Δημήτρης Μαυρίδης

Επ’ ουδενί λόγω η διέλευση της γλώσσας πάνω στο παγωτό ξυλάκι ή χωνάκι ακόμα και με τον πιο προκλητικό τρόπο δύναται να αποτελεί μια κατακριτέα, ανάρμοστη και άξια σχολιασμού πράξη. Οπωσδήποτε, την πράξη αυτή θα επιτελούσε καθένας με τον τρόπο του, ανάλογα με τη διάθεση και τη στοχοθεσία του. Έτσι, λοιπόν, αυτός που επιθυμεί άμεσα να δροσιστεί την περίοδο των κυνικών καυμάτων δαγκώνει το παγωμένο γλύκισμα με τρόπο άξεστο και βίαιο, ενώ αυτός που επιδιώκει το ερωτικό ενδιαφέρον ενός άλλου προσώπου το γλείφει με ηδονή και χάρη περισσή.

Συνεπώς, η ενέργεια του γλειψίματος είναι κάτι απόλυτα φυσιολογικό όταν πρόκειται για τη συλλογή τροφής μέσω της γλώσσας είτε για την εξυπηρέτηση μιας βιολογικής είτε για την κάλυψη μιας συναισθηματικής ανάγκης. Άλλωστε, η ενέργεια αυτή δε χαρακτηρίζει μόνον τον άνθρωπο, αλλά και όλα τα θηλαστικά.

Όμως τι συμβαίνει όταν το «γλείψιμο» αρχίζει και παίρνει τη μορφή τελεστικού λόγου σχετικού με την κοινωνική και πολιτική ζωή ενός τόπου; Αναμφισβήτητα, το γλείψιμο αυτού του είδους δεν είναι προϊόν μιας συγκεκριμένης εποχής ή συνθήκης. Για παράδειγμα, θα ήταν άτοπο αν υποστήριζε κάποιος ότι εμφανίστηκε εντονότερα στις σημερινές πρωτοφανείς και αλλόκοτες συνθήκες του εγκλεισμού ή ότι εντάσσεται στη γενικότερη κατρακύλα των πολιτικών ηθών της τελευταίας δεκαετίας με κορύφωσή του κατά την περίοδο της πανδημίας.

Το «γλείψιμο», ως βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης μικρότητας, ανέκαθεν υπήρχε και θα εξακολουθήσει να υπάρχει. Θα λέγαμε ότι είναι για πολλούς ένα βοηθητικό, φορητό και προσαρμόσιμο σε κάθε ύψος σκαλοπάτι στην κλίμακα της αυτοπραγμάτωσης. Εδώ, φυσικά, μιλάμε για την προσπάθεια ενός ατόμου για απόσπαση της εύνοιας κάποιου άλλου ισχυρότερου μέσω της κολακείας του πρώτου προς τον δεύτερο. Ο σκοπός του πρώτου είναι η εξασφάλιση μιας εκδούλευσης, η αποκόμιση υλικών αγαθών με απώτερο αυτόν της επαγγελματικής, της κοινωνικής και πολιτικής ανέλιξης.

Το συγκεκριμένο φαινόμενο αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν συναντάται στο δημοσιογραφικό χώρο, καθώς οι άνθρωποι των μίντια κυρίως είναι αυτοί οι οποίοι διαμορφώνουν την κοινή γνώμη και – καλώς ή κακώς – εκτίθενται πολύ περισσότερο από κάθε άλλη επαγγελματική ομάδα στα μάτια του κοινού. Επίσης, πρόκειται για την επαγγελματική αυτή ομάδα που αποτελεί το συνδετικό κρίκο του πολίτη με τον πολιτικό κόσμο και την εξουσία, την οποία οφείλει να κρίνει, να επιτιμά και εν τέλει να ελέγχει προς όφελος του λαού. Έτσι, απαραίτητο προσόν του δημοσιογράφου και δη του τηλεοπτικού παρουσιαστή είναι μεν η ευγένεια προς το συνομιλητή, αλλά ταυτόχρονα και η επίδειξη μιας ελάχιστης εντιμότητας απέναντι στον δέκτη – τηλεθεατή. Η εντιμότητα αυτή έγκειται αφενός στην εις βάθος – κι όχι στην άρπα κόλλα – γνώση των αληθινών προβλημάτων της κοινωνίας ή του τομέα στον οποίο εξειδικεύεται δημοσιογραφικά και αφετέρου στην φιλολαϊκή του παρουσία απέναντι στην εξουσία.

