Δημήτρης Μαυρίδης

Το να ανοίξουμε μια συζήτηση για το τι συμβαίνει σ’ ολόκληρο τον κόσμο σχετικά με κάποιο φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας τη στιγμή που αυτό εκτυλίσσεται στην ίδια τη γειτονιά μας, στο πλαίσιο της ελληνικής πραγματικότητας, είναι προφανέστατη εθελοτυφλία και στρουθοκαμηλισμός. Επίσης, θεωρείται εντελώς υποκριτικό, κάθε φορά που το φαινόμενο εκδηλώνεται στην ακραία του μορφή και με τον ίδιο συνήθως τρόπο, να αναζητούμε υπευθύνους και αιτίες εκ των προτέρων γνωστές και χιλιοσυζητημένες. Και μάλιστα σε μια κοινωνία όπου το άτομο κλείνει τα μάτια σε οτιδήποτε δεν αγγίζει το στενό οικογενειακό του περιβάλλον μέχρι «το κακό» να χτυπήσει την πόρτα του. Έτσι, με αφορμή τα τελευταία περιστατικά γυναικοκτονιών στην χώρα μας, ανεχόμαστε, για μια ακόμη φορά, τις απόψεις κάθε λογής άσχετων αλλά και ειδικών – συμπεριλαμβανομένων και δημοσιογράφων του αστυνομικού ρεπορτάζ – οι οποίοι κάνουν λόγο απλώς για εγκλήματα «τιμής» και «πάθους» και, επιπλέον, καλούμαστε να αποδείξουμε στους ενεούς(!) από την αποκάλυψη του δράστη του πρόσφατου φονικού πράγματα αυτονόητα σ’ ό, τι αφορά τη δομή και τη νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας που γεννούν τα εν λόγω εγκλήματα.

Στη χώρα μας η γυναικοκτονία – που αποτελεί την πιο ακραία εκδήλωση της έμφυλης βίας -, όταν διαπραχθεί, είθισται να χαρακτηρίζεται με μεγάλη σπουδή είτε ως έγκλημα αποκατάστασης της τιμής του δράστη είτε ως πράξη ανεξέλεγκτου πάθους που οφείλεται στην ένταση που μπορεί να δημιουργηθεί στο πλαίσιο μιας ερωτικής, συντροφικής ή συζυγικής σχέσης. Πρόκειται, στις περισσότερες περιπτώσεις, για δολοφονίες προαναγγελθείσες από καιρό και, εφόσον δε διαπραχθούν με τρόπο ειδεχθή και αποτρόπαιο, ο δράστης «τη βγάζει» με λίγα χρόνια φυλάκισης και με το κούτελό του καθαρό απέναντι στην πατριαρχικής υφής ελληνική κοινωνία. Γιατί, πράγματι, ο φόνος μιας γυναίκας από το σύζυγο ή τον της ερωτικό σύντροφο συνήθως δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια επιβολής της εξουσίας του δράστη στη διάρκεια της οποίας συμβαίνει το μοιραίο. Μιας εξουσίας βαθιά ριζωμένης στη συνείδηση ανδρών και γυναικών, που εμφιλοχωρεί – όσα χρόνια κι αν περάσουν – με την ύπουλη μορφή ενός αταβιστικού φαινομένου και ορίζει θύματα και θύτες στο πλαίσιο μιας «φυσιολογικής» για πολλούς νομοτέλεια.

