Πιο πολύ κι από τους τρεις –μέχρι στιγμής– νεκρούς μετανάστες στον Εβρο, πιο πολύ κι από την (ενσώματη ή σοσιαλμιντιακή) κινητοποίηση του εγχώριου κι εξ Εσπερίας φασισταριού, η ανησυχητικότερη τροπή του τελευταίου δεκαπενθημέρου είναι ο ενθουσιασμός με τον οποίο τα ΜΜΕ και οι οργανικοί διανοούμενοι του ευρύτερου φιλελεύθερου χώρου υποδέχθηκαν αυτές τις εξελίξεις.

Οι υποκριτικές καταγγελίες της απανθρωπιάς του Ερντογάν, ως προπέτασμα για την αναγόρευση των άοπλων κατατρεγμένων σε νόμιμους στόχους για πραγματικά πυρά, δύσκολα κρύβουν τη χαρά όσων είδαν στην προσφυγική κρίση μια θεόσταλτη ευκαιρία για τη δρομολόγηση της κοινωνικής μηχανικής που θ’ αλλάξει μια για πάντα την ελληνική κοινωνία – εξαλείφοντας όσα ανακλαστικά ανθρώπινης αλληλεγγύης είχαν απομείνει από την ύστερη Μεταπολίτευση ή αναζωπυρώθηκαν λόγω μνημονίων, με ύστατη αναλαμπή το φθινόπωρο του 2015.

Για ακόμη μια φορά διαπιστώνουμε πως ο εθνικισμός και ο ρατσισμός αποτελούν το ανώτερο στάδιο του οικονομικού φιλελευθερισμού, την τελική εκδοχή τού «ο καθένας για την πάρτη του»· ανασυνθέτοντας φυσικά στην πορεία τις δικές τους ανθρωποφάγες συλλογικότητες στη βάση της εντοπιότητας και της «φυλής», πάνω στα συντρίμμια των προσπαθειών για έναν κοινωνικά δίκαιο επιμερισμό του λογαριασμού της κρίσης μεταξύ πλουσίων, φτωχών και μεσοστρωμάτων. Οπως εύστοχα διέγνωσε κάποτε ο Μπρεχτ για τους δικούς του αφηνιασμένους ομοεθνείς, ο εκφασισμός μιας κοινωνίας προϋποθέτει την προηγούμενη ταπείνωση των πολλών στο πεδίο της ταξικής πάλης.

Η προοπτική μιας στρατοπεδικής κοινωνίας, χρηματοδοτημένης από την Ε.Ε., με πρώτους εγκλείστους τους ανεπιθύμητους πρόσφυγες, μοιραία θα επιφέρει την ανάπτυξη χιτλερικών λογικών στην κοινωνία που θα ψωμίζεται από (ή θα συμβιώνει αδιαμαρτύρητα με) την ύπαρξη των «κλειστών δομών».

Για να διαχειριστεί ψυχικά και να νομιμοποιήσει νοερά την ιδέα του μακροχρόνιου εγκλεισμού ολόκληρων οικογενειών που απλώς αναζήτησαν κάποια οδό σωτηρίας από τα σφαγεία της Μέσης Ανατολής, ο μέσος πολίτης θα μάθει να βλέπει τους ενοίκους αυτών των στρατοπέδων σαν ενσαρκώσεις του εξωτερικού εχθρού και, προοπτικά, σαν «υπανθρώπους». Το εύρος και η τύχη του εσωτερικού εχθρού θα καθοριστούν, φυσικά, από τις εξελίξεις.

Φιλελευθερισμός με αγκύλες

Το πιο επίφοβο για τις προοπτικές της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι, ως εκ τούτου, οι κραυγές του «Μακελειού» ή των πρώην αλεξιπτωτιστών, που ανακάλυψαν στη στρατιωτική τους θητεία την καταξίωση που στερούνταν στην υπόλοιπη ζωή τους κι ονειρεύονται να την επαναλάβουν, θερίζοντας με ζωντανά πυρά τους απόκληρους της Οικουμένης.

Είναι ο ενθουσιασμός ενός Ηλία Κανέλλη, όταν καμαρώνει στην ΕΡΤ 1 (9/3) πως ο ενεργός περίγυρος των εγχώριων ναζί βρήκε πλέον φιλόξενη στέγη στην αγκαλιά της Ν.Δ. – βουλευτής της οποίας, επιφανής δημοσιογράφος της «Καθημερινής» και του ΣΚΑΪ, ονειρευόταν άλλωστε προ επταετίας «μια σοβαρή Χρυσή Αυγή».

Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η απροκάλυπτη χαρά της ίδιας της «Καθημερινής», όταν ο διευθυντής της διακηρύσσει πως «χρειαζόμαστε ένα κράτος που μπορεί να λειτουργεί με επαγγελματισμό και –ενίοτε– με σκληρότητα», αποφαίνεται ότι «το ελληνικό κράτος “ενηλικιώθηκε” με απότομο τρόπο αυτές τις μέρες, γιατί έφερε εις πέρας μια αποστολή που είναι δυσάρεστη, σχεδόν απάνθρωπη» και συγχαίρει γι’ αυτό την κυβέρνηση Μητσοτάκη: «Οταν υπάρχει πολιτική βούληση, σαφείς εντολές και ηγεσία, το ελληνικό κράτος τα βγάζει πέρα μια χαρά» (5/3).

Ωμότητα την οποία επενδύουν ιδεολογικά φωνές λιγότερο αυτοσυγκρατημένες και με καθαρότερο ιδεολογικό πρόσημο. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος παρομοιάζει έτσι τους μετανάστες με μολυσματικό «ιό» που απειλεί την Ευρώπη (1/3)· καταγγέλλει κάθε αντίθεση στον ρατσισμό σαν «βιασμό» της ελληνικής κοινωνίας, που «δεν μπορεί να δεχθεί τον ταλαίπωρο Αφγανό ως στοιχείο εμπλουτισμού της», καθώς «έχει και η πτώχευση τα όριά της» (1/3)· θεωρεί πως «ο Ελληνας στον σταθμό του Μονάχου δεν έχει σχέση με τον Αφγανό στην πλατεία Βικτωρίας», προφανώς λόγω ευγενέστερου DNA (8/3)· ανακουφίζεται διαπιστώνοντας ότι «δεν μιλάμε πια για πρόσφυγες», που (κατά τη δική του ερμηνεία του διεθνούς δικαίου) «είναι υποχρεωμένοι να φέρουν ταξιδιωτικά έγγραφα» για να «έχουν δικαιώματα που δεν έχουν οι μετανάστες» (3/3)· πανηγυρίζει πως «είναι πλέον άκυρη η “ανθρωπιστική” ρητορεία που ενοχοποιούσε όποιον τολμούσε να αντιδράσει» στην περίθαλψη προσφύγων, αυτή η «προοδευτική σάλτσα σοσιαλδημοκρατίας και φιλελευθερισμού που έχει αντιδράσεις σκύλου του Παβλόφ μόλις μυριστεί δικαιώματα» (3/3)· και, φυσικά, ονειρεύεται την περιθωριοποίηση του αντεθνικού εσωτερικού εχθρού, της Αριστεράς, που «εδώ και χρόνια ψάχνει τον εαυτό της και το πιθανότερο είναι να τον ξαναβρεί στο μικρό σπιτάκι στον κήπο της πολιτικής ζωής» (4/3).

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Στέφανος Κασιμάτης επιχαίρει κι αυτός (4/3) για το γεγονός ότι το «κλίμα εθνικής ομοψυχίας που έχει προκαλέσει η απόπειρα εισβολής στα σύνορα» ισοδυναμεί με «δύσκολο καιρό για αριστερούς», ακόμη κι όταν αυτοί εισηγούνται τα μετριοπαθώς αυτονόητα: «ζητώντας αποσυμφόρηση» των νησιών και της χώρας, αποφαίνεται, «αυτό που ζητεί ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι να παραιτηθεί η χώρα της υπεράσπισης των συνόρων της. Βρίσκεται, δηλαδή, στην αντίθετη θέση από την εθνική γραμμή».

Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε κι άλλα παραδείγματα. Οπως ακριβώς και στη μακρινή αλλά τόσο επίκαιρη δεκαετία του 1930, το φιλελεύθερο επίχρισμα παραχωρεί σιγά σιγά τη θέση του στη φαιοπράσινη στολή των λοκατζήδων, με πιθανή κατάληξη το απλώς φαιό.

Σε όσους αναρωτιούνται πώς είναι δυνατή μια τέτοια εξέλιξη, θα συνιστούσαμε να ξεφυλλίσουν την «Καθημερινή» του 1936. Δυο πτυχές της αρθρογραφίας της αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή και θα μας απασχολήσουν εδώ: τα ρεπορτάζ της Ελένης Βλάχου, (μοναχοκόρης και διαδόχου του ιδρυτή, εκδότη και διευθυντή της Γεωργίου Βλάχου), από τη χιτλερική Ολυμπιάδα εκείνου του καλοκαιριού και τα κύρια άρθρα του πατέρα της μετά την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας, τις ίδιες ακριβώς μέρες.

