H Αγγελικούλα, μόλις άνοιξε τα μάτια της το πρωί, ξαναθυμήθηκε τη χθεσινή κουβέντα της μαμάς τους, ακριβώς όπως τους τα είχε πει αποβραδίς: «…γιορτές και να μη με ζητήσουν μήτε για πλύσιμο… μήτε για άσπρισμα… άλλο πια δεν έχει. Θα πάω να σταθώ στην οδός Αιόλου, να διακονέψω…».
Πάντα της ξενοδούλευε, γιατί ο άντρας της -πλανόδιος ντενεκετζής που ήταν- τι να βγάλει, και πού να φτάσουν, μα τώρα που είχε απομείνει μονάχη, ακόμα χειρότερα. «Θα σταθώ στην οδός Αιόλου… και θα σας πάρω και σας. Τα σκολειά κλειστά είναι. Θα χαζέψετε και τον κόσμο… Θα δείτε τα πράματα που θα ‘χουν απλωμένα από δω κι από κει… μπορεί να βρεθεί και κανείς χριστιανός να σας δώσει και καμιά δεκάρα…»
– Πότε, μαμά, θα πάμε στην οδός Αιόλου; ρώτησε η Αγγελικούλα.
– Θα λέμε και τα κάλαντα της εξορίας; ρώτησε κι ο Πέτρος τη μαμά του.
– Να τα λέτε.
Κι ο Πέτρος άρχισε να σιγοτραγουδά από κει που ήταν ξαπλωμένος:

Αρχημηνιά-ά κι α-αρχή χρο-νιά,
είν’ ο μπαμπάς, χρόνους εννιά στη
μα- στη μαύ-ρην εξορία…
συ ‘σαι αρχό- συ ‘σαι αρχόντισσα κυρία…

– Θ’ αργήσουμε, μαμά, ακόμα;
Η Αγγελικούλα βιαζότανε να φύγουν.
– Εμ τώρα είναι ακόμα πρωί… Καλά καλά δεν έφεξε. Θα πάμε άμα σφίξει ο κόσμος.
– Και πότε θα σφίξει ο κόσμος;
– Άμα βγει ο ήλιος.
– Κι αν δε βγει ο ήλιος, δε θα πάμε; ρώτησε ο Πέτρος.
– Τι να κάνουμε από τέτοιαν ώρα; Να ξεπαγιάσουμε άδικα;
– Τα παιγνίδια όμως, ας είναι και πρωί, δεν είναι στα τζάμια; ξανάπε ο Πέτρος. Αν μαζέψεις, μαμά, πολλά λεφτά, και μας δώσουν και μας από τα κάλαντα, θα μου πάρεις, μαμά, κείνο το σιδερόδρομο που σου ‘λεγα;
Ήταν ένας σιδερόδρομος που έπιανε όλη τη βιτρίνα! Τα παιδιά, στα σκολειά, στα διαλείμματα, όλο για το σιδερόδρομο μιλούσαν. Διηγούνταν πώς κάνει γύρους. Πώς ανάβουν και σβήνουν τα ηλεκτρικά του. Πώς έχει σειρά τα βαγόνια. Ανεβοκατεβαίνει στα βουνά, χωρίς να γκρεμίζεται. Περνάει κι ένα ποτάμι πάνω από μια γέφυρα και ύστερα!… τρυπώνει σ’ ένα τρυπημένο βουνό… και χάνεται!… Μα σε λίγο… να σου τον και ξετρυπώνει από την άλλη μεριά της βιτρίνας, και ξαναρχίζει τα ίδια…
– Αυτά τα παιγνίδια είναι ακριβά! Δεν μπορούμε να τ’ αγοράσουμε μεις…
– Άμα πιάσουμε πολλά λεφτά;
– Όσα και να πιάσουμε… δεν μπορούμε.
– Πότε θα μπορέσουμε;
– Άμα έρθει ο μπαμπάς σου.
– Πότε θα ‘ρθει ο μπαμπάς μου;
– Άμα τον αφήσουν οι κακοί ανθρώποι.
– Θα τον αφήσουν πριν από την Πρωτοχρονιά;
– Ναι… ναι… πριν από την Πρωτοχρονιά.
– Κι άμα έρθει, θα μου πάρει το σιδερόδρομο;
– Ναι… ναι…
– Να του το πεις όμως και συ…
– Ναι… ναι… θα του το πω.

