ΤΟ ΕΠΙΤΑΚΤΟ ΚΙ Η ΚΟΚΟΡΟΣΟΥΠΑ
(σα μια “γλυκιά τουφεκιά”)

Χτες σήκωσα το γελαστό μωρό, άκουσα για “τα παιδιά της καλαθούνας”. ήπια καϊμακλίδικο καφέ κι απ’ το μπαλκόνι της Ελευθερίας, στα ψηλώματα της Κυψέλης, είδα όλο το Σαρωνικό.
Σκέφτηκα, ωραίος συμβολισμός να βλέπεις από καταφύγιο Ελευθερίας τη θάλασσα. Μου ήρθε λοιπόν ιδέα.
Για να ξαλεγκράρω την πλάκωση των ημερών, πήρα το τρένο και κατέβηκα στον Πειραιά. Να περπατήσω σ’ ένα ντόκο με βίντσια και βρεγμένους κάβους, να δω τη θάλασσα από κοντά, να ξεπλαντάξω.
Είχε το μελανό χρώμα του θυμού, μπορεί και του τριγυρινού τσιμέντου, μα ήταν σίγουρα η θάλασσα. Καθώς περπατούσα, προσέχοντας τους κάβους και τα αναπετάσματα του νερού τους, κάθε που τεντώνονταν στα τραμπαλίσματα των δεμένων καραβιών, πετάχτηκε μέσα μου μια μνήμη ενός δύσκολου και αλλόκοτου ταξιδιού, που έκανα παιδί.
Δεν θυμάμαι αν πήγαινα σχολείο. Δεκαετία του ’60 πάντως, χριστουγεννιάτικες διακοπές στην Κάλυμνο, φουρτούνα και απαγορευτικό απόπλου και πώς της ήρθε της μάνας μου, να πρέπει να ‘ ναι του Α-Γιαννιού στο σχολείο κι ας ήταν δεμένα τα καράβια κι ας την έπιανε ναυτία στην όψη της θάλασσας κι ας είχε κι εμένα συνεπιβάτη, μια σταλιά παιδί.
Το Επίτακτο ήταν ένα καΐκι, παλιό σαν την Ιστορία, μα γερό σκαρί και είχε βαφτιστεί έτσι, από τον καιρό που οι Ιταλοί, πριν το ΄48, το είχαν επιτάξει.
Ο καπετάν Κώστας Ζαγοριανός, κι αυτός παλιός σαν την Ιστορία, μα γερό σκαρί, έκανε δυο ή τρία δρομολόγια για Αστυπαλιά, κάθε βδομάδα.
Λέει της μάνας μου, “δασκάλα, η θάλασσα βγάζει φίδια”.
Και η μάνα μου σα να μην άκουσε ή σα να μην την ένοιαξε.
– Θα φτάσουμε στην Αστυπαλιά;
– Μωρέ θα φτάσουμε αλλά δεν ξέρω εσείς πώς θα ‘στε.
Το καΐκι είχε ένα μικρό κουβούκλιο για το τιμόνι, καφάσια με εμπορεύματα, ίσια μοιρασμένα στις δυο μεριές του καταστρώματος και μια πλωριά γοργόνα, που δεν ξέρω πια αν τη θυμάμαι ή αν τη φαντάστηκα.
Μας βάλανε ανάμεσα στα καφάσια, ξαπλωμένες στην κουβέρτα και σκεπασμένες με νιτσεράδες.
“Θα σας δέσω, δασκάλα”, είπε ο καπετάν Κώστας, μόλις ανοιχτήκαμε.
“Χριστέ μου” είπε η μάνα μου και δεν έμαθα ποτέ αν το είπε γιατί φοβήθηκε ή γιατί ετοιμαζόταν να ξεράσει.
Μας έδεσαν. Ξαπλωμένες ανάσκελα στην κουβέρτα του καΐκιού και δεμένες. Οκτώ ώρες για ένα ταξίδι τριών ωρών, με πλώρη κατά τη μεριά που δεν πλευροκοπούν τα κύματα. Η μάνα μου έγερνε το κεφάλι στο πλάι και ξερνοκοπιόταν. Εγώ έκλαψα, τουρτούριζα, μετά κατουρήθηκα γιατί δεν μπορούσα πια να κρατηθώ, στον Πούλαρη νόμιζα ότι πεθάναμε και μετά φτάσαμε.
Κάποιος με πήρε αγκαλιά και με κατέβασε απ’ το Επίτακτο, κάποιος με πήρε αγκαλιά και με κρέμασε στο σαμάρι μουλαριού. Δεν μπορούσα να σταματήσω το τουρτούρισμα, ούτε και να δω τι κάνει η μάνα μου αφού νόμιζα πως ήμασταν κι οι δύο πεθαμένες
Μας πήραν πάλι αγκαλιά και μας κατέβασαν στην κουζίνα της Λαμπινής.
“Αθεόφοβη”, είπε η Λαμπινή μου της μάνας μου. “Το παιδί δεν το σκέφτηκες;”
Μας έγδυσαν, μας έτριψαν με σπίρτο, μας κουκούλωσαν στο σιδερένιο κρεβάτι και σιγά-σιγά έπαψε το κρεβάτι να κλυδωνίζεται στα κύματα, ζεστάθηκα, ξαναγύρισα στη ζωή και πείνασα.
Η Λαμπινή μου με πήρε στην αγκαλιά της που μύριζε ανθότυρο, κανέλα και ζαφορά.
-Αγγελινάκι, φτηνά τη γλιτώσατε. Αχ η κακούργα η μάνα σου.
Της χάιδεψε το κεφάλι, όπως ήταν ξαπλωμένη και ανήμπορη και μ’ έβαλε, δίπλα στο μαγκάλι, μπροστά σε αχνιστό πιάτο με σούπα.
Η κοκορόσουπα της Λαμπινής ήταν το τέλος κάθε ταξιδιού.
Και η αρχή ενός καινούργιου.
Εβαζε μανέστρα αντί για ρύζι, ” για να κατεβάζει βελούδα στο λαιμό”, στη μέση της ζεστής σούπας ένα παχύ κομμάτι ανθότυρο, να λιώσει τα φρέσκα γαλατοβούτυρά του και μοσχοβόλαγε αυγολέμονο.
Κάπου εκεί πρέπει να είπα, “Λαμπινή μου σ’ αγαπώ”
Γυρνώντας χτες απ’ τον Πειραιά, ξεπλανταγμένη κάπως από τα τωρινά, μα μ’ ένα Επίτακτο να ταξιδεύει μέσα μου, πήγα και πήρα κόκορα.
Ο κόκορας δεν είναι Αστυπαλίτης αλανιάρης μα το αυγολέμονο θα το κάνω παχύ, κατά τις συμβουλές της Λαμπινής μου, θα βάλω και μανέστρα, να έχω την παρηγοριά βελούδων στο λαιμό κι ένα κομμάτι ανθότυρο.
Και πάλι, θα μου λείπει εκείνη η φουρτούνα που ήταν μόνο θάλασσα.
Θα μου λείπουν οι αγκαλιές με ζαφορά και μυρωδιά κανέλας.

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το