Σε κάθε άλλη περίπτωση, μιλάμε είτε για τύπους αδαείς, που μπαλώνουν τα κενά του τηλεοπτικού χρόνου με χαζολογήματα και ανούσιους σχολιασμούς είτε – ακόμα χειρότερα – για αριβίστες οι οποίοι εξυπηρετούν τα συμφέροντα της εκάστοτε εξουσίας δια του προπαγανδιστικού τους λόγου. Φυσικά, η συνύπαρξη της άγνοιας και του τυχοδιωκτισμού στο ίδιο πρόσωπο είναι καταστρεπτική τόσο για το λειτούργημα του δημοσιογράφου όσο και για τα λαϊκά συμφέροντα.

Το «γλείψιμο», ωστόσο, δε γνωρίζει κατηγοριοποιήσεις και μπορεί κάλλιστα να είναι κοινός παρονομαστής στον ανόητο και στον σπεκουλαδόρο. Και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια που διαπιστώνεται καθημερινά ακόμα και από τον πιο ανυποψίαστο τηλεθεατή. Όταν, για παράδειγμα, η χώρα στενάζει υπό το βάρος σημαντικών προβλημάτων στο χώρο της παιδείας και διαγράφεται δυσοίωνο το μορφωτικό μέλλον των παιδιών και το οικονομικό των γονιών, η κολακεία προς την αρμόδια υπουργό θεωρείται το λιγότερο αφέλεια. Και αν δεν είναι αφέλεια, τότε είναι καιροσκοπισμός. Ό, τι και να είναι από τα δύο – που μπορεί να είναι και τα δύο – πρόκειται σίγουρα για μια πράξη πρόκλησης του δημοσίου αισθήματος.

Γιατί, εύλογα ο τηλεθεατής αναρωτήθηκε αρχικά για το πόση σημασία μπορεί να έχει το κολιέ και ο πίνακας της υπουργού σε μια συζήτηση που αφορά το φλέγον ζήτημα των εξετάσεων και του ανοίγματος των σχολείων σε στιγμές έξαρσης μιας πανδημίας. Γρήγορα, όμως, αντελήφθη ότι πρόκειται για μια από τις συνηθισμένες δημοσιογραφικές κολακείες σε ζωντανή μάλιστα μετάδοση. Μέχρι και η υπουργός – ασυνήθιστη σε τέτοια – εμφανώς βρέθηκε σε αμηχανία από τις τόσο πρωτότυπες φιλοφρονήσεις!     

Το συγκεκριμένο περιστατικό δεν είναι μεμονωμένο. Η πολιτική εξουσία εξυπηρετείται ποικιλοτρόπως από μεγάλο μέρος του δημοσιογραφικού κόσμου, που πληρώνεται απ’ αυτήν και γι’ αυτόν τον σκοπό. Το «γλείψιμο», αναμφίβολα, είναι βασικό συστατικό στοιχείο της προαναφερθείσας αντιδεοντολογικής συνταγής και συναλλαγής, του οποίου τα αποτελέσματα τα βλέπουμε στην τηλεοπτική κυρίως καθημερινότητα σε συνάρτηση με τις πολιτικές εξελίξεις. Δυστυχώς, όμως, μακροπρόθεσμα θα κατανοήσει ο μέσος πολίτης τις συνέπειες του χαϊδέματος και των κολακειών προς την εξουσία πάνω στο δικό του βίο. Γιατί, στο γλοιώδη ανταγωνισμό των φιλοφρονήσεων πολύ γρήγορα «αλλάζει ο κολιές» σε βραχιόλι και ο πίνακας ζωγραφικής σε πορτατίφ ή σε παντατίφ.

  Μαυρίδης Δημήτρης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το