«Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε; Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι, ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα»

Στις 10 Αυγούστου του 1961, έκανε πρεμιέρα η Συνοικία το Όνειρο, μία από τις πιο εμβληματικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, την οποία σκηνοθέτησε ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Στην ταινία πρωταγωνίστησαν ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο Μάνος Κατράκης και η Αλίκη Γεωργούλη, τότε σύντροφος του Αλεξανδράκη, με τη μουσική να συνθέτει ο Μίκης Θεοδωράκης -στην ταινία ακούστηκε για πρώτη φορά το Βρέχει στη Φτωχογειτονιά– και το σενάριο να υπογράφουν οι Τάσος Λειβαδίτης και Κώστας Κοτζιάς. Η συνύπαρξη τόσων πολλών μεγάλων ονομάτων από τα ελληνικά γράμματα και τον κινηματογράφο είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή μίας από τις σημαντικότερες ελληνικές ταινίες, που αποτύπωσε όσο λίγες με ρεαλισμό τη δύσκολη και εν πολλοίς μίζερη ζωή των λαϊκών στρωμάτων στη μεταπολεμική Ελλάδα.

Η Συνοικία το Όνειρο ήρθε σε μία κρίσιμη πολιτικά περίοδο για την Ελλάδα. Ο Εμφύλιος είχε τελειώσει πριν από μερικά χρόνια με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, το ΚΚΕ ήταν στην παρανομία, χιλιάδες κομμουνιστές και δημοκράτες ήταν «φακελωμένοι» ή στην εξορία και το «σκληρό κράτος της δεξιάς» ηγεμόνευε πολιτικά. H ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη επιχείρησε -και τελικά κατάφερε- να στηλιτεύσει αυτήν την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα στη μεταπολεμική Ελλάδα. Με φόντο το εντυπωσιακό ποσοστό του 24% που πέτυχε η Αριστερά με την ΕΔΑ στις εκλογές του 1958, το κράτος φοβήθηκε τον αντίκτυπο που μπορεί να είχε η Συνοικία το Όνειρο στην κοινή γνώμη.

Αυτός ήταν και ο λόγος που αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με τις κρατικές Αρχές τόσο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της, όσο και κατά την προβολή της. Η ταινία λογοκρίθηκε επειδή, σύμφωνα με την επικρατούσα ιδεολογία, «δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας». Αυτό που φαίνεται ότι προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια του κράτους ήταν η «ενοχλητική» εικόνα του Ασύρματου, μίας φτωχής συνοικίας της Αθήνας, ανάμεσα στον λόφο του Φιλοπάππου και τα Άνω Πετράλωνα. Αυτή η συνοικία είναι το «θέατρο» δράσης των ηρώων της ταινίας, που με παντοίους τρόπους προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανέχεια, προσπαθώντας να διατηρήσουν ανέπαφη την αξιοπρέπειά τους.