Και στις δυο περιπτώσεις, η ταύτιση με το φασιστικό μοντέλο «εθνικής αναγέννησης» και πάταξης του εσωτερικού εχθρού ήταν τόσο ενθουσιώδης, ώστε να προκαλεί αθέλητους συνειρμούς.

Η «αφάνταστη χιτλερική τελειότητα»

https://www.efsyn.gr/sites/default/files/images/2020/03/90-kathimerini.png

Στην πρώτη κιόλας ανταπόκρισή της από το ολυμπιακό Βερολίνο (31/7/1936), η Ελένη Βλάχου –που υπέγραφε τότε με το συζυγικό επώνυμό της, ως Ελένη Ι. Αρβανιτίδη– ξεκαθαρίζει ευθαρσώς την προσωπική της οπτική για τα τεκταινόμενα: «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες», εξηγεί, «είναι μια αφορμή, η ωραιοτέρα που μπορούσε να γίνη, ειρηνική, γεμάτη νειάτα και χαρά, για να επιδείξη το Τρίτον Ράιχ την αφάνταστη τελειότητα της οργανώσεώς του».

Η επεξήγηση αυτής της διαπίστωσης είναι εξαιρετικά διαφωτιστική για τη συνολική πρόσληψη φίλων και εχθρών: «Εις το Βερολίνο, αυτές τις μέρες, νομίζει κανείς ότι ζει σε άλλο πλανήτη […]. Η επανάστασις [του Φράνκο] στην Ισπανία, ο κομμουνισμός που ξαπλώνει στην Ευρώπη την σκοτεινή του απειλή, οι εξοπλισμοί, η κρίσις, όλα αυτά είναι πεταμένα στις γωνιές των γερμανικών εφημερίδων, με μικρούλικα γράμματα και δεν τα διαβάζει κανείς. Αυτές οι δεκαπέντε μέρες δεν ανήκουν στον αιώνα μας. Είναι κλεμένες από τα καλά παληά χρόνια και θα περάσουν πολύ γρήγορα γι’ αυτούς που έχουν την τύχη να βρίσκωνται εδώ. Η πρώτη φυσική ανταρσία κάθε Ελληνος που θα βρεθή μπροστά σε μια κατάσταση τόσο καλά διωργανωμένη, ώστε να μην μπορή να βρη τίποτε διά να επικρίνη, έσβυσε ήδη για μένα. Από αύριο θα θαυμάζω τα πάντα, θα μαθαίνω τα “ρεκόρ” απ’ έξω, θα υπακούω σ’ όλους τους κανονισμούς και θα διασχίζω τους δρόμους ανάμεσα στα καρφιά και όχι όπου έχω κέφι… Η γερμανική πειθαρχία μού επεβλήθη ήδη. Χάιλ Χίτλερ!».

Εξίσου εύγλωττες οι εντυπώσεις της από τη φευγαλέα γνωριμία με τον αρχιτέκτονα της ναζιστικής προπαγάνδας, που επιβεβαίωσε μια ήδη σχηματισμένη εικόνα (2/8):

«Χθες βράδυ, ο Δόκτωρ Γκαίμπελς είχε καλέσει όλους τους αντιπροσώπους του Τύπου σε γεύμα. Για πρώτη φορά ίσως στην ιστορία της δημοσιογραφίας, χίλιοι διακόσιοι δημοσιογράφοι κάθισαν να φάνε στο ίδιο τραπέζι. Μετά το τέλος του γεύματος, αφού διάφορα μέλη της Ολυμπιακής Επιτροπής εξεφώνησαν λόγους, και αφού ο Γκαίμπελς, ίσως ο καλύτερος ρήτωρ της Γερμανίας, μετά από τον Χίτλερ, τους απήντησε, άρχισε ένας σκληρότατος αγών μεταξύ 1.200, ποιος θα κατορθώση να τον πλησιάση και να του μιλήση. Μεταξύ των πρώτων πενήντα ήμουν και εγώ. Με την βοήθεια ενός ανωτέρου υπαλλήλου του υπουργείου της Προπαγάνδας, ενίκησα το πλήθος, τον επλησίασα, με εσύστησαν.

