Γιάννης Μελιόπουλος

Πέρασα το τέταρτο του αιώνα, κατά πως λέει κι ο ποιητής, δάσκαλος. Είκοσι πέντε συναπτά έτη στις σκονισμένες από κιμωλία αίθουσες, τις γεμάτες απ’ τις ανάσες τις δικές μου και δεκάδες μικρών παιδιών. Έχω ξεχάσει δυστυχώς, και δεν είναι κάτι που μου αρέσει, πόσα παιδικά κεφάλια αντίκρισα. Πόσα μπορεί να χωρέσει του ανθρώπου το μυαλό, πόσες φωνές, πόσα χαμόγελα, πόσα παιδικά κεφάλια; Είναι τόσα πολλά που, τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον δικαιολογώ τον εαυτό μου για την τόση απροσεξία του, ωστόσο εξακολουθώ και λυπάμαι. Θα ¨ θελα με κάποιον τρόπο να τα ξαναθυμηθώ.

    Πέρασα το ένα τέταρτο του αιώνα δάσκαλος. Και μπορεί να είναι τόσα που έχω ξεχάσει, όμως στ’ αλήθεια είναι τόσα κι άλλα τόσα που δεν ξεχνώ, που πάντα θα θυμάμαι και πάντα θα γνωρίζω.

    Έχω περάσει εκατοντάδες και χιλιάδες φορές την καθημερινή, ρουτινιάρικη, διαδικασία, της πρωινής συγκέντρωσης των μαθητών, που για τα ελληνικά δεδομένα σημαίνει πρωινή προσευχή. Έχω αντικρίσει αμέτρητες φορές τους μαθητές να έρχονται κουβαλώντας, βαριές, τις σχολικές τσάντες. Ομάδες ή μόνοι τους, ξεκινούν το πρωινό παιχνίδι  ή την κουβέντα από την είσοδο κιόλας του προαυλίου. Εκεί, στο σημείο που τελειώνει η φράση τους «γεια σου μπαμπά» ή «γεια σου παππού», σε κείνο ακριβώς το σημείο, χωρίς καμία παύση ξεκινά η άλλη, οι άλλες κουβέντες. Ξεκινά το παιχνίδι, ξεκινούν οι αγκαλιές, τα ακουμπήματα μεταξύ τους, κομμάτι της παιδικής κοινωνίας  του σχολείου.

    Κι ο τρόπος που ακουμπάνε στο έδαφος τις τσάντες τους χαρακτηριστικός. Η μία δίπλα στην άλλη, στοιχισμένες, σε θέσεις από πριν κατακτημένες, ίδιες σε καθημερινή βάση, πολλές φορές αιτία για μικρομαλώματα .     Παιχνίδι, λοιπόν, πρωινό. Τι πιο φυσιολογικό κι αναμενόμενο.Κι όταν χτυπήσει το κουδούνι έχω αντικρίσει τόσες φορές, που δεν μπορώ να θυμηθώ τον αριθμό, τα παιδιά να αρπάζουν τη θέση τους, εκείνη στην οποία είχαν ακουμπισμένη το σχολικό φορτίο. Έχω δει κι έχω ακούσει το σύρσιμο, το θόρυβο και τα τελευταία γέλια και φωνές, μέχρι την έναρξη της προσευχής. Παραταγμένα τα παιδιά, σε απόσταση αναπνοής, σε δυάδες, στοιχισμένα, παρακολουθούν. Κι όταν κι αυτή ολοκληρωθεί τότε, τρεχαλητό, καβάλα στα σκαλιά, σπρωξίματα και βιασύνη για να μπει κανείς πρώτος, πρώτη στην αίθουσα, σ’ έναν ακατανόητο πια για τους ενήλικες αγώνα.

