https://twitter.com/i/status/1292548654658658305

Η ποινικοποίηση της αλληλεγγύης Ελλήνων (και ξένων) πολιτών σε πρόσφυγες και η δίωξή τους δεν αποτελεί πια νέο στη χώρα μας! Νέο αποτελεί η προσαγωγή και σύλληψη προσφύγων, οι οποίοι, προτάσσοντας την ανθρωπιά και το δίκιο και μην υπολογίζοντας συνέπειες που θα είχε ενδεχομένως η πράξη τους αυτή για τους ίδιους, αντέδρασαν απέναντι στην αστυνομική βία και αυθαιρεσία κατά Έλληνα πολίτη, το βράδυ της Κυριακής 9/8/2020!

Στο αστυνομικό τμήμα Ακρόπολης βρέθηκαν δύο δημοσιογράφοι κουρδικής καταγωγής, πολιτικοί πρόσφυγες από την Τουρκία, η Berçem Mordeniz και ο Çağdaş Kaplan, οι οποίοι, κατά τη διάρκεια περιπάτου τους στο κέντρο της Αθήνας, έγιναν μάρτυρες ξυλοδαρμού Έλληνα πολίτη από αστυνομικούς, ενώ είχε συλληφθεί και του είχαν φορεθεί χειροπέδες με τα χέρια στην πλάτη, μπροστά στα μάτια και δεκάδων άλλων πολιτών, που έσπευσαν ακούγοντάς τον να καλεί σε βοήθεια. Έγκλημα του συλληφθέντα ήταν ότι έγραψε με μαρκαδόρο για cd και με μικρά γράμματα στο τζάμι της στάσης του λεωφορείου τη λέξη «Καβάλα» (τόπος καταγωγής του), πράξη την οποία επιτέλεσε όντας σε κατάσταση μέθης, έπειτα από την απώλεια της εργασίας του, λόγω της κρίσης του κορωνοϊού. «Έγκλημα ευτελές», όπως τον ακούσαμε να λέει, «όσο ένα υγρό μαντηλάκι»…

Ένας εκ των αστυνομικών που συμμετείχαν στη σύλληψη του νεαρού Έλληνα, ενοχλημένος από την παρουσία μαρτύρων, άρχισε να εξυβρίζει τους συγκεντρωμένους πολίτες, λέγοντάς τους «φύγετε, ουστ από δω», εστιάζοντας κυρίως στους δύο πρόσφυγες. Επιτέθηκε αρχικά στον Çağdaş Kaplan, ο οποίος δεν γνωρίζει ελληνικά, ουρλιάζοντάς του να φύγει και αφού έσπασε το κινητό του τηλέφωνο, για να μην μπορεί να αποτυπώσει το περιστατικό, όρμησε να τον χτυπήσει, παρότι εκείνος του επεδείκνυε τη δημοσιογραφική του ταυτότητα (είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων). Η Berçem Mordeniz, επίσης δημοσιογράφος και διαπιστευμένη διερμηνέας που έχει μεγαλώσει και εργάζεται στην Αθήνα, διαμαρτυρομένη για τον ξυλοδαρμό του Έλληνα συλληφθέντα, ενημέρωνε τους αστυνομικούς για την ιδιότητά τους, και μπήκε ανάμεσα (μαζί και με άλλους παριστάμενους) ώστε να αποτρέψει τον ξυλοδαρμό του συντρόφου της αυτήν τη φορά. Έτσι δέχθηκε η ίδια τα χτυπήματα του αστυνομικού, ο οποίος, κατά την προσπάθειά του να αφαιρέσει βίαια και το δικό της κινητό τηλέφωνο, γλίστρησε και έπεσε στο έδαφος. Προσποιούμενος πως η πτώση του οφειλόταν σε σπρώξιμο της Berçem Mordeniz, προέβη μαζί με τους συναδέλφους του στη σύλληψη των δύο δημοσιογράφων. Αυτόπτες μάρτυρες διαψεύδουν κατηγορηματικά το γεγονός, ενώ δηλώνουν πως άλλος αστυνομικός ακούστηκε να λέει: «Άστο, άστο! Καλύτερα! Θα τους δείξουμε τώρα!».

