Σπύρος Τζώκας*

Βαφτίζουν το σχολείο ως μηχανισμό ανάδειξης των αρίστων, αποκρύπτοντας πως ορίζουν ως άριστους τους ομοίους τους επιδιώκοντας την αναπαραγωγή τους

Αν “η μονή επιστήμη που υπάρχει είναι η επιστήμη του κρυμμένου”, είναι ευνόητο ότι η κοινωνιολογία συντάσσεται με τις ιστορικές δυνάμεις που, σε κάθε εποχή, εξαναγκάζουν την αλήθεια των σχέσεων δύναμης να αποκαλυφθεί, έστω και αν έτσι τις οδηγούν στην ολοένα και μεγαλύτερη απόκρυψη τους. P. Bourdieu, 1970.

Εάν μπορούσαμε να φανταστούμε το εκπαιδευτικό νομοσχέδιο το οποίο υπερψήφισε η συμπολίτευση ως μια άνοστη κι ασύνδετη τούρτα, τότε η ανακοίνωση του ωρολογίου προγράμματος αποτελεί σίγουρα το κερασάκι. Η σπουδή κι η βιασύνη της Υπουργού να προλάβει να παραδώσει ολοκληρωμένο έργο προτού τη διακόψει ο επερχόμενος μετασχηματισμός, έχει χαρακτηριστεί από την πλειοψηφία των συναδέλφων εκπαιδευτικών ως μία παλαιού τύπου επιβολή συντεχνιακών εξυπηρετήσεων δίχως παιδαγωγικό όφελος.

Η θεώρηση αυτή όμως εστιάζει στο αποτέλεσμα κι όχι στα αίτια αυτών των πολιτικών αλλαγών. Όπως έχει αναλυθεί από Κοινωνιολόγους όπως ο Bourdieu, η εκπαίδευση αποτελεί έκφραση του συσχετισμού ισχύος στο πεδίο της εξουσίας, με άλλα λόγια η εκάστοτε κυβέρνηση προωθεί τις εκπαιδευτικές αλλαγές οι οποίες συνταιριάζουν με την προώθηση αξιών και την εγκαθίδρυση κουλτούρας, οι οποίες έχουν ως στόχο να τη διατηρήσουν στη θέση αυτή.

Η ανακοίνωση του ωρολόγιου προγράμματος σε γυμνάσια και γενικά λύκεια, επιβεβαιώνει τα παραπάνω, υπό την έννοια ότι οι προωθούμενες αλλαγές όχι μόνο δεν ικανοποιούν τις ανάγκες των μαθητών, αλλά πολύ περισσότερο καλλιεργούν τη συντηρητικοποίηση του σχολείου. Σε ένα ευρωπαϊκό σχολείο του 2020, σε μια ιστορική περίοδο όπου το επίδικο είναι η διατήρηση της δημοκρατίας ως πολιτειακού πυρήνα και η αύξηση του βαθμού ελευθερίας έκφρασης ως παράγωγο κριτικής σκέψης, αποφασίστηκε η κατάργηση των μαθημάτων που βοηθούν τον πολίτη να σταθεί στη σωστή πλευρά της ιστορίας.Στην πράξη, το Υπουργείο αποφάσισε να αυξήσει τις ώρες που αντιστοιχούν στο μάθημα των αγγλικών στο λύκειο, “παραγνωρίζοντας” ότι η συντριπτική πλειονότητα των μαθητών είναι κατ’ ελάχιστο κάτοχοι πτυχίων επιπέδου καλής γνώσης. Την ίδια στιγμή, που διατηρεί σε όλες τις τάξεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης το μάθημα των θρησκευτικών και προωθεί τις επιχειρηματικές δεξιότητες, έρχεται να αφαιρέσει την ύπαρξη μαθημάτων της Επιστήμης του Δικαίου, της Πολιτικής Επιστήμης και της Κοινωνιολογίας. Μα καλά, την ώρα που οι έφηβοι έχουν την αγωνιά που γεννά η ανάγκη να κατανοήσουν τον τρόπο λειτουργίας του “κόσμου των ενηλίκων”, η απάντηση του υπουργείου είναι πως με λίγα αγγλικά και πολλή προσευχή θα καταφέρουν να κρατήσουν ανοιχτή μια μικρή επιχείρηση για να επιβιώσουν;

