Η Μαργαρίτα αφηγείται …για τον πατέρα της  Νίκο Καλούμενο

Μια μικρή εισαγωγή

Αυτές τις μέρες πριν 70 χρόνια εκτελέστηκαν από το μοναρχοφασιστικό καθεστώς ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του Αργυριάδης, Μπάτσης, Καλούμενος. Είναι γνωστό ότι δεν τους συνέλαβαν όλους μαζί.

Δύο μέρες πριν από τη λήξη της πρώτης δίκης του Νίκου Μπελογιάννη, στις 14 Νοέμβρη 1951, δυνάμεις της Κρατικής Ασφάλειας περικύκλωσαν τη βίλα «ΑΥΡΑ» στην Άνω Γλυφάδα και το σπίτι της οδού Λυκούργου 39 στην Καλλιθέα. Η βίλα «ΑΥΡΑ», όπου ζούσε η οικογένεια του Ηλία Αργυριάδη, παλιού στελέχους του ΚΚΕ, ήταν η κρύπτη του ενός ασυρμάτου και το σπίτι της Καλλιθέας, όπου κατοικούσε η οικογένεια του Νίκου Καλούμενου, επίσης παλιού στελέχους του Κόμματος, ήταν η κρύπτη του δεύτερου ασυρμάτου. Σε αυτή βρισκόταν εκείνη την ώρα και ο Βαβούδης. Στο μεταξύ, από τις 23 Οκτώβρη 1951 είχε συλληφθεί από την Ασφάλεια Πειραιά ο δικηγόρος και οικονομολόγος Δημήτρης Μπάτσης.

Ο Αργυριάδης συνελήφθη, ενώ η γυναίκα του, Κατερίνα Δάλλα, που επίσης συνελήφθη και βασανίστηκε άγρια, αφέθηκε ελεύθερη και στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Η ασυρματίστρια Ρούλα Λαζαρίδου είχε φυγαδευτεί από τον Βαβούδη. Συνελήφθησαν επίσης ο Καλούμενος, η γυναίκα του Ουρανία και τα τρία παιδιά τους, Μαρία, Μαργαρίτα και Πέτρος, καθώς και ο αδελφός της Ρούλας Λαζαρίδου, Τάκης, που ήταν στρατιώτης. Ο Βαβούδης αυτοκτόνησε μέσα στην κρύπτη.

Η Μαργαρίτα, κόρη του Νίκου Καλούμενου, στου οποίου το σπίτι είχε διαμορφωθεί η κρύπτη για τον ασύρματο του ΚΚΕ και τον ασυρματιστή Νίκο Βαβούδη, καταθέτει* τη μαρτυρία της από τους δύσκολους, σκληρούς αγώνες των κομμουνιστών στην παρανομία αλλά και για τον ίδιο τον πατέρα της. Περιγράφει τη μέρα εκείνη, τον Νοέμβρη του 1951, όταν η Ασφάλεια ανακάλυψε τον μυστικό ασύρματο του ΚΚΕ στο σπίτι τους, στην Καλλιθέα…

Όπως αναφέρει, ο πατέρας της, Νίκος, ήταν «κομμουνιστής πριν από το 1920, στην Κωνσταντινούπολη, πιστός και αδιασάλευτος στις αρχές του. Τότε, εκεί, γνώρισε τον Νίκο Ζαχαριάδη, παιδί με κοντά παντελονάκια, εργάτη, μα τον εντυπωσίασε η προσωπικότητά του. Και ήταν κοντά του. Όταν ο Ζαχαριάδης ήρθε στην Ελλάδα, το 1934 και έγινε Γραμματέας του ΚΚΕ, ειδοποίησε τον Καλούμενο να έρθει από την Πόλη να δουλέψουν στην Αθήνα για το Κόμμα. Ο Καλούμενος, με γυναίκα και δύο παιδιά, τύπος σιωπηλός, εργάτης, σχεδόν αφανής, είχε αρμοδιότητα να νοικιάζει για να μένει οικογενειακώς, μικρές μονοκατοικίες, διαδοχικά, όπου εκεί γίνονταν μυστικές συναντήσεις, εργασίες, ακόμα και κρυφά συνέδρια του Κόμματος, επί Μεταξά τότε. Στη γερμανική κατοχή, εντάχθηκε στον τομέα πόλης του ΕΑΜ.

