Καμιά παλινωδία δεν μπορεί να χαρίσει του τραγούδι του Νεκρού Αδερφού στους φονιάδες του.
Καμιά αστόχαστη κουβέντα δεν μπορεί να χαμηλώσει το μπόι του Canto General.
Ποιος έβγαλε τόσους ποιητές απ’ τις σελίδες των βιβλίων και τους έβαλε στα χείλη μας, στην καρδιά, και στις πλατείες;
Ποιος μας σύστησε πρώτος το Σεφέρη, τον Ελύτη, το Ρίτσο, τον Καρυωτάκη, το Λειβαδίτη, τον Αναγνωστάκη, τον Καμπανέλλη, το Νερούδα, τον Λόρκα, τον Γκανά, τον Ελευθερίου;
Ποιος έβαλε αυτή τη μεγάλη στρατιά των ποιητών, να περπατούν δίπλα μας στους δρόμους, να πίνουν κρασί μαζί μας στις ταβέρνες, να ψυχώνουν τις καρδιές μέσα στα υπόγεια κρατητήρια, να υψώνονται πάνω από τα ξερονήσια της εξορίας και να ζωντανεύουν τη νέκρα τους;
Κανένας φασίστας δεν μπορεί να ψιθυρίσει καν την Πόρτα ανοίγω το Βράδυ, την Όμορφη Πόλη, τη Δραπετσώνα.
Κανένας κανακάρης των σαλονιών δεν έχει φωνή για να τραγουδήσει,
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν
οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Μίκη, για καμιά αστοχία δεν σε χαρίζουμε σε κανένα.
Εξάλλου είμαστε ένα λαός γεμάτος αστοχίες και παλινωδίες.
Ούτε κι εσύ μπορείς να χαριστείς πια. Γι αυτό ο θυμός μας είναι άκυρος.
Χρόνια σου πολλά!
Σου χρωστάμε, τη μελοποίηση της νιότης μας και της νιότης του κόσμου, απ’ το Γκριζοπράσινο φύλλο, μέχρι το Σαντιάγο της Χιλής.

Νίνα Γεωργιάδου

Την πόρτα ανοίγω το βράδυ

Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Πρώτη εκτέλεση: Μίκης Θεοδωράκης

Άλλες ερμηνείες: Άλκηστις Πρωτοψάλτη Διονύσης Τσακνής Έλενα Μπάση

Την πόρτα ανοίγω το βράδυ, τη λάμπα κρατώ ψηλά, να δούνε της γης οι θλιμμένοι, να ‘ρθούνε, να βρουν συντροφιά. Να βρούνε στρωμένο τραπέζι, σταμνί για να πιει ο καημός κι ανάμεσά μας θα στέκει ο πόνος, του κόσμου αδερφός. Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν, σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός κι εκεί καθώς θα μιλάμε θα ‘ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το