Είκοσι επτά χρόνια πριν, σημειώθηκε μία από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις σε φυλακές στην Ιστορία των ΗΠΑ. Ξεχώρισε για την αντοχή της, 11 ημέρες, αλλά κυρίως για το γεγονός ότι 450 λευκοί και μαύροι κρατούμενοι ενώθηκαν σε ένα κοινό αγώνα ενάντια στη ρατσιστική κακομεταχείριση των μαύρων και συνολικά ενάντια στις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούσαν στις φυλακές. Εννιά κρατούμενοι κι ένας φύλακας σκοτώθηκαν. Μετά από διαπραγμάτευση για την παράδοσή τους, πέντε κρατούμενοι, που ηγούνταν του αγώνα, καταδικάστηκαν σε θάνατο.

Ο λόγος για την εξέγερση στη φυλακή υψίστης ασφαλείας στο Λούκασβιλ, στο νότιο Οχάιο, και την κατάληψη κελιών και χώρων της φυλακής από τους κρατούμενους. Στην εξέγερση, η οποία ξεκίνησε στις 11 Απριλίου του 1993 και ολοκληρώθηκε στις 21 του ίδιου μήνα, ξεχώρισαν συνθήματα όπως: «Μαύροι και λευκοί μαζί» – «Μαύροι και λευκοί, λευκοί και μαύροι ενωμένοι».

Οι πέντε κρατούμενοι που καταδικάστηκαν σε θάνατο συμπυκνώνουν τη σύνθεση που επικρατούσε στις φυλακές κατά την εξέγερση. Οι τρεις ήταν μαύροι και οι δύο λευκοί. Οι δύο από τους μαύρους ήταν μουσουλμάνοι. Σήμερα και οι πέντε παραμένουν ζωντανοί, καθώς η εκτέλεσή τους έχει αναβληθεί τρεις φορές. Για τον μοναδικό που έχει οριστεί συγκεκριμένη ημερομηνία εκτέλεσης, είναι ο Μπομάνι Σακούρ (51 ετών σήμερα), στις 16 Νοεμβρίου του 2023. Οι υπόλοιποι τέσσερις είναι οι Σιντίκε Αμπντουλάχ Χάσαν (57 ετών), Τζέισον Χάρι Ρομπ (53 ετών), Τζορτζ Σκάτζες (74 ετών) και ο Ναμίρ Αμπντούλ Ματίν (63 ετών).

Για όσα συνέβησαν τότε, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συνέντευξη του Σιντίκε Αμπντουλάχ Χάσαν στην ιστοσελίδα socialistworker.org το 2018 και στον δημοσιογράφο Τάιλερ Μπάρτον.

Μιλώντας για τα γεγονότα που οδήγησαν στην εξέγερση, τόνισε ότι είχε προηγηθεί μια μακρά περίοδος κακοποίησης των κρατουμένων. «Οι φρουροί επετίθεντο και δολοφονούσαν κρατούμενους, χωρίς να τιμωρούνται με αυστηρές ποινές, όπως όριζε ο νόμος. Στην καλύτερη περίπτωση, έχαναν ορισμένοι τη θέση τους και μεταφέρονταν μετά σε άλλη φυλακή είτε υπέβαλλαν ένσταση στην ομοσπονδία τους και επέστρεφαν κανονικά στο πόστο που είχαν πριν. Οι φύλακες είχαν την ελευθερία να κάνουν ό,τι θέλουν με τους φυλακισμένους».

«Για να μας δείρουν έλεγαν ότι τους κλωτσήσαμε πρώτοι»

Το Λούκασβιλ ήταν κυρίως μια λευκή κοινότητα. Γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο, γιατί, όπως αναφέρει ο Σ. Χάσαν, οι άνθρωποι που ήταν από εκεί και εργάζονταν στη φυλακή «δεν είχαν καμία εμπειρία και επαφή με έγχρωμους». Για να δικαιολογήσουν ύστερα τις επιθέσεις τους σε βάρος των κρατουμένων έλεγαν ψέματα, όπως ότι κάποιος κρατούμενος τους είχε κλωτσήσει πρώτα. «Όπως συμβαίνει και έξω από τις φυλακές, με τους αστυνομικούς που επιχειρούν με παρόμοιους τρόπους να δικαιολογήσουν τη βία που ασκούν στον κόσμο».

Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η απόφαση από τη διοίκηση της φυλακής, με επικεφαλής τον Άρθουρ Τέιτ Τζούνιορ, να κάνει το τεστ Μαντού για τη φυματίωση. «Το πρόβλημα είναι ότι το τεστ περιέχει φαινόλη, μια ουσία αλκοόλ. Στους μουσουλμάνους, απαγορεύεται να καταναλώσουν αλκοόλ, να αγοράσουν αλκοόλ ή να αναμειχθούν με οτιδήποτε έχει να κάνει με αλκοόλ, με οποιοδήποτε τρόπο. Λέγαμε στον διοικητή ότι ‘κοίτα, είμαστε μια πραγματική ομάδα πιστών. Η προσπάθεια να μας επιβάλεις το τεστ είναι παραβίαση των δικαιωμάτων μας. Δεν έχουμε πρόβλημα να κάνουμε το τεστ. Αφορά θέμα δημόσιας υγείας και μπορούμε να το κατανοήσουμε. Αυτό που ζητάμε είναι να είσαι διπλωματικός και να μας επιτρέψεις να κάνουμε ένα εναλλακτικό τεστ’».

Οι φυλακισμένοι μάλιστα έφεραν προς πρόταση να πραγματοποιήσουν τα τεστ του Πανεπιστημίου Τάσκεγκι από την Αλαμπάμα. Αντ’ αυτού εισέπραξαν χλευαστικές απαντήσεις και προκλήσεις. «Ο αρχηγός της φυλακής, κάνοντας ένα αστείο εις βάρος μας, είπε: ‘Πόση δύναμη χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε;’».

«Υπήρχαν και άλλοι δρόμοι ν’ ακολουθήσουμε. Είχαμε καταστήσει σαφές ότι ήμασταν πρόθυμοι να υποβληθούμε σε άλλα τεστ ή να μπούμε σε καραντίνα. Ο διοικητής της φυλακής αντέτεινε ότι κανένας τρόφιμος δεν θα του υπαγόρευε πώς θα διευθύνει το ίδρυμά του. Αυτό ήταν το λάθος στον τρόπο σκέψης του. Δεν του υπαγορεύαμε τίποτα. Ήταν το Ανώτατο Δικαστήριο που είχε ήδη υπαγορεύσει σε αυτόν και σε κάθε διοίκηση φυλακής ποια είναι τα συνταγματικά δικαιώματα των κρατουμένων», σημειώνει ο Σ. Χάσαν.

Για όσα προσπάθησαν οι κρατούμενοι να πετύχουν, ο Σ. Χάσαν τονίζει ότι οι μουσουλμάνοι το μόνο που ήθελαν «ήταν μια ειρηνική διαμαρτυρία για ν’ αφαιρεθεί η ευθύνη για το ζήτημα από τον διοικητή της φυλακής και να περάσει στον διευθυντή του Κεντρικού Γραφείου στο Κολόμπους.» Ο λόγος που η ειρηνική διαμαρτυρία μετετράπη σε εξέγερση ήταν «η αλαζονική συμπεριφορά του προσωπικού της φυλακής σε κρατούμενους, κάνοντας άνω κάτω τα κελιά τους και πετώντας τα πράγματα και τα θρησκευτικά τους αντικείμενα στο έδαφος. Όταν οι φρουροί βγήκαν από τα κελιά, ήταν σαν να χτύπησε τυφώνας, οπότε οι άνθρωποι μετά ένιωθαν μεγάλη εχθρότητα απέναντί τους».

Όταν μαύροι, έγχρωμοι και λευκοί έγιναν ένα

Ερωτηθείς για τη διαφυλετική αλληλεγγύη και πώς κατάφερε αυτή να καλλιεργηθεί μεταξύ των πολλών κρατουμένων, ξεκίνησε να απαντά λέγοντας ότι «το ιερό Κοράνι μάς λέει ότι ο Θεός μάς δημιούργησε όλους από τον Αδάμ και την Εύα, αλλά καθώς οι απόγονοί τους είχαν όλο και περισσότερα παιδιά, μετακόμισαν σε διάφορα μέρη. Ο Αλλάχ μάς λέει να γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο και όχι να τον περιφρονούμε. Η φυλή, η διαφορετική όψη και το δέρμα του καθενός μα, δηλώνει απλώς μια ταυτότητα. Για τους μουσουλμάνους, δεν ήταν ποτέ πρόβλημα».