Στην οδό Αιόλου κόντεψαν να χαθούν. O Πέτρος έψαχνε να βρει το σιδερόδρομο, κι η Αγγελικούλα είδε μια κούκλα, που στεκόταν πίσω από το τζάμι και κουνούσε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά, κι ανοιγόκλεινε τα μάτια της, και σταμάτησε, γιατί ήθελε να τη δει καλά.
– Αν δεν έχετε το νου σας, να το ξέρετε, πως θα χαθούμε. Εγώ θα στέκουμαι εδώ σε τούτη τη γωνιά. Μην ξεμακρύνετε… Και να ‘στε πιασμένοι χέρι χέρι…
– Άντε να πάμε να βρούμε το σιδερόδρομο, είπε ο Πέτρος στην Αγγελικούλα, και ύστερα ξαναγυρίζομε.
Μπρος από τη βιτρίνα, που ήταν ο σιδερόδρομος, είχαν μαζευτεί ένα σωρό παιδιά. Κι όλα φώναζαν:
– Κοιτάτε! Τώρα θ’ ανεβεί, θα το δείτε, σ’ αυτό το ψηλό βουνό.
– Θα περάσει και το ποτάμι… πάνω από τη γέφυρα…
– Κοίτα το μηχανικό πώς κάνει;
– Τώρα θ’ ανάψει το πράσινο φως και θα σβήσει το κόκκινο.
– Θα μου τον αγοράσει ο μπαμπάς μου, είπε το παιδί ενός καθηγητή, τώρα στις γιορτές, που θα τους δώσουν δύο μισθούς…
– Εγώ θα πω στο νονό μου, είπε ένα αδυνατούλικο, χλομό αγοράκι, να μου τον αγοράσει, που είναι σωφέρης.
– Η θεία μου η μικρή, είπε της μαμάς μου, πως θα βάλουν όλοι τους, ο θείος ο Νικόλας, κι ο θείος μου που ‘χει το περίπτερο, να μου τον αγοράσουν…, είπε ένα άλλο παιδί.
– Εμάς, ξεθαρρεύτηκε ο Πέτρος, θα μας τον αγοράσει ο μπαμπάς μας…
Τα παιδιά στράφηκαν και πρόσεξαν τα δυο φτωχοντυμένα αδέλφια. O Πέτρος φορούσε μαύρο σακάκι μπαλωμένο στους αγκώνες και το γιακά, και στο λαιμό μαύρο κασκόλ, και καφέ γάντια, που βγαίναν όξω τα δυο πρώτα δάχτυλα. Η Αγγελικούλα δε φαινόταν τι φορούσε. Ήταν διπλοτυλιγμένη μέσα σ’ ένα μποξά σκούρο, σφιχτοδεμένο κάτω από τα χέρια, μ’ ένα κορδόνι. Τα παπούτσια τους -αρβυλάκια- ήτανε βουτηγμένα στη λάσπη, καθώς είχαν κάμει πεζή* όλο το δρόμο, από του Ζωγράφου ως την οδό Αιόλου.
– Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;, ρώτησε τον Πέτρο το παιδί του καθηγητή.
– Είναι εξορία, μα θα ‘ρθει πριν από την Πρωτοχρονιά.
– Ξέρεις πόσο κάνει ο σιδερόδρομος;, του λέει. Για να μου τον αγοράσει ο μπαμπάς μου, θα δώσει το μισό μισθό, απ’ αυτόν που θα τους δώσουν για τις γιορτές.