Ανάμεσά στους ήρωες της ταινίας διακρίνουμε το Ρίκο (Αλεξανδράκης), έναν πρώην κατάδικο, νυν μικροκομπιναδόρο, ο οποίος ξεχωρίζει για την καλοσύνη του, την αγαπημένη του Στεφανία (Αλίκη Γεωργούλη), που φλερτάρει με πλούσιους και με την ιδέα να ξεφύγει μια και καλή από τη φτωχογειτονιά, τον ασκητικό «νεκροθάφτη» (Μάνος Κατράκης), που προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον εφιαλτικό, όπου ακούγονται μωρά να κλαίνε και γυναίκες να φωνάζουν. Για ολόκληρη την περιοχή υπάρχει μόνο μία τουαλέτα και ένα τηλέφωνο. Για να βρει κάποιος νερό, πρέπει να περπατήσει για ώρα. Με δύο κουβέντες, στη Συνοικία το Όνειρο βλέπουμε την Αθήνα γυμνή, με ρεαλισμό, χωρίς ωραιοποιήσεις.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η σύντροφός του Αλίκη Γεωργούλη έψαχναν μία φτωχή συνοικία της Αθήνας για να κάνουν τα γυρίσματα της ταινίας. Τότε κάποιος πρότεινε στον Αλεξανδράκη να πάει στον Ασύρματο, τη συνοικία που πήρε το όνομά της από το γεγονός ότι εκεί ήταν τοποθετημένος ο ασύρματος των Γερμανών επί Κατοχής. Όταν ο Αλεξανδράκης την επισκέφτηκε, κατάλαβε ότι ήταν το μέρος που έψαχνε, μιας που οι παράγκες των Κωνσταντινουπολιτών προσφύγων πλάι στα χαμόσπιτα των φτωχών Αθηναίων δημιουργούσαν το τέλειο σκηνικό. Μάλιστα, ο σκηνοθέτης θεώρησε τον Ασύρματο τόσο ταιριαστό με το σενάριό του, που κομπάρσοι στην ταινία έπαιξαν οι ντόπιοι κάτοικοι της περιοχής, ενισχύοντας τα στοιχεία ρεαλισμού. Ακόμα και τα αντικείμενα και τα ρούχα πάρθηκαν από την «πραγματική ζωή» της συνοικίας. Η Αλίκη Γεωργούλη, πρωταγωνίστρια και διευθύντρια παραγωγής της ταινίας που εκτελούσε και χρέη φροντιστή, είπε αργότερα στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» το 1961: «Είχα βγάλει έναν κατάλογο από πάρα πολλά μεταχειρισμένα και φθαρμένα ρούχα, σκεύη και έπιπλα που ήταν αδύνατον να βρεθούν αλλού εκτός από τα ίδια τα σπίτια του συνοικισμού. Η ποδιά με τα 100 μπαλώματα πάνω στα 100 άλλα μπαλώματα που φορά η Σαπφώ Νοταρά αποτελούσε το αναγκαίο υλικό για να δοθεί ο επιζητούμενος ρεαλισμός».

Ο Αλέκος Αλεξανδράκης μιλάει για τη «Συνοικία το Όνειρο

Οι συντελεστές επρόκειτο να δημιουργήσουν μία ταινία-σταθμό για τον ελληνικό κινηματογράφο και την ελληνική κοινωνία. Ωστόσο τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα υπολόγιζε ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο οποίος αργότερα θα έλεγε για τη Συνοικία το Όνειρο ότι «αυτή η ταινία δεν με αφορά, δεν με αντιπροσωπεύει». Ο λόγος που ο σκηνοθέτης απέρριψε ουσιαστικά το έργο του, για το οποίο χάλασε όλες τις οικονομίες του από προηγούμενες παραγωγές όπου συμμετείχε ως ηθοποιός, ήταν ότι το φιλμ προβλήθηκε στους κινηματογράφους λογοκριμένο από τις κρατικές Αρχές. Μάλιστα, η ταινία κινδύνεψε να μην παιχτεί καθόλου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με συνέντευξή του στα Νέα, ο Αλέκος Αλεξανδράκης είχε πει ότι χάρη στην προσωπική παρέμβαση της Ελένης Βλάχου, της εμβληματικής εκδότριας της Καθημερινής, στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, η ταινία μπόρεσε τελικά να παιχτεί, έστω και πετσοκομμένη. Όσον αφορά στις σκηνές που λογοκρίθηκαν και κόπηκαν, κυριολεκτικά κάηκαν στην πυρά.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η πρεμιέρα της ταινίας σημειώθηκε από επεισόδια, αφού η Αστυνομία επιχείρησε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού στον κινηματογράφο. Όταν η προβολή της ταινίας διακόπηκε κατά τη διάρκεια της πρεμιέρας, ένας αστυνομικός είπε απευθυνόμενος προς τον Αλεξανδράκη: «Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε; Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι, ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα».

Πηγή: vice.com

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το