«Στο Λούκασβιλ οι αρχές και οι φρουροί προωθούσαν τον ρατσισμό. Είχαν την τακτική διαίρει και βασίλευε. Ήθελαν να βάλουν τους λευκούς απέναντι στους μαύρους. Όσο όμως οι κρατούμενοι και γενικότερα οι άνθρωποι παλεύουν μεταξύ τους, δεν θα μπορούν να παλέψουν έτσι το σύστημα ή την κυβέρνηση».

«Στα πρώτα στάδια της εξέγερσης, σχεδόν όλοι οι κρατούμενοι που δέχτηκαν επιθέσεις από τους εξεγερμένους ήταν λευκοί. Αυτό προκάλεσε φόβο στις τάξεις των λευκών κρατουμένων. Σύντομα όμως διαπίστωσαν ότι εκείνοι που δέχτηκαν τις επιθέσεις ήταν ‘καρφιά’, εργάζονταν για τη διοίκηση της φυλακής και έτυχε απλώς να είναι λευκοί. Θα μπορούσε να ήταν ο οποιοσδήποτε. Όταν διαπιστώσαμε την ανησυχία, οι μουσουλμάνοι στείλαμε δύο αντιπροσώπους που πέρασαν από τους διαδρόμους, το γυμναστήριο και τα κελιά για να κάνουν γνωστό ότι η επίθεση δεν είχε φυλετικό χαρακτήρα. Ήταν εναντίον και μόνο της διοίκησης. Αυτή η πρωτοβουλία ηρέμησε τα πράγματα».

Το πόσο είχαν αλλάξει τα πράγματα μέσα στη φυλακή και μεταξύ των κρατουμένων φάνηκε όταν οι μουσουλμάνοι αποφάσισαν να κάνουν την προσευχή τους στο γυμναστήριο. «Τους είπαμε ‘κοιτάξτε, ετοιμαζόμαστε να κάνουμε τις προσευχές μας. Ζητάμε να δείξετε σεβασμό και να μείνετε ήσυχοι.’ Αν έπεφτε καρφίτσα, θα την άκουγες. Πριν γινόταν πολύς θόρυβος».

«Οπότε, όταν τελειώσαμε με την προσευχή μας, ο αδελφός που πήρε τον λόγο είπε: ‘Έχουμε χριστιανούς, εβραίους, καθολικούς και άλλους ανθρώπους εδώ. Αυτή είναι μια μεγάλη περίοδος δοκιμασίας για όλους μας και δεν ξέρουμε τι μπορεί να συμβεί ούτε στο επόμενο λεπτό και μπορεί να χάσουμε τη ζωή μας. Είναι ώρα να μαζευτούμε να κάνουμε προσευχή και να ενθαρρύνουμε τα άτομα που έχουν την ίδια πίστη με εμάς να έρθουν να προσευχηθούμε μαζί’. Τότε είπαμε: ‘Τον ίδιο σεβασμό που δείξατε σ’ εμάς τους μουσουλμάνους, σας ζητάμε να δείξετε και στους υπόλοιπους’. Ήταν ένα σημείο καμπής. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, οι φυλακισμένοι ξεκίνησαν να δουλεύουν μαζί. Τότε ήταν που άρχισες να βλέπεις τα σημάδια της ενότητας: Μαύροι και λευκοί μαζί».

Το τέλος της εξέγερσης και η εκδίκηση του κράτους

Η εξέγερση τελείωσε μετά από συμφωνία με τους αξιωματούχους της φυλακής σε 21 σημεία. Όπως διαβάζουμε στο libcom.org (διεθνής βιβλιοθήκη για τα κινήματα), το πρώτο σημείο ανέφερε ότι «δεν πρέπει να υπάρξουν κανενός είδους αντίποινα, επιπτώσεις εναντίον οποιουδήποτε κρατούμενου ως αποτέλεσμα αυτού που η διοίκηση χαρακτηρίζει ως ταραχή». Το δεύτερο σημείο ανέφερε ότι δεν πρέπει να διακριθεί κάποιος κρατούμενος ή κάποια ομάδα κρατουμένων ως υποτιθέμενοι ηγέτες της κινητοποίησης. Σε άλλα σημεία αναφερόταν η ανάγκη να λειτουργήσει η φυλακή με βάση τις δικές της ανάγκες, τους δικούς της κανόνες, κανονισμούς και πρότυπα, σε αντιστοιχία με την πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα. Τίποτα ωστόσο απ’ όσα συμφωνήθηκαν δεν τηρήθηκε.