Η Αγγελικούλα με τη μαμά και τον Πέτρο πήγαν και την άλλη μέρα στην οδό Αιόλου, και την παράλλη. O Πέτρος, κρατώντας την Αγγελικούλα από το χέρι, τραβούσε ίσια για τη βιτρίνα που ήταν ο σιδερόδρομος. Είχε το φόβο μην πάνε καμιά μέρα και βρούνε άδεια τη βιτρίνα. Κ’ ύστερα; Σαν έρθει ο μπαμπάς; Αν είναι πουλημένος ο σιδερόδρομος;
Τα βράδια, άμα χτυπούσε η οξώπορτα της μάντρας, τ’ αδέρφια συνερίζονταν ποιο να προλάβει ν’ ανοίξει πρώτο.
– Πώς θα καταλάβουμε πως είναι ο μπαμπάς μας;
– Από το γέλιο του.
– Εκείνος θα μας γνωρίσει;
– Ναι, ναι…
– Μα αφού δε μας ξέρει;
– Θα σας γνωρίσει από τη φωτογραφία που του στείλαμε.
Μα οι μέρες περνούσαν. Πέρασε κι η Πρωτοχρονιά. Κόντευαν τα Φώτα, κι ο μπαμπάς δεν ερχόταν. Ευτυχώς που κι ο σιδερόδρομος δεν είχε φύγει από τη βιτρίνα. Πολλά παιγνιδάκια, που κάνανε συντροφιά στο σιδερόδρομο, χάνονταν μέρα με τη μέρα. Κάτι σερβίτσια του τσαγιού, κάτι επιπλάκια, που στέκαν όρθια από δω κι από κει, μέσα στα κουτιά τους, πουλήθηκαν. Έλειψε κι η αρκούδα, που κοίταζε με τόση προσήλωση τα παιδιά, έφυγε και το αεροπλάνο, που κρεμόταν από ψηλά και, μόλις το κούρντιζαν, έφερνε γύρους. Όμως ο σιδερόδρομος έμενε πάντα στη θέση του. Μόνο πως άμα πέρασε η Πρωτοχρονιά, δεν περπατούσε πια. Είχε σταματήσει ακριβώς πάνω από τη γέφυρα. Και τα φώτα του δεν αναβοσβήνανε. Φαινόταν κι αυτός σα στενοχωρημένος.
– Αν ερχόταν ο μπαμπάς μας από την εξορία, είπε ο Πέτρος, θα μας τον είχε αγοράσει. Κανένας όμως μπαμπάς δεν ήρθε από την εξορία. Δεν τους άφησαν οι κακοί άνθρωποι.
– Εμένα δεν μου τον πήρε ο μπαμπάς, γιατί δεν τους δώσανε τον άλλο μισθό.
– O νονός μου, είπε και το αδυνατούλικο αγοράκι, είπε στη μαμά μου πως είναι καλύτερα να μου αγοράσει μια φανέλα, γιατί έχω πλευρίτη. Ξέρεις πώς πονάω, άμα παίρνω ανάσα;
– Η θεία μου η μικρή, κι ο θείος μου ο Νικόλας, κι ο άλλος που ‘χει το περίπτερο, είπε και το άλλο παιδί, μ’ αγόρασαν καλύτερα τούτο το παλτό… γιατί το περσινό μου ήταν λιωμένο, μα και δε με χωρούσε κιόλας.
Κι ο σιδερόδρομος κι αυτός ήταν πολύ στενοχωρημένος. Γιατί αυτός είχε έρθει στον κόσμο, μόνο και μόνο για να δώσει χαρά στα παιδιά, και τώρα αντί χαρά, τους είχε δώσει στενοχώρια.
Για όλους ήτανε φέτος πολύ στενόχωρες οι γιορτές.
– Μα του χρόνου, θα δείτε, είπε η μαμά, στα δυο λυπημένα παιδιά της. Όλα θα ‘χουν αλλάξει… θα ‘χουν φύγει οι κακοί ανθρώποι, κι οι καλοί μπαμπάδες θα μας έχουν έρθει, θα ‘χουν γεμίσει τα έρημα, τα ορφανεμένα μας τα σπίτια…

Από το βιβλίο της Έλλης Αλεξίου Προσοχή συνάνθρωποι (1978), το οποίο περιέχει διηγήματα που αναφέρονται στη γερμανική Κατοχή, την Αντίσταση και την εξορία. Το συγκεκριμένο διήγημα έχει γραφτεί το 1954.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το