Κατά τη μεταφορά τους στο πασίγνωστο για τις «δημοκρατικές» του μεθόδους αστυνομικό τμήμα Ακροπόλεως και στο πλαίσιο της ασύδοτης δράσης τους με τις κατευθύνσεις και ευλογίες της κυβέρνησης, οι αστυνομικοί βιαιοπράγησαν, εκ νέου, εναντίον των δύο προσφύγων δημοσιογράφων και μέσα στο βανάκι της αστυνομίας, αφήνοντας πάνω τους εμφανή σημάδια κακοποίησης. Κατά τη διάρκεια, δε, της κράτησής τους στο Α.Τ. και ενώ αρχικά οι κατηγορίες που είχαν αποδώσει στους προσαχθέντες, σύμφωνα τουλάχιστον με την ενημέρωση που έλαβε από την αστυνομία δικηγόρος τους, ήταν αντίσταση κατά της αρχής και εξύβριση, τρεις επιπλέον κατηγορίες «φορτώθηκαν» στην Berçem Mordeniz. Επιπλέον, τους αρνήθηκαν τη δυνατότητα να εξετασθούν από ιατροδικαστή, με την πρόφαση ότι δεν υπήρχε επαρκές προσωπικό στην υπηρεσία για να τους συνοδεύσει. Ο Έλληνας συλληφθείς, εξάλλου, έτυχε μιας εξίσου «δημοκρατικής» μεταχείρισης και κατά τη διάρκεια της κράτησής του στο αστυνομικό τμήμα, όπου, αφού του αφαιρέθηκαν τα παπούτσια, έμεινε δεμένος με χειροπέδες ως το πρωί, χωρίς να του δοθεί τροφή και νερό.

Σε επικοινωνία που είχε το ΠΡΙΝ με τους δύο Κούρδους δημοσιογράφους μας κατήγγειλαν τις άθλιες συνθήκες κράτησης των ίδιων αλλά και δεκάδων άλλων κρατουμένων στο ΑΤ Ακροπόλεως, καθώς και το γεγονός πως δεν είχε ληφθεί κανένα μέτρο πρόληψης για την προστασία τους από τον κορωνοϊό.

Έπειτα από πολύωρη ταλαιπωρία και αφού παρέμειναν για περισσότερο από 3 ώρες στο λεωφορείο της αστυνομίας που τους μετέφερε στα δικαστήρια, οι δύο πρόσφυγες και ο Έλληνας κατηγορούμενος οδηγήθηκαν στο αυτόφωρο το απόγευμα της Δευτέρας 10/8, στις 17:00, όπου πήραν αναβολή για τις 19/8 στις 12:00, δεδομένου ότι οι μάρτυρες αστυνομικοί δεν προσήλθαν στο δικαστήριο. Αντιθέτως, και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία μέσα σε αυτό το κλίμα τρομοκράτησης και αστυνομικής αυθαιρεσίας, πολίτες που δεν έχουν χάσει τα δημοκρατικά τους αντανακλαστικά και την αίσθηση του δικαίου και της προάσπισής του, αναζήτησαν τον τόπο μεταφοράς των συλληφθέντων, όπου δεν τους επετράπη να καταθέσουν, και εμφανίστηκαν αυτοβούλως να καταθέσουν ως μάρτυρες υπεράσπισης ενώπιον του δικαστηρίου.

Χαρακτηριστικό της ασυδοσίας των οργάνων τήρησης της δημόσιας τάξης, είναι και το γεγονός πως, ενώ το δικαστήριο είχε αποφασίσει την άρση της κράτησης των τριών συλληφθέντων, οι αστυνομικοί, για να δώσουν το μήνυμα ότι αυτοί κάνουν κουμάντο, προφασιζόμενοι στο δικαστήριο ότι θα έπρεπε να περάσουν από το αστυνομικό τμήμα για κάποιες εκκρεμότητες, τους οδήγησαν εκ νέου στο ΑΤ Ακροπόλεως, δεμένους μεταξύ τους με χειροπέδες, – τις οποίες μάλιστα δεν είχαν βγάλει ούτε κατά την εξέτασή τους από τους δικαστές, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα από τον νόμο, – και τους απελευθέρωσαν μόλις έφτασαν μπροστά στο ΑΤ.