Μικρός, κοντός και αδύνατος, ο Γκαίμπελς είναι από τους ανθρώπους των οποίων η εξαιρετική προσωπικότης σού κάνει εντύπωσι μόλις τον γνωρίσης. Ολοζώντανα και μεγάλα μαύρα μάτια χαμένα σ’ ένα στεγνό και νευρικό πρόσωπο, θαυμάσιος τόνος φωνής, χαμόγελο εντελώς παιδικό, αφελές, ανοιχτόκαρδο. Το πρώτο πράγμα που μου είπε πριν προφθάσω ν’ ανοίξω το στόμα μου ήταν: “Σκεφθήκατε, τουλάχιστον, μια και έρχεσθε από την ωραία σας Ελλάδα, να μας φέρετε φως από την Ολυμπία;” Δεν θα υπερβάλω: μιλήσαμε μαζί το πολύ δύο λεπτά. Αλλά σ’ αυτά τα δύο λεπτά προσεπάθησα εγώ να του πω πόσο ευχάριστο είναι να είναι κανείς Ελλην και στο Βερολίνο αυτές τις ημέρες, και αυτός, πόσο ευχάριστο πρέπει να είναι κανείς Ελλην πάντα, και να ζη στην φωτεινή πατρίδα μας».

Καθόλου περίεργη, συνεπώς, η ενθουσιώδης περιγραφή της εναρκτήριας τελετής των Αγώνων με πρωταγωνιστή τον Αδόλφο (4/8): «Ηταν στιγμές αληθινής, βαθειάς συγκινήσεως. Ολοι μαζύ τραγουδούσαμε τον Εθνικό Γερμανικό Υμνο, που αντήχησε βαρύς και επιβλητικός σε μια ατμόσφαιρα σχεδόν θρησκευτικής προσηλώσεως, όλοι μαζύ ξεσπάσαμε σε χειροκροτήματα όταν πρώτη–πρώτη ενεφανίσθη από μια μακρινή είσοδο η Ελληνική Σημαία, η Ελληνική Ομάς με επικεφαλής τον Σπύρο Λούη. Η εμφάνισις των αθλητών μας ήταν έκτακτη. Με βήμα ωραίο και ταχύ, προχώρησαν, χαιρέτησαν τον Χίτλερ και πήγαν, αφού διέσχισαν το μισό Στάδιο, να τοποθετηθούν εις τον Στίβον».

Ο εθνικός ύμνος που η μελλοντική εκδότρια της «Καθημερινής» τραγούδησε με θρησκευτική προσήλωση ήταν φυσικά το «Η Γερμανία υπεράνω όλων», με τσόντα το ναζιστικό εμβατήριο «Χορστ Βέσελ» προς τιμήν των Ταγμάτων Εφόδου. Στο ίδιο μήκος κύματος, η Ελένη Βλάχου μάς πληροφορεί επίσης πως «εξαιρετικός ενθουσιασμός υπεδέχθη την γαλλική ομάδα, ιδίως όταν είδαν τους Γάλλους αθλητάς να χαιρετούν τον Φύρερ Χιτλερικά, πράγμα που δεν κάναν όλες οι ομάδες».

Τον ενθουσιασμό για το χιτλερικό θαύμα επισφραγίζει η ανάλυση για το αναπόφευκτο της (κοινωνικά ορθής) ενδοευρωπαϊκής ιεραρχίας (9/8): «Ολη αυτή η ιστορία της πειθαρχίας, της σοβαρότητος και της εργατικότητος των Βορείων κρατών και ιδίως της Γερμανίας είναι απλώς και μόνον ζήτημα καιρού, συνεφιάς, θερμοκρασίας. Πώς μπορεί αυτή η διαρκής κατάστασις μελαγχολίας και σκοτεινιάς να μην επιδράση στον χαρακτήρα ενός λαού, να μην καταβάλη τις αδικαιολόγητες φιλοδοξίες, να μην τους καταστρέψη την φαντασία, την μανία της αντιδράσεως, όλα αυτά τα επικίνδυνα ελαττώματα που γεννώνται αυτομάτως κάτω από τον φωτεινό γαλάζιο Αττικό ουρανό; Εδώ ο Γερμανός υπάλληλος, αν τύχη να κοιτάξη έξω από το παράθυρό του, θα αισθανθή πανευτυχής διότι δεν ευρίσκεται στους λασπωμένους δρόμους, αλλά σ’ έναν ευχάριστον, στεγνόν και προστατευμένο χώρο και χωρίς πειρασμούς θα στρωθή στην δουλειά. Που ο δυστυχής ο Ελλην, ο οποίος οκτώ μήνες από τους δώδεκα βλέπει, ενώ αυτός είναι κλεισμένος, έξω να οργιάζη η λιακάδα, το φως, η χαρά της ζωής, ο οποίος ξέρει ότι σε κάποιο κοντινό καφενείο τον περιμένει παρέα, κουβέντα, καφεδάκι, μια γωνιά παραδείσου. Και έτσι ο ήλιος φέρνει το καφενείο, το καφενείο την συζήτησι και η συζήτησις, αρχή όλων των κακών εις την Ελλάδα, σπείρει τα πρώτα μικρόβια κάθε αναρχίας…»