Η εφαρμογή συντηρητικών πολιτικών στην εκπαίδευση έχει στο στόχαστρο την κριτική σκέψη, η οποία έρχεται ως σύνθεση της γνώσης, της αντίληψης και της εμπειρίας, που θα εκφραστούν ως  ενιαία ερμηνεία του κόσμου και συνειδητοποίηση των αλλαγών που πρέπει να γίνουν. Αποτελεί τη βάση επί της οποίας θα χτιστεί η ικανότητα του πολίτη να αντιλαμβάνεται πίσω από τις λέξεις του εκάστοτε λαϊκιστή ή διαμορφωτή γνώμης, την πραγματική διάσταση των πολιτικών επιλόγων, η οποία θα εκφραστεί στην κάλπη ως  επιλογή προώθησης των δικών του συμφερόντων και όχι των επιβαλλόμενων.

Εξ ου και η, κατά τρόπο ουσιαστικό, κατάργηση των κοινωνικών επιστήμων στην προωθούμενη αδρανοποίηση των τριών σκελών της κριτικής σκέψης. Κατορθώνεται ταυτόχρονα η αλλαγή του γνωστικού αντικείμενου, η αποδυνάμωση της καλλιέργειας αντιληπτικών σχημάτων με την ενίσχυση της αποστήθισης, άλλα και η επιλογή, κατά την πρώτη επαφή των αυριανών επιστημόνων με την συστηματική μελέτη, το αντικείμενό της να είναι ξένο με την εμπειρία της καθημερινότητας και της κοινωνικής συναναστροφής. Έτσι, αντί να διαμορφώσουμε συνθήκες που θα ωθούν τον έφηβο να σταθεί στο “περίπτερο” (πραγματικό ή ηλεκτρονικό) και να αναγνώσει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων με κριτική διάθεση απέναντι στην συνήθη θεματολογία που αφορά την εφαρμογή της δημοκρατίας, τη λειτουργιά των θεσμών, την οικονομία, τα κοινωνικά φαινόμενα, τις διεθνείς εξελίξεις, τον οδηγούμε στο ρόλο ενός παθητικού τηλεθεατή πάνελ, όπου από τις μακροσκελείς διατυπώσεις των ειδημόνων θα καταλαβαίνει μονάχα λατινικής προέλευσης εκφράσεις όπως de facto, de jure κλπ τις οποίες θα αντιλαμβάνεται ως ένδειξη μόρφωσης.

Δυστυχώς, αποδεικνύεται όχι μόνο ότι οι πολίτικες ελίτ του συντηρητικού χώρου είναι αποκομμένες από την κοινωνία, αλλά και πως στο όνομα του λαού εφαρμόζουν πολιτικές οι οποίες θα μεγεθύνουν την απόσταση μεταξύ τους. Στο όνομα της ταξικής κινητικότητας, η οποία στα μέλη των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων φαντάζει ως η πραγμάτωση των προσδοκιών για μια καλύτερη ζωή, επιβάλλονται νομοθετήματα που στη  πράξη προασπίζουν την διατήρηση των υφιστάμενων ταξικών ισορροπιών με ελάχιστο τίμημα την κοινωνική άνοδο λιγοστών. Βαφτίζουν το σχολείο ως μηχανισμό ανάδειξης των αρίστων, αποκρύπτοντας πως ορίζουν ως άριστους τους ομοίους τους επιδιώκοντας την αναπαραγωγή τους.

Οι κοινωνικές επιστήμες, αναδεικνύοντας κατά τρόπο μείζονα, κριτικό και ουσιαστικό τα αναδυόμενα κοινωνικά αιτήματα, θεμελιώνουν με όρους επιστήμης την ανάγκη για αλλαγή και εξέλιξη. Η επιρροή τους είναι αδιαμφισβήτητη και τα παραδείγματα πολλά. Ίσως, χαρακτηριστικότερο όλων, ο προερχόμενος από παραδοσιακή συντηρητική πολίτικη οικογένεια Πρωθυπουργός, μετά από την επαφή του μαζί τους  έφτασε στο σημείο να εφαρμόζει κατά δήλωσή του “σχεδόν σοσιαλιστικές” πολιτικές έστω κι αν δεν τις διακρίνει κανείς.

*Αναπληρωτής εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το