Ωστόσο, το ερώτημα που προκύπτει δεν αφορά τόσο στην ερμηνεία της στάσης ενός αγνώστου αριθμού ανδρών απέναντι στο ζήτημα της γυναικοκτονίας και της a priori, κατ’ αυτούς, ύπαρξης ελαφρυντικών στην πράξη του δράστη. Γιατί αφενός μεν κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει και αφετέρου θα ήταν ανόητος κάποιος να απεμπολήσει τα αιώνια προνόμια που απολαμβάνει ως άνδρας σε μια σύγχρονη πατριαρχική κοινωνία. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στη στάση και στα όρια ανοχής που θέτουν ορισμένες γυναίκες απέναντι στη γυναικοκτονία και εν γένει στη συμπεριφορά της μισογυνικής αυτής κοινωνίας, μέσα στην οποία αποτελούν μάλιστα την πλειοψηφία. Ας δούμε, όμως, πώς εξελίσσεται η ζωή μιας γυναίκας στην Ελλάδα και πώς η ίδια – φυλακισμένη σε ένα πλέγμα ενοχών που η ίδια η πατριαρχία τής έχει δημιουργήσει – φτάνει στο σημείο να δείχνει παραδόξως αρκετή ανοχή στα μισογυνικά ξεσπάσματα της κοινωνίας, ώστε να αναζητά πολλές φορές η ίδια τα ελαφρυντικά του δράστη μιας γυναικοκτονίας. Στο σημείο αυτό καθίσταται απαραίτητη η επισήμανση ότι καμιά διάθεση δεν υπάρχει από την πλευρά του γράφοντος για «εισβολή» στο πεδίο της επιστήμης της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας, αλλά, εν προκειμένω, παρατίθεται απλώς ένας συλλογισμός που μπορεί να εμπεριέχει χονδροκομμένες αλήθειες πάνω στον υπό διαπραγμάτευση προβληματισμό.

Τα τελευταία τριάντα χρόνια ολοένα και λιγότερες γυναίκες έβλεπαν μες την οικογένειά τους τον πατέρα – δυνάστη, τον πατέρα – κουβαλητή και το μεγάλο αδελφό – ελλείψει του πατέρα – σε ρόλο υπευθύνου για τη ζωή τους και την αποκατάστασή τους. Κι αυτό γιατί από τη δεκαετία του ’90 και μετά η γυναίκα είτε ως μητέρα είτε ως αδελφή συμμετείχε ενεργά και εξίσου σε όλες τις εκτός σπιτιού οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες μιας οικογένειας. Γυναίκες πολιτικοί, γυναίκες επιχειρηματίες, γυναίκες εργοδηγοί, πιλότοι και πυροσβέστες δεν αποτελούν πλέον κάτι το σπάνιο στα μάτια του σημερινού σαραντάρη. Ωστόσο, παρά το δυναμισμό και την κυριαρχία των γυναικών σε πολλά επαγγέλματα και δραστηριότητες της οικονομικής και κοινωνικής ζωής αυτού του τόπου, δυστυχώς, εξακολουθούν να υπάρχουν περιστάσεις στην ελληνική καθημερινότητα και πραγματικότητα στις οποίες είτε αποτυπώνεται εξόφθαλμα είτε υπολανθάνει η επιθυμία διαιώνισης του καλά εγκαθιδρυμένου πατριαρχικού μοντέλου. Οι βασικοί φορείς κοινωνικοποίησης αναλαμβάνουν πάντα με συνέπεια τη διαμόρφωση συνθηκών για την επίτευξη του παραπάνω στόχου. Κι επειδή μιλάμε για το 2021, δε θα αναφερθούμε τόσο στο ρόλο της οικογένειας και του σχολείου όσο σε κάποιους φορείς που μέχρι πρότινος τοποθετούνταν στην ιεραρχία χαμηλότερα από τους δύο προαναφερθέντες υπό τον τίτλο «τριτογενείς φορείς κοινωνικοποίησης».