Αποχαιρετώντας το Βερολίνο, η συντάκτρια των παραπάνω γραμμών αμφιβάλλει έτσι (20/8) αν η επόμενη διοργάνωση, που είχε προγραμματιστεί να γίνει στο Τόκιο, «μπορέση να φθάση τον πλούτο και την τελειότητα και να έχη την επιτυχία της Γερμανικής, Χιτλερικής Ολυμπιάδας του 1936».

Εθνική Σπιναλόγκα

Ενώ η 25χρονη Ελένη απολάμβανε τη χιτλερική φιλοξενία στη Μεσευρώπη, πίσω στην Αθήνα ο πατέρας της εξέφραζε τον δικό του ενθουσιασμό για τις ντόπιες εξελίξεις: την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας.

«Η από της παρελθούσης Τρίτης επιβληθείσα νέα τάξις πραγμάτων εις την Ελλάδα», εξηγεί σε κύριο άρθρο του (7/8/1936), «δεν ευρίσκει απλώς σύμφωνον την εφημερίδα αυτήν. Την ευρίσκει εν μέρει υπεύθυνον. Διότι από μακρού χρόνου η εφημερίς αυτή συνέστησε και ηυχήθη όπως έλθη ημέρα κατά την οποίαν το Κράτος του Κοινοβουλευτισμού και των ελευθεριών αντικαταστήση, έστω και προς καιρόν, νέον Κράτος επιβολής και αυστηρότητος. Τας επί τούτου σκέψεις της περί της καταστάσεως ανελευθερίας εις ην έχουν περιέλθει οι καλοί πολίται λόγω των ελευθεριών τας οποίας κατεχράσθησαν οι κακοί, έχει από της στήλης αυτής εκθέσει συχνά. […] Η Καθημερινή εζήτησε άλλοτε μίαν Κυβέρνησιν Εθνικήν έξω του Συντάγματος δρώσαν, άλλοτε την επιβολήν μιας τιμίας Δικτατορίας, άλλοτε το Διευθυντήριον και πάντοτε την επιβολήν ενός Κράτους το οποίον θα έφθανε διά να σταματήση διά της βίας την εμφύλιον διαμάχην, να κτυπήση κατακέφαλα την δημαγωγίαν, ν’ αναπλάση το Κράτος, ν’ αναστήση το εθνικόν αίσθημα, ν’ αποκαθάρη την Κοινωνίαν. […] Καθώς εδήλωσε, θεωρεί υπόθεσιν τιμής την συμμετοχήν της εις τας ευθύνας της σημερινής καταστάσεως».

Η συμμετοχή αυτή εγκαινιάστηκε, σε κύριο άρθρο που έφερε τον χαρακτηριστικό τίτλο «Οι λεπροί» (12/8/1936), με την εισήγηση συγκεκριμένων μέτρων ολοκληρωτικής εξουδετέρωσης του εσωτερικού εχθρού, που δυνητικά μπορούσε να περιλάβει ακόμη και τη σιωπηρή πλειοψηφία: «Ο κομμουνισμός είναι μεταξύ τόσου κόσμου εθνικόφρονος και ελληνικού μικρά μειονότης. Η μικρά όμως αυτή μειονότης εργάζεται – ή, μάλλον, ειργάζετο. Ενώ η πλειοψηφία εκοιμάτο. […] Δι’ αυτό έπρεπε να κοπούν τα χέρια της μιας και να δεθούν τα χέρια της άλλης. Και να ζήση ο τόπος. Να μείνη η Μακεδονία ελληνική, η Θράκη ελληνική, η Ελλάς ελληνική και διεθνές και αυτόνομον να μείνη μόνον κάποιο νησί του Αιγαίου, έν είδος εθνικής Σπιναλόγκας, όπου να συναχθούν οι λεπροί…»

Τάσος Κωστόπουλος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το