Δημήτρης Μαυρίδης

Είναι φυσιολογικό και ανθρώπινο το να επιστρέφει κάποιος μετά τη δουλειά στο σπίτι του με εμφανή τα σημάδια της κόπωσης στο πρόσωπο και στη διάθεσή του. Επίσης, καθόλου παράξενο δεν είναι όταν αυτός ο «επαγγελματίας» αισθάνεται κουρασμένος γιατί εκείνη τη μέρα ειδικά έδειρε, έβρισε, φώναξε, απείλησε και φοβέρισε περισσότερο από άλλες φορές κάποιους συμπολίτες του. Ενδεχομένως να έσπρωξε και καναδυό γεροντάκια παραπάνω που διαμαρτύρονταν για τις πενιχρές συντάξεις τους, να απείλησε ή και να φοβέρισε – με την παρουσία του και μόνο – καθημερινούς ανθρώπους λίγο πριν ενωθούν με κάποια ειρηνική πορεία διαμαρτυρίας για τα σχέδια των ισχυρών απέναντι στους λαούς, να χρησιμοποίησε το γκλοπ, τα πόδια ή και σκέτα τα χέρια του, για να τιμωρήσει τον «αυθάδη» νεαρό που αντιστέκεται στον παραλογισμό της εκάστοτε εξουσίας. Ωστόσο, απορίας άξιο είναι, πρώτον, το πώς φτάνει σ’ αυτό το σημείο ένας άνθρωπος, δηλαδή να ασκεί βία στο πλαίσιο ενός επαγγέλματος, και, δεύτερον και σημαντικότερο, πώς μπορεί να έχει ήσυχη τη συνείδησή του μετά τη βιαιοπραγία (λεκτική και σωματική) εις βάρος συνανθρώπων του, διάγοντας παράλληλα έναν κατά τ’ άλλα φυσιολογικό βίο.

Μια πολύ γρήγορη απάντηση θα μπορούσε να δοθεί από τους οπαδούς της άποψης περί θεσμοθετημένης από την πλευρά του κράτους βίας, ως «νόμιμης βίας», και, συνεπώς οποιαδήποτε απόπειρα βίαιης καταστολής αντιδρώντων στη «νομιμότητα» υποκειμένων θεωρείται φυσιολογική ή αναγκαία για τη συντήρηση του νόμου και τη διαιώνιση του κράτους… αρκεί φυσικά αυτή η «νόμιμη» βία να μην ασκείται στα δικά τους παιδιά. Αλλά κι έτσι να το εκλάβει κανείς, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τους πραγματικά νομοταγείς πολίτες, τους εκ πεποιθήσεως νοικοκυραίους και τους ίδιους τους «επαγγελματίες» της καταστολής, πάλι δεν απαντάται το ερώτημα στην ουσία, αλλά μόνο σε θεωρητικό επίπεδο. Γιατί μιλάμε για in situ βίαιη συμπεριφορά και δράση ανθρώπων σε σχέση με άλλους ανθρώπους και όχι για ασκήσεις επί χάρτου, όπου κανείς δε ματώνει.

Τι συμβαίνει, δηλαδή, στο πεδίο, τι στιγμή που ένας άνθρωπος μελανιάζει, ματώνει και ενίοτε σακατεύει κάποιον άλλο με ροπαλιές και κλωτσομπουνίδια; Πόση ηδονή μπορεί να νιώθει κάποιος προστατευμένος από τον εξοπλισμό του όταν καταβάλλει έναν άοπλο και απροστάτευτο, που διεκδικεί τα απολύτως αυτονόητα και πολλές φορές αποδεκτά κι από τον ίδιο τον «δράστη»; Τι συναισθήματα και ποια λογική μπορεί να επικρατούν στο μυαλό ενός κρυμμένου πίσω από την σειριακή ανωνυμία «επαγγελματία», όταν η κίνηση του χεριού του με την γκλοπ – προέκτασή του διαγράφει πορεία ενενήντα μοιρών με κατάληξη στο κεφάλι ή στα πλευρά ενός άλλου ανθρώπου; Προφανώς, εφόσον δε μιλάμε για υψηλές – ακόμα και μέτριες – οικονομικές απολαβές που θα αποτελούσαν βασικό κίνητρο πρόθυμης δράσης στη συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα, περιοριζόμαστε μάλλον σε αίτια ψυχολογικά.

Μια πρώτη σκέψη, λοιπόν, έχει να κάνει με την ψυχοσύνθεση του ματατζή. Και ειδικότερα θα οδηγούνταν κανείς στο συμπέρασμα του συμπλέγματος κατωτερότητας από το οποίο διακατέχεται ο «επαγγελματίας» νταής απέναντι σε οποιονδήποτε κατάφερε ή πέτυχε αυτό που ο ίδιος του θα ήθελε διακαώς να καταφέρει ή να πετύχει. Έτσι, όταν βρεθεί σε θέση ισχύος, δηλαδή να έχει τη δυνατότητα και την ευκαιρία να βιαιοπραγήσει, να βρίσει ή να προσβάλει, τότε εκδηλώνει ένα ξεκάθαρα εκδικητικό και παράλογο απωθημένο και μάλιστα εναντίον ανθρώπων που ούτε τους ίδιους προσωπικά γνωρίζει ούτε και μπορεί να αντιληφθεί πιθανόν τους λόγους για τους οποίους βρίσκεται απέναντί τους.