Πιο συγκεκριμένα, κανείς δε φανταζόταν ότι στο τέλος του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα η εκκλησία και τα κηρύγματά της θα έπαιζαν τόσο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοσμοαντίληψης μίας γυναίκας, τη στιγμή που στο συγκεκριμένο χώρο η εκπλήρωση του μητρικού ρόλου της γυναίκας θεωρείται ένας εκ των ων ουκ άνευ όρος για την «τελείωσή» της, μια προϋπόθεση και μια απαίτηση που εκ των πραγμάτων την οδηγεί σε σύγκρουση με τους κοινωνικούς ρόλους που αναλαμβάνει στη σύγχρονη εποχή. Το αποτέλεσμα, φυσικά, είναι η συσσώρευση μιας πληθώρας ενοχών στη συνείδηση μιας γυναίκας η οποία έχει το σθένος να κάνει τις δικές της επιλογές και μπορεί να καθορίζει τη ζωή και το σώμα της αυτοβούλως. Συνεπώς, το σπάσιμο αυτών των δεσμών ίσως και να θεωρείται η μεγαλύτερη επανάσταση της ελληνίδας γυναίκας. Γιατί με τη ρήξη αυτή η γυναίκα απεγκλωβίζεται συνολικά από το πατριαρχικό πλαίσιο το οποίο καθορίζει αναμφισβήτητα όλες τις εκφάνσεις του ελληνικού κοινωνικού βίου. Εξάλλου, η ερμηνεία του κόσμου με μεταφυσικούς κι όχι με λογικούς όρους γίνεται εκ του πονηρού και εξυπηρετεί συγκεκριμένες ομάδες και πιο συγκεκριμένα… την κυρίαρχη. Οι άλλοι δύο φορείς, το κράτος και τα μίντια, λειτουργούν συμπληρωματικά προς τον πρώτο και σχεδόν πάντα συγκεκαλυμμένα. Το κράτος, από τη μια, εθελοτυφλεί μπροστά στα πραγματικά προβλήματα της σύγχρονης γυναίκας, στην αδικία που υφίσταται στον εργασιακό τομέα και στην απόδοση δικαιοσύνης ενώ, από την άλλη, τα ΜΜΕ θέτουν τον πήχη της «πετυχημένης» γυναίκας ολοένα και ψηλότερα, σε επίπεδα ουτοπικά, εξαναγκάζοντάς τη να επιδίδεται σε έναν χιμαιρικό αγώνα δρόμου κατάκτησης της απόλυτης ομορφιάς και της τέλειας μητρότητας. Ωστόσο, σπανίζουν οι αναφορές στις εργαζόμενες γυναίκες της βιοπάλης και κυρίως στις δυσκολίες και τα προσκόμματα που αυτές αντιμετωπίζουν στον εργασιακό τους χώρο. Παράλληλα, με πολύ μεγάλη ευκολία θα διατυπωθεί μια σεξιστική άποψη σε κάποιο νυχτάδικο(sic) ή κάποια συμβουλή επί των αισθηματικών σε κάποιο πρωινάδικο υποδαυλίζοντας ακόμη περισσότερο το τεχνητό αίσθημα ανεπάρκειας της γυναίκας τηλεθεάτριας. Απώτερος στόχος, φυσικά, είναι η εμφύσηση σ’ αυτήν μιας ιδέας ότι η δράση πέρα από τον χώρο της κουζίνας δεν της ταιριάζει και, εν ολίγοις, αυτό έχει τελεσφορήσει με τη συνδρομή της συντηρητικής, εσχάτως, στροφής της ελληνικής κοινωνίας.

Η επικράτηση, άλλωστε, της Alt-Right ρητορικής στην ελληνική κοινωνία είναι αναμφισβήτητη και δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να εκφράσει μέσα από κάθε κανάλι πληροφόρησης απόψεις μισογυνικές και να επιρρίψει ευθύνες σε γυναίκες – θύματα της πατριαρχικής ελληνικής κοινωνίας. Σκυλεύει ατιμωρητί γυναίκες νεκρές από συντρόφους και συζύγους, κορμιά βιασμένα και ψυχές γεμάτες ενοχές που το ίδιο το περιβάλλον καλλιέργησε, ενώ η πολιτεία ανερυθρίαστα συναινεί με τη σιωπή της. Και το χειρότερο, η φασίζουσα αυτή τάση συνεπικουρείται και από κάποιες γυναίκες που με το δημόσιο λόγο και την ανοχή τους δίνουν ελαφρυντικά σε δράστες που δολοφονούν ομόφυλες μόνο και μόνο εξαιτίας του φύλου τους. Αποτελεί, λοιπόν, πρόκληση για τη σύγχρονη ελληνίδα αν θα καταφέρει να ξεπεράσει τα πατριαρχικά στερεότυπα που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την κοσμοαντίληψη και τη συμπεριφορά της. Και η μεγαλύτερη επανάστασή της θα είναι να απορρίψει κάποτε το ναζιστικής προελεύσεως σύνθημα Kinder, Kirche, Küche – ή, αν προτιμά, το χουντικής επινοήσεως «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» – που για δεκαετίες υπήρξε εργαλείο της χειραγώγησης και η αιτία της υποδούλωσής της σ’ έναν κόσμο κομμένο και ραμμένο από άντρες, ιδανικό για άντρες.

Μαυρίδης Δημήτρης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το