    Πέρασα το ένα τέταρτο του αιώνα δάσκαλος. Κι έχω ζήσει, ούτε και ξέρω πόσες φορές την αρχή του μαθήματος. Κάποιες φορές βασανιστική, αφού τα ξεσηκωμένα μυαλά από το πρωινό παιχνίδι αρνούνται να καταλαγιάσουν. Κάποιες άλλες πιο ομαλή και πιο στρωμένη προς τις απαιτήσεις της εκπαίδευσης. Εκεί στην αίθουσα των δεκάδων παιδιών, είκοσι και είκοσι πέντε ψυχές, πολλές φορές στριμωγμένες, λίγες αραιά και άνετα. Τα θρανία των σχολειών μας συγκεκριμένα, των δύο θέσεων. Έχω ασφαλώς στο μυαλό τα παλιότερα των τριών που χάθηκαν στο διάβα του χρόνου, χρόνος που πρόσφερε  μεγαλύτερη άνεση πια. Δυο δυο μαθητές και μαθήτριες, καθισμένοι, με απλωμένη την πραμάτεια τους στα θρανία. Μολύβια, ξύστρες και σβήστρες, τετράδια και βιβλία όλα αραδιασμένα, από  μικρούς πραματευτές ταχτικά και συγυρισμένα κι από άλλους ριγμένα χύμα. Δεν πειράζει, αυτή είναι η ποικιλία. Κι οι μικροί μαθητές ακουμπούν ο ένας με τον άλλο, κι όταν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι η αύρα και η θέρμη του σώματός τους που τους φέρνει σε επαφή. Μία διαρκής, ασταμάτητη κι αναγκαία επαφή, που όσο κι αν κάποιος ήθελε, άγνωστο γιατί, να τη σταματήσει ή και να τη μειώσει θα αποτύγχανε τραγικά.

    Πέρασα το τέταρτο του αιώνα δάσκαλος. Κι είναι αμέτρητες οι φορές, ων ουκ έστι αριθμός, που στάθηκα πάνω από τα παιδικά μαλλιά και κοίταξα, από απόσταση αναπνοής, τα κατορθώματα των μικρών παιδιών σε τετράδια και βιβλία. Είναι αμέτρητες οι φορές που τους κράτησα το αδύναμο χέρι, καθοδηγώντας το στα πρώτα του αμήχανα γραψίματα και σχέδια επί χάρτου. Είναι αμέτρητες οι φορές που τους ψιθύρισα σιγανά, για να μην ακουστώ, λέξεις και λόγια για να τα βοηθήσω. Είναι αμέτρητες οι φορές που ήρθαν και κάθισαν κοντά μου να μιλήσουμε, κι έτυχε να με ακουμπήσουν ή να τα ακουμπήσω κι εγώ.     Πέρασα το ένα τέταρτο του αιώνα δάσκαλος και μπορώ να γράφω ασταμάτητα, δεκάδες παραδείγματα σαν κι αυτά. Παραδείγματα ζωής, παιδικής, μεγαλώματος και κοινωνικοποίησης. Δεκάδες. Εκατοντάδες.  Χιλιάδες. Ξέρω πως μόνο τέτοια  είναι η εκπαίδευση, μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται πραγματικά. Ξέρω πως αυτή είναι η υγιεινή του σχολείου και της τάξης. Δεν υπάρχει τίποτε πιο υγιές από αυτό, τίποτε πιο αληθινό από το άγγιγμα ενός παιδιού με ένα άλλο. Τίποτε πιο αληθινό από το ξέγνοιαστο παιχνίδι, που δε γίνεται και δεν μπορεί να σεβαστεί αποστάσεις ασφαλείας, γάντια και μάσκες. Τίποτε πιο πραγματικό και ανθρώπινο από την αγκαλιά, το τράβηγμα του μικρού φίλου στο κυνηγητό, στο κρυφτό ή σε κάθε, ευφάνταστο, παιδικό παιχνίδι.  Αυτή είναι η υγιεινή του σχολείου και της σχολικής τάξης και δύσκολα παραβλέπεται. Παραβλέπεται μόνο από όσους θέλουν να πετάξουν στην άκρη κάθε έννοια παιδικότητας, μόνο από όσους επιχειρούν, για οποιουσδήποτε λόγους, να πραγματοποιήσουν τη μεγαλύτερη αφαίρεση… αυτή, του παιδιού.

    Πέρασα το τέταρτο του αιώνα δάσκαλος. Μην πει κανείς πως αυτά ισχύουν μόνο στα μικρά παιδιά. Τα ίδια, διαφοροποιημένα με την ηλικία, ισχύουν και για μεγαλύτερα. Μην πει κανείς πως είναι, μόνο, προσωπικές εμπειρίες. Κάθε δάσκαλος μπορεί να βεβαιώσει όσα λέω. Και κάθε θεωρία επίσης. Άσχετο αν δεν υπάρχει κανείς απολύτως λόγος να τις αραδιάσουμε εδώ.

Ο Γιάννης Μελιόπουλος είναι δάσκαλος, μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου Ημαθίας

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το

Παρόμοια αρθρογραφία