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι η Κούρδισα δημοσιογράφος Berçem Mordeniz που ζει στη Ελλάδα πάνω από 20 χρόνια, έχασε το 1995 σε ηλικία 5 ετών και τους δύο γονείς της, οι οποίοι δολοφονήθηκαν από τις τουρκικές δυνάμεις καταστολής, ενώ ο επίσης Κούρδος σύντροφός της έχει καταδικαστεί από τουρκικό δικαστήριο σε 10ετή φυλάκιση, για πολιτικούς λόγους, αφού κατήγγειλε ως δημοσιογράφος τις αυθαιρεσίες της τουρκικής κυβέρνησης.

Δυστυχώς, είναι πια σύνηθες και στη χώρα μας, όταν ένας πολίτης αντιδρά απέναντι στην βία και αυθαιρεσία της αστυνομίας σε βάρος άλλου πολίτη να βρίσκεται κατηγορούμενος και αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη. Αν, δε, προσπαθήσει να αποτυπώσει και με αποδεικτικά στοιχεία το δίκαιο, θα του φορτωθούν επιπλέον κατηγορίες για την πράξη του. Αυτό, δηλαδή, που έγινε στην Αμερική με τον δολοφονημένο Φλόυντ, η βιντεοσκόπηση από πολίτη της αστυνομικής αυθαιρεσίας, η «δημοκρατία» της χώρας μας δεν το ανέχεται. Πρέπει η αστυνομία, που αποδεδειγμένα στελεχώνεται σε μεγάλο ποσοστό από στοιχεία με ακραία φασιστική ιδεολογία (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα αποτελέσματα των εκλογών σε εκλογικά τμήματα στα οποία ψηφίζουν αστυνομικοί), να προστατεύεται στην αυθαιρεσία της πρακτικής της, από όποια δυνατότητα αποκάλυψης.

Αυτή είναι η «δημοκρατία» τους για την οποία επαίρονται. Μια «δημοκρατία» που επιτρέπει σε εκείνους που έχουν αναλάβει την προάσπισή της να δολοφονούν αθώους Αλέξανδρους, Ζακ, Εμπουκά, Βασίληδες… Μια «δημοκρατία» που παραδίδει στον Ερντογάν Κούρδους αγωνιστές, Τούρκους αντικαθεστωτικούς και δημοσιογράφους που διώκονται από το τουρκικό καθεστώς. Μια «δημοκρατία» που συλλαμβάνει και κακοποιεί άνεργους νέους που έκαναν το έγκλημα να γράψουν με μαρκαδόρο μια λέξη σε ένα τζάμι, αφήνοντας ασύδοτους όσους λυμαίνονται τον δημόσιο πλούτο. Μια «δημοκρατία» που ξηλώνει από τις πλατείες τα παγκάκια, μην τυχόν και βρει κάπου να γείρει το κορμάκι του κάποιο προσφυγόπουλο, στερώντας κάθε ανθρώπινο δικαίωμα σε ικέτες που προσφεύγουν στη χώρα μας για να βρουν άσυλο, καταδικάζοντας στην απόλυτη ένδεια και δυστυχία ντόπιους εργαζόμενους και πρόσφυγες, ενώ ταυτόχρονα κάνει επίδειξη γαλαντομίας σκορπώντας εκατομμύρια δημοσίου χρήματος για «project ζαρντινιέρες» των πρωθυπουργικών ανεψιών-δημάρχων και για άλλες παρόμοιες αγαθοεργίες…

Δικό μας καθήκον είναι να αντιστεκόμαστε και να αποκαλύπτουμε κάθε αυθαιρεσία του συστήματος απέναντι σε ντόπιους και ξένους, που πέφτει στην αντίληψή μας, με όπλο μας την αλληλεγγύη σε κάθε αδικημένο.

Πηγή: Λίτσα Φρυδά – prin.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το