Το 1946, με γυναίκα και τρία παιδιά έμενε εδώ, στη Λυκούργου 39 τότε, σε μια μονοκατοικία με πλυσταριό πίσω στον κήπο, δέντρα, κοτέτσια κλπ. Σ’ αυτό το σπίτι του έκρυβε τον ασύρματο του ΚΚΕ και τον ασυρματιστή, Νίκο Βαβούδη. Δηλαδή, ο Καλούμενος και η οικογένειά του, έβαλαν “το κεφάλι τους στον ντορβά”, που λένε, γνωρίζοντας τον κίνδυνο που διέτρεχαν. Ήξεραν ότι τέτοια παράνομη δράση είχε συνέπειες οριστικές για όλους.

Ο ασυρματιστής Νίκος Βαβούδης, παράνομος, διωκόμενος, διότι γνωστός στην ασφάλεια, ως παλαιός κομμουνιστής, ήταν άνθρωπος ιδιοφυής, με πολλές γνώσεις και ικανότητες. Και ήταν ο βασικός συνδετικός κρίκος σε όλη τη μυστική προσπάθεια που γινόταν για την ενημέρωση και οργάνωση που γινόταν με το μυστικό και παράνομο δίκτυο του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Ελλάδα.

Ήταν κύριος, σοβαρός, καλά ντυμένος. Ερχόταν σαν “θείος Κώστας” για επίσκεψη στο σπίτι της οικογένειας Καλούμενου. Εκεί, επί ώρες και μέρες κρυβόταν στο υπόγειο του πλυσταριού, ειδικά κατασκευασμένο από εκείνον και τον Καλούμενο, με αόρατη είσοδο. Εκεί, με τον ασύρματο, μέρες και συνήθως νύχτες, επικοινωνούσε για να διασυνδέει όλα τα δίκτυα του ΚΚΕ και να μεταφέρει με μυστικούς κωδικούς ειδήσεις και ενημέρωση και να παίρνει οδηγίες, ανάμεσα σε Αθήνα και τον πυρήνα του ΚΚΕ στο εξωτερικό (…)

Εκείνο το βράδυ του Νοέμβρη…

Εκεί, πάνω στον ασύρματο, βρέθηκε την ώρα της δουλειάς του, όταν δύο η ώρα τη νύχτα, η αστυνομία, που έψαχνε με το τζιπ και το ραδιογωνιόμετρο στην περιοχή, εισέβαλε άγρια στο σπίτι, όπως και σε όλα τα σπίτια του τετραγώνου. Δεν μπορούσαν να εντοπίσουν από πού προέρχονταν τα σήματα Μορς. Τραβώντας ένα καλώδιο, διακόψαμε αυτόματα τη σύνδεση με το υπόγειο πριν αντιληφθούν οι αστυνομικοί.

Δυόμισι εικοσιτετράωρα έψαχναν σε όλα τα σπίτια. Όλη η γειτονιά ταλαιπωρήθηκε. Όμως εμείς, όλη η οικογένεια Καλούμενου, κάναμε τους αδιάφορους, για να μην υποψιαστούν. Και ο Βαβούδης, άγρυπνος, χωρίς τροφή και νερό, χωρίς εξαερισμό καν, έμενε στην κρύπτη του. Ξέραμε ότι δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Ούτε τρόπος σωτηρίας. Περιμέναμε μόνο. Ώσπου ήρθε το μηχανικό του στρατού με τον συνταγματάρχη Παυλίδη και τον εντόπισαν με τα μηχανήματά τους.

Τότε -πότε πρόφτασαν;- κατέφθασαν ο υπουργός εσωτερικών, Ρέντης, ο αρχηγός της αστυνομίας, Ρακιτζής, και άλλοι. Κοσμοσυρροή στο σπίτι. Χαλασμός.

