ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ο Ντζιβαλικορντόν το έβαλε στην κλειδαριά και προσπάθησε να ανοίξει. Αυτό γυρνούσε λίγες μοίρες δεξιά, όμως κάπου μάγκωνε και δεν έκανε το μαγικό κλικ του ξεκλειδώματος. Προσπάθησε πολλές φορές αλλά μάταια.

‘Απαράδεκτο’ στρίγκλισε με τη στριγκή φωνούλα, που τον ξεχώριζε από τους υπόλοιπους Ντζιβαλικορντόν. ‘Μου παραδίδουν σκουριασμένα κλειδιά για μαγκωμένες κλειδαριές’

Η τσιριχτή φωνή ήταν τόσο ανυπόφορη, που τα στρούθια του διπλανού δέντρου νόμισαν πως ξύπνησε το φίδι της κουφάλας και πέταξαν τρομαγμένα. Και η γάτα που τον είχε πάρει στο κατόπιν, λαχτάρησε απ’ το συριγμό και την κοπάνησε.

Εξάλλου δεν είχε δει ποτέ πριν τόσο μεγάλο Ντζιβαλικορντόν. Έφερε στο νου του τη θριαμβευτική σκηνή της παράδοσης των κλειδιών. Τις τελευταίες μέρες, μόλις έκανε να βγει στο δρόμο, μπουλούκια ξεπρόβαλαν και του πέταγαν κλειδιά. Φυλαγόταν να μην τα φάει κατακέφαλα και μετά έσκυβε και τα μάζευε.

Θα προτιμούσε βέβαια, αντί να τα εκσφενδονίζουν, να τα παραδίνουν με υπόκλιση, απαγγέλλοντας, ‘πάρε τα χρυσά κλειδιά να κλειδώσεις μια καρδιά που την έκανες δική σου’. Έστω κι έτσι όμως, το αποτέλεσμα μετράει. Είχε θυμώσει πολύ μ’ αυτό το παλιόκλειδο. Η εμπειρία του στις παραβιάσεις κλειδαριών, ανάμεσα στους υπόλοιπους θεσμικούς κλειδαράδες της χώρας, τον είχε δικαιωματικά ανεβάσει στο βάθρο του Πρώτου Κλειδαρχίδη, ένα αξίωμα που καλλιεργούσε βάσιμες προσδοκίες για ανάδειξή του στο ύπατο αξίωμα. Και είχε φτάσει ως εδώ μόνος του, αυτοδημιούργητος, χωρίς καμιά κληρονομικώ δικαίω προώθηση, πουλώντας βίπερ Νόρα και διασκευές του ‘ο Αγών μου’…

Είχε καταφέρει, με τα μικρά άσπρα δαχτυλάκια του, να ανοίξει πολλές κερκόπορτες. Όποτε χρειάστηκε να μπουν θεσμικοί επενδυτές, φαρμακοτρίφτες παγκόσμιου βεληνεκούς, κλινικάρχες, ασφαλιστές, ασφαλίτες, συνάδελφοι πλασιέδες, κάθε λογής λαμόγια και παράγοντες, ο Ντζιβαλικορντόν παραβίαζε την αντίστοιχη κλειδαριά και γινόντουσαν μεγάλα πάρτυ στην, πέραν της κερκόπορτας, αίθουσα δεξιώσεων.

Όταν η ‘αυτοκινητοβιομηχανία του Λαού’ των Οστρογότθων έκανε μια μεγάλη επικερδή κουτσουκέλα, αυτός δεν ήταν που άνοιξε την πύλη Deiselgate και καθάρισαν οι Οστρογότθοι και ζήσανε οι Ντζιβαλικορντόν καλά κι οι Οστρογότθοι καλύτερα;

Θυμήθηκε εκείνο το τραγούδι, ‘έχε το νου σου στο παιδί, κλείσε την πόρτα με κλειδί, ψέματα λένε’ και χαμογέλασε χαιρέκακα. ‘Ας πρόσεχαν’, σκέφτηκε.

Το κλειδί επέμενε να μη γυρνά και δικαιολογημένα ο Πρώτος Κλειδαρχίδης τσίριζε θυμωμένος. Δεν ήταν δα και καμιά περιώνυμη πόρτα. Ένα πατσατζίδικο στο Βαρδάρη. Από τις χαραμάδες της πόρτας έβγαινε μυρωδιά από πολυκαιρισμένο σκορδοστούμπι και το λεπτεπίλεπτο στομάχι του Ντζιβαλικορντόν ανακατεύτηκε. ‘Μπιθουλαίοι’, ψιθύρισε!

Τότε του ήρθε η φαεινή! Έβγαλε το κλειδί κι έφτυσε στην άκρη. Η πηχτή γλίτσα του ιδιαίτερου σάλιου του, λειτούργησε σαν λιπαντικό. Το κλειδί γύρισε μαλακά, η πόρτα έτριξε, κλώτσησε το βουνό των απλήρωτων λογαριασμών και μπήκε. Απ’ τις γωνιές του στενοσόκακου, πετάχτηκαν κι άλλοι αρουραίοι. Τύλιξε τη μακριά του ουρά στις ουρές των άλλων και ξεκίνησαν έναν τρελό χορό. Ο Ντζιβαλικορντόν ένοιωσε θριαμβευτής. Καμιά κερκόπορτα πριν δεν του είχε αντισταθεί τόσο πολύ. Κανένας αρουραίος δεν θα μπορούσε να του πάρει πια τη θέση του Πρώτου Κλειδαρχίδη.

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το