστημα ανύψωσης, που έφερνε στην επιφάνεια καρότσια γεμάτα άνθρακα. Το πρωί της 8ης Αυγούστου 1956, οι εργάτες κατέβηκαν στις στοές, παρά το γεγονός ότι το προσωπικό γνώριζε τα τεχνικά προβλήματα, καθώς ένα από τα καρότσια κόλλησε στον αννελκυστήρα, με τη μία πλευρά του να προεξέχει από τον κλωβό του. Λόγω του περίπλοκου και ασαφούς συστήματος σηματοδότησης για τον έλεγχο του ανυψωτικού, προέκυψε λάθος στην επικοινωνία ανάμεσα στον υπεύθυνο για τα σήματα και του φορτωτή του κλωβού. Ο κλωβός ανασηκώθηκε απότομα και χτύπησε πλήθος απροστάτευτων καλωδίων και σωλήνων στην οροφή, συμπεριλαμβανομένου ενός σωλήνα λαδιού. Το καρότσι προξένησε επίσης ζημιές σε δύο ηλεκτρικά καλώδια. Το λάδι, που χυνόταν έξω από τον σωλήνα, ήρθε σε επαφή με τα καλώδια και προκάλεσε φωτιά. Οι φλόγες της εξαπλώθηκαν ταχύτατα, τροφοδοτημένες από περίπου 850 λίτρα λαδιού και και τις ξύλινες δοκούς της υποστήλωσης. Δεν υπήρχαν πυροσβεστήρες στη διάθεση των ανθρακωρύχων και οι περισσότερες από τις πόρτες ασφαλείας ήταν κατασκευασμένες από ξύλο. Επιπλέον, η ζημιά στα ηλεκτρικά καλώδια προκάλεσε μερική διακοπή στον εξαερισμό, με αποτέλεσμα ο τοξικός καπνός να κατακλύσει τους διαδρόμους στο ορυχείο. Και αυτός ο καπνός ήταν που προκάλεσε τον θάνατο των περισσοτέρων εργατών. Μόλις τρεις ανθρακωρύχοι κατάφεραν να φτάσουν στην επιφάνεια λίγο μετά την καταστροφή, με τους περισσότερους που εργάζονταν στις στοές να έχουν αφήσει την τελευταία τους πνοή στα βάθη τους. Οι επιχειρήσεις διάσωσης διήρκεσαν περίπου δύο εβδομάδες. Έμοιαζε να υπάρχει ακόμα κάποια ελπίδα ότι οι ανθρακωρύχοι στα βαθύτερα φρεάτια θα μπορούσαν να είχαν επιβιώσει, αλλά αυτή η ελπίδα διαλύθηκε όταν οι διασώστες επέστρεψαν στην επιφάνεια από τα βαθύτερα επίπεδα φέρνοντας το στυγερό μήνυμα “tutti cadaveri” (μόνο πτώματα).

Ο θρήνος στις δύο χώρες ήταν αβάστακτος, ιδιαίτερα όμως βάρυνε η τραγωδία στην ίδια την Ιταλία, απ’ όπου ξεκινούσαν με ελπίδες και όνειρα χιλιάδες απόκληροι από τον Νότο κυρίως, που έβλεπαν μόνη τους ελπίδα τον πλούσιο Βορρά, είτε της πατρίδας τους, είτε της Ευρώπης. Άνθρωποι που στρατολογούνταν χάρις στις ονομαστές “ροζ αφίσες”, που τους υπόσχονταν ζωή χαρισάμενη στα Ελντοράντο της Ευρώπης. Υποσχέσεις που ούτε στην αρχή, ούτε και αργότερα επαληθεύτηκαν. Έπρεπε να χύσουν αίμα κι ιδρώτα για πολλά χρόνια, ώσπου να έλθει κάποια βελτίωση στις συνθήκες εργασίας, τους μισθούς, στην κοινωνική ενσωμάτωση όλων εκείνων των μεταναστών από τον Νότο.

Ενώ ουσιαστικά ήταν μια ευκαιρία για πολλούς να βγουν από την πείνα από τη μεταπολεμική κρίση, από την άλλη, το τίμημα που χρειαζόταν ανά καιρούς να καταβληθεί, με χιλιάδες τραυματίες και πολλούς νεκρούς (μόνο στο Βέλγιο 500 Ιταλοί την περίοδο 1946-55 συν τον κοινωνικό στιγματισμό) και με αποκορύφωμα την τραγωδία της Μαρσινέλ, συγκλόνισε τον κόσμο της εργασίας. Και όσο ποτέ άλλοτε έκανε, και μέσα από τους αγώνες στη δεκαετία του ‘60, επιτακτική την ανάγκη να θεσπισθούν μέτρα όσον αφορά την ασφάλεια της ζωντανής εργασίας το συντομότερο δυνατό.

Το δράμα της Μαρσινέλ και ο γοερός του αντίκτυπος κατέδειξε (σε πείσμα του κάθε ευσεβούς πόθου των όποιων μεταρρυθμιστών) πως ο αψύς καπιταλισμός διαψεύδει κάθε θεωρία για τον έλεγχο των κινδύνων, την πρόβλεψη των καταστροφών και την έγνοια στον άνθρωπο και την εργασία του. Ο πόθος για το υπερκέρδος και την εκμετάλλευση της υπεραξίας της εργασίας συντρίβει κάθε ερμηνεία.

πηγή: kosmodromio.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το