γράφει η Νίνα Γεωργιάδου

Στην άκρη του Αρχιπέλαγους, στο νησί που μοιάζει με πεταλούδα μπρουμυτισμένη στη θάλασσα,  φυσσάνε ανεμοδούμπαροι, που αλαφιάζουν τις μπουγάδες και τα εσώψυχα των ανθρώπων.

Σ´αυτό το μικρό τόπο των μοναχικών αέρηδων, που σφυρίζουν μέσα απ’ τα γυμνά παράθυρα του Κάστρου, κουνάνε το σήμαντρο της Παναγιάς κι ακούγεται αλλόκοτα μέσα στη νύχτα ο ήχος της καμπάνας,  ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα, στις 5 το πρωί, δεν είναι για καλό.

– Νίκη, έγινε δικτατορία!

Ακολούθησε για δύο λεπτά ένα κρυφομίλημα, απ’ το οποίο κατάλαβα μόνο τα ενδιάμεσα “αχ”.

Η βιαστική επίσκεψη, το αλάφιασμα στο αχάραγο ξύπνημα, την ώρα που και οι ανεμοδούμπαροι κοιμούνται, η άγνωστη λέξη που δεν έμοιαζε να υπόσχεται αλλά να απειλεί, προκάλεσαν μεγάλη ταραχή και το φτωχό παιδικό μου λεξιλόγιο πάσχιζε απελπισμένα να της δώσει υπόσταση.

Η πόρτα έκλεισε, άκουσα το άναμμα της γκαζιέρας και η μυρωδιά του καφέ, που έδινε μια αίσθηση κανονικού πρωινού, καταλάγιασε τον απροσδιόριστο φόβο κι έδωσε διέξοδο στο λεξιλογικό αναβρασμό.

– Μαμά, αυτός φταίει, ε;

– Ποιος;

– Ο διδάκτορας!

Πριν μερικές μέρες, την άκουσα να λέει με περηφάνια, πως ο ξάδελφος της που ξύριζε το μισό του κεφάλι για να υποχρεώνεται να μένει κλεισμένος και να μελετά, έγινε  διδάκτορας στην Ιατρική.

Δεν ήξερα ούτε αυτή τη λέξη, μα κάνοντας εικόνα το μισό ξυρισμένο κρανίο, τις βελόνες των ενέσεων, τις ματωμένες γάζες κι όλα εκείνα τα τρομακτικά που λένε και κάνουν οι γιατροί,  η λέξη διδάκτορας απέκτησε μια έννοια εφιαλτική και ταυτίστηκε με το πρωινό μαντάτο.

Δυσκολευόμουν βέβαια να καταλάβω γιατί ο μαντατοφόρος,  ο δάσκαλος με την πιο άπονη βίτσα, φοβόταν τις ενέσεις και τους διδάκτορες, αλλά άφησα την εξιχνίαση αυτού του μυστηρίου γι αργότερα.

Ξημέρωσε  η Παρασκευή πριν  το Σαββάτο του Λαζάρου και η έγνοια για τον διδάκτορα ξεθώριασε, μπροστά στην προσμονή των διακοπών της Λαμπρής.

Τα κρυφομιλήματα, με τα ενδιάμεσα “αχ” συνεχίστηκαν και στο σχολείο, καθώς όμως οι γυναίκες ασβέστωναν,  όπως πάντα, τις πεζούλες,  ο αέρας κουβαλούσε το άρωμα των λεμονανθών και πρόβαρα νοερά τα καινούργια πασχαλινά μου παπούτσια, ο διδάκτορας ξεχάστηκε εντελώς.

Οι πρώτοι εξόριστοι έφτασαν στο νησί-πεταλούδα, λίγες μέρες μετά το Πάσχα.

– Είναι τουρίστες, μαμά;

– Όχι, τους έχουν φέρει, με το ζόρι.

Μια μέρα, καθόμουν στα κάγκελα του ετοιμόρροπου  ξενοδοχείου και χάζευα έναν απ’ αυτούς τους ζορισμένους ανθρώπους.

Με πλησίασε.

– Πώς σε λένε;

– Αγγελίνα αλλά με φωνάζουν Νίνα.

– Έχω κι εγώ μια κόρη.

– Γιατί δεν την έφερες;

– Είναι μεγάλη ιστορία για μικρά παιδιά.

– Ξέρω! Ο διδάκτορας!

Ο μορφασμός έμοιαζε  κάπως με χαμόγελο.

– Τι άλλο ξέρεις;

– Ότι ξυρίζει το μισό του κρανίο.

– Πες μου, ρε Αγγελίνα, κι άλλα. Να ‘ σαι καλά, κοριτσάκι!

Απ’ το ραδιόφωνο του κοντινού καφενέ ακουγόντουσαν εμβατήρια, τα καινούργια πασχαλινά μου παπούτσια με στένευαν και δεν έβρισκα τι άλλο να πω σ’ έναν άνθρωπο που χαμογελούσε με τόση λύπη.

– Ξέρω να παίζω στο ακορντεόν τα κύματα του Δουνάβεως.

Θες να στο τραγουδήσω μια μέρα, να μην είσαι λυπημένος;

Ο “ΧΡΥΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ” ΤΩΝ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΩΝ

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το