Πιο συγκεκριμένα, είναι αυτός που στο πρόσωπο του φοιτητή που δέρνει πιθανώς να βλέπει το σπασικλάκι που πάντα είχε καλύτερους βαθμούς απ’ τον ίδιο, γιατί ο ίδιος κατά τα λεγόμενα των δασκάλων «δεν τα έπαιρνε τα γράμματα», τον «εξυπνάκια» συμμαθητή που του έκλεβε δήθεν τις γκόμενες, γιατί ο ίδιος επεδίωκε την αυτοπραγμάτωση μόνο μέσω της ακριβοπληρωμένης καγκουρομηχανής του, το μεγαλύτερο αδερφό του από τον οποίο προφανώς η φάπα πήγαινε σύννεφο ακόμα και δια ασήμαντον αφορμή. Επιπρόσθετα, για κατανόηση από μέρους του εννοιών, όπως «λαϊκές ελευθερίες», «ελευθερία έκφρασης και διεκδίκησης», «ελευθερία διακίνησης ιδεών» και «πανεπιστημιακό άσυλο», δε γίνεται λόγος. Αντιθέτως, ο εν λόγω επαγγελματίας δε θα χε πρόβλημα να ρίξει δακρυγόνα και χειροβομβίδες κρότου – λάμψης στους καθηγητές και τους δασκάλους του – πράγμα που έχουμε δει πολλάκις σε πορείες Ο.Λ.Μ.Ε. και Δ.Ο.Ε., δηλαδή στους ανθρώπους που κατέβαλαν δώδεκα χρόνια στο σχολείο υπεράνθρωπες προσπάθειες να του διδάξουν τη Δημοκρατία, το μεγαλείο της ελευθερίας και τη δύναμη της κριτικής σκέψης. Όσο για τη στάση του απέναντι σε γυναίκες διαδηλώτριες, παρακινδυνευμένα θα διατυπώναμε την άποψη ότι είτε τις φοβάται εξαιτίας του ψυχικού σθένους και του μεγαλείου που αυτές επιδεικνύουν σε έντονες συγκρουσιακές καταστάσεις και συνθήκες διεκδίκησης είτε τις θεωρεί αμελητέα ποσότητα λόγω… της πλεξιγκλάς διάθλασης και στρεβλής αντίληψης της κοινωνικής πραγματικότητας.

Το δεύτερο ερώτημα έχει να κάνει με τα αισθήματα ενός ματατζή μετά τη βιαιοπραγία, το οποίο, μάλλον, μόνο νέες απορίες μπορεί να δημιουργήσει, παρά να απαντηθεί. Άλλωστε, μια απόπειρα ερμηνείας της συναισθηματικής κατάστασης κάποιου που, ενώ πριν λίγο έδειρε και ψέκασε κόσμο, στη συνέχεια θα γευματίσει ήρεμα, θα πιει το καφεδάκι του, θα δει σαρβάιβορ, θα βάλει το ξυπνητήρι του και θα κοιμηθεί ανάλαφρα, είναι δουλειά και οπωσδήποτε καθήκον των ειδικών. Οι περισσότεροι, ωστόσο, θα αναρωτιούνται πόσο ήσυχη μπορεί να είναι η συνείδησή αυτού του ανθρώπου και πόσο εύκολος ο ύπνος του όταν έχει σπάσει τα δόντια ενός παιδιού στην ηλικία του γιου του ή του γιου του φίλου του; Πώς μπορεί και αντικρίζει το παιδί του, όταν έχει σπρώξει – και θα εξακολουθήσει να σπρώχνει – ηλικιωμένους σαν τον παππού και τη γιαγιά; Πώς μπορεί και απεκδύεται μαζί με τις περικνημίδες και το κράνος, κάθε ευθύνη για το χουλιγκανισμό που επέδειξε στη Χίο και στη Λέσβο και για τη λεκτική προσβολή εις βάρος των κατοίκων τους και το καλοκαίρι θα εμφανιστεί με σαγιονάρα και τη «μπανάνα» στη μέση του παριστάνοντας τον οικογενειάρχη τουρίστα στα στενά του Μόλυβου και της Αγιάσου; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου…

Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι όλα τα παραπάνω συμβαίνουν από ανθρώπους που πιθανότατα δεν έχουν αντίληψη της πραγματικότητας. Η άποψη αυτή ενισχύεται από την ιδέα που μπορεί να έχουν κάποιοι απ’ αυτούς ότι επιτελούν και λειτούργημα. Όμως, η έλλειψη αυτογνωσίας διαμορφώνει μία άκρως επικίνδυνη κατάσταση για τη Δημοκρατία και την κοινωνία. Γιατί, όταν κάποιος που μετέρχεται βία υπό το πρόσχημα του επαγγελματικού καθήκοντος και καλυπτόμενος από το νόμο και την πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου της χώρας αποκαλεί «βλάκα» έναν φοιτητή ή τον ξυλοφορτώνει, χωρίς να αποδοθούν ευθύνες, τότε διαγράφεται ζοφερό το μέλλον. Ένα μέλλον στο οποίο το επίδικο για τους σκεπτόμενους θα είναι το δικαίωμα της μόρφωσης, της ελεύθερης διακίνησης ιδεών και της πολύπλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητας, ενώ μπροστά τους θα ορθώνονται ορδές δυσανεκτικών στη μόρφωση και σε κάθε είδους ελευθερία, άνθρωποι – αριθμοί και απανθρωποποιημένοι ικανοί μόνο στο να εκτελούν βιαίως εντολές καταστολής.

Δημήτρης Μαυρίδης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το