Το κράτος παραβίασε τη συμφωνία, στοχοποίησε φυλακισμένους ως ηγέτες και τους εκδικήθηκε με ξυλοδαρμούς και συνεχόμενες δίκες. Αντί να αναζητηθούν αποδείξεις στον χώρο και στοιχεία, σε σχέση, για παράδειγμα, με την υπόθεση του φρουρού που δολοφονήθηκε, το κράτος κατέστρεψε πολλά από τα στοιχεία κι επέλεξε να βασίσει την έρευνά τους κυρίως σε μαρτυρίες. Όποιος από τους κρατούμενους αρνούνταν να δώσει μαρτυρία και να καταδώσει τους συγκρατούμενούς του, στοχοποιούνταν επίσης. Εκείνοι που αρνήθηκαν να καταθέσουν εναντίον άλλων χαρακτηρίστηκαν «οι χειρότεροι των χειρότερων» και τους επιβλήθηκαν αυστηρές ποινές, ακόμη και καταδίκες σε θάνατο. Εκείνοι, αντίθετα, που ήταν πρόθυμοι να καταθέσουν στάλθηκαν σε άλλη φυλακή (στο Όκγουντ), όπου έτυχαν ειδικής μεταχείρισης και καθοδήγησης σε σχέση με το τι έπρεπε να πουν στην εκάστοτε κριτική επιτροπή. Η φυλακή του Όκγουντ ονομάστηκε αργότερα ακαδημία «καρφιών» από τους άλλους κρατούμενους. Κατά τραγική ειρωνεία, ο Άντονι Λαβέλ, ο άνθρωπος που κατά πάσα πιθανότητα δολοφόνησε τον αστυνομικό Βαλάντιγχαμ τις ημέρες της εξέγερσης, χωρίς να το ξέρουν και να είναι σύμφωνοι με την ενέργεια οι συγκρατούμενοί του, ήταν ο πρωταρχικός μάρτυρας του κράτους. Έτσι, εκείνος ευνοήθηκε εκτίοντας μόνο ποινή φυλάκισης, την ώρα που άλλοι συγκρατούμενοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο.

Η πολιτεία του Οχάιο και το κράτος ευρύτερα έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους ώστε να μη γίνουν οι δίκες με διαφάνεια. Παρακώλυαν την πρόσβαση του κατηγορούμενου σε δικηγόρους, αποδεικτικά στοιχεία, πόρους, αίθουσες δικαστηρίων και αμερόληπτες επιτροπές.

Υπάρχουν υποθέσεις, στις οποίες γίνονται ακόμη ενστάσεις. Ορισμένοι από τους κρατούμενους έχουν πετύχει νίκες, αποκτώντας πρόσβαση σε αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία πριν απορρίπτονταν. Άλλοι συνεχίζουν να αγωνίζονται εναντίον δικαστών που αρνούνται να αναγνωρίσουν σημαντικά λάθη που είχαν γίνει στις δίκες και αρνούνται τις ενστάσεις.

«Θα έχουμε δικαιοσύνη μόνο αν αλλάξουμε το σύστημα από τη ρίζα»

Καταλήγοντας ο Σ. Χάσαν μίλησε για τη φιλοσοφία που χρειάζεται να έχουν οι αγώνες στις φυλακές, αλλά και έξω από αυτές. «Δεν θα είμαστε ποτέ σε θέση να έχουμε πραγματική δικαιοσύνη για τις υποθέσεις του Λούκασβιλ και τις υπόλοιπες που αφορούν δολοφονίες ανθρώπων από αστυνομικούς ή κακοποιήσεις εάν δεν φτάσουμε στο σημείο να αλλάξουμε το σύστημα. Και πώς θα το αλλάξουμε; Ξεκινώντας από τη βάση, από τις ρίζες του».

«Πρέπει να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε έχοντας την αποφασιστικότητα για πραγματικές επαναστατικές αλλαγές. Πρέπει να τολμήσουμε να παλέψουμε και να τολμήσουμε να νικήσουμε. Όπως λένε άλλωστε: Η δύναμη όλη ανήκει στον λαό και ο λαός είναι που πρέπει να αλλάξει το σύστημα».

Κώστας Παπαντωνίου

πηγή: 3pointmagazine

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το