Πρώτα έβαλαν λουκέτο αυτοί που χρεοκόπησαν.
Κατέβασαν το γενικό, σκοτείνιασε. Κατέβασαν τα ρολά και σκοτείνιασε κι άλλο. Κλείδωσαν την πόρτα και πέρασαν με αλυσίδα το λουκέτο. “Επτωχεύσαμεν”. Κι έφυγαν.
Μετά έκλεισαν τα σπίτια τους αυτοί που ξενιτεύτηκαν. Μαντάλωσαν τα παντζούρια, γύρισαν δυο φορές το κλειδί, είπαν, “φεύγω, μα θα ξανάρθω”.
Μετά κλείστηκαν τα σπίτια αυτών που αυτοκτόνησαν, πίνοντας μνημόνια. Αυτά κλείνουν μόνα τους. Χωρίς λουκέτο και κλειδί αλλά πάντως θεόκλειστα.
Όσοι περνούν απ’ έξω, ανατριχιάζουν. Μετά ξεχνούν.
Και καθώς ξεχνούν, κλείνουν τα μάτια. Περπατούν στο πεζοδρόμιο, βλέπουν το κόκκινο φανάρι αλλά όχι αυτόν που κοιμάται σε κουβέρτα.
Ο Σαραμάγκου είδε πρώτος αυτή τη γενική λοιμώδη τύφλωση.
“Υπάρχει άραγε εξουσία , είπε ο πρώτος τυφλός. Δεν φαντάζομαι, αλλά και να υπάρχει, θα είναι μια εξουσία τυφλών που θέλουν να κυβερνούν τυφλούς, σαν να λέμε το τίποτα θέλει να οργανώσει το τίποτα.”
Καμιά φορά είναι τόσο κλειστά τα μάτια αυτών που βλέπουν, που δεν χρειάζεται να πεις, “γυρίστε απ’ την άλλη, να γδυθώ”. Γδύνεσαι και κανείς δεν το καταλαβαίνει. Ή κάνει πως δεν το καταλαβαίνει. Όπως οι κόλακες στα “καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα”.


Πολλοί άνθρωποι εύχονται να μπορούσαν να κλείνουν, κατά περίσταση, τα μάτια. Συνήθως είναι αυτοί που δεν το μπορούν. Σκέφτονται πως θα ήταν καλά να βάλουν τουλάχιστον παρωπίδες, να γυρνούν γύρω από το μάγγανο σαν τα μουλάρια. Μα οι παρωπίδες δεν πουλιούνται και δεν αγοράζονται. Υφαίνονται μια ζωή.
Αυτοί που κλείνουν τα μάτια, γρήγορα βάζουν λουκέτο στα μυαλά και στην καρδιά. Επτωχεύσαμεν γενικώς.
Μετά, έρχεται μια εποχή που χιλιάδες άνθρωποι, χωρίς έγκλημα, κλείνονται σε τόπους μαρτυρίου και γύρω δεσμοφύλακες αυτοί που έχουν πτωχεύσει γενικώς.
Τώρα ήρθε ο καιρός του αυτοεγκλεισμού. Για όλους. Με ή χωρίς πτωχεύσεις, όλα κλειστά. Στα καφέ οι πόρτες κλειστές και οι καρέκλες ανάποδα. Τα σπίτια κλειστά και μέσα ο άνθρωποι. Χωρίς δεσμοφύλακες και πάλι έγκλειστοι. Κάποιοι το λένε, τα ύστερα του κόσμου. Ανοιχτές οι πόρτες κι όμως κλειστές. Κι ο ήλιος έξω μόνος του. Τόση λιακάδα ακυρωμένη.
Ο εγκλεισμός αυτός είναι αυτοσεβασμός και αλληλεγγύη. Και θα περάσει. Μακάρι μόνο ο αυτοεγκλεισμός. Μακάρι τ’ άλλα να μείνουν.
Όταν τελειώσει ο μολυσματικός τρόμος, θα έχει αλλάξει όλη η κοινωνική μηχανική. Ίσως τότε να ανοίξουν όλα τα κλειστά, πόρτες, καρδιές και μάτια.
Τη νύχτα στον εγκλεισμό μου, ονειρεύτηκα μια ανοιχτή πόρτα, στο πουθενά, χωρίς καθόλου τοίχους.

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το