Με διέταξαν, με το όπλο στο χέρι, εμένα προσωπικά, να μιλήσω στον Βαβούδη από μια τρύπα. Εκείνος μου απάντησε: “Πες τους, αυτουνούς ότι εμένα δε θα με βάνουνε στο χέρι ζωντανό!”. Είχε δυο όπλα, μας τα είχε δείξει. Κατέστρεψε ασύρματο, έκαψε χαρτιά και αυτοπυροβολήθηκε, εκεί, κάτω από τα πόδια μας. Αναστάτωση. Χάος στο σπίτι. Με απείλησαν “θα σε σκοτώσουμε, πες μας από πού ανοίγει να τον πάρουμε”. Εγώ ήξερα. “Δεν μπορώ να σας πω, από μέσα ανοίγει, αυτός ο ίδιος πρέπει να σας ανοίξει”. “Πες μας, εδώ, δείξε μας”. “Δεν μπορώ, από μέσα ανοίγει”. Είχαν τρελαθεί όλοι τους, τρέμανε. Ερήμωσαν, τρύπησαν, γκρέμισαν, άνοιξαν μια τρύπα στο πλυσταριό, με πήραν άρον – άρον με ένα τζιπ στην ασφάλεια…

Μετά από καιρό, η γειτονιά μας είπε ότι τον είδαν που τον έβγαλαν στα χέρια, με το κεφάλι όλο αίματα. Κι αυτοί, έψαξαν, γκρέμισαν, τρύπησαν, ερήμωσαν το σπίτι.

Όσο για την οικογένεια Καλούμενου, γονείς και τρία παιδιά, σύρθηκαν όλοι, χώρια χώρια στην ασφάλεια. Ανακρίσεις και τσιμεντένια κελιά χωρίς στρώματα. Ένα χειμώνα ολόκληρο. Δίκες, καταδίκες, εκτελέσεις. Οι παλιοί πρέπει να θυμούνται. Και οι νέοι να τα μάθουν. Έτσι γίνονταν οι αγώνες τότε.

1952, 30 Μαρτίου, Κυριακή αξημέρωτα! Εκτελέστηκαν από την ελληνική κυβέρνηση με εντολή των Αμερικανών: Μπελογιάννης, Καλούμενος, Αργυριάδης, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το δεύτερο ασύρματο στη Γλυφάδα, και ο σπουδαίος οικονομολόγος Δημήτρης Μπάτσης, που το σύγγραμμά του είχε σκοπό να υποδείξει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ελλάδας και να βοηθήσει στην ανάπτυξή τους. Αυτή είναι η ιστορία. Από εκεί και πέρα, κατατρεγμοί, μυστικοί αγώνες και ακόμα σήμερα αγώνες».

*Εκδήλωση αφιέρωμα το 2011 στην Καλλιθέα

                                                                              Για την αντιγραφή Γ.Μ.


Μικρή αναφορά στον εκτελεσμένο  κομμουνιστή  Ηλία Αργυριάδη

Ο Ηλίας Αργυριάδη ήταν στέλεχος του ΚΚΕ. Συνελήφθη τον Νοέμβριο του 1951 στη βίλα ΑΥΡΑ στη Γλυφάδα, στο πλαίσιο της εξάρθρωσης του μηχανισμού των ασυρμάτων του παράνομου ΚΚΕ. Τον Φεβρουάριο του 1952, δικάστηκε από το Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών μαζί με άλλους 28 συγκατηγορουμένους, με την κατηγορία της κατασκοπείας, και καταδικάστηκε «δις εις θάνατον»..

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του

Ο Ηλίας Αργυριάδης, γεννήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου του 1910 στην Πέργαμο της Μικράς Ασίας. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, η οικογένεια Αργυριάδη ήρθε από τη Σμύρνη στην Ελλάδα. Αρχικά, ίχνη της εντοπίζονται στον Άγιο Γεώργιο Γρεβενών όπου ο Αργυριάδης εμφανίζεται εγγεγραμμένος στα εκεί δημοτολόγια, για να καταλήξει ύστερα από περιπέτειες στην Ιστιαία της Εύβοιας. Στις 3 Νοεμβρίου 1928 κατατάχθηκε ως στρατεύσιμος και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Απολύθηκε τον Μάρτιο του 1930 ως στρατιώτης τηλεφωνητής. Στη συνέχεια εργάστηκε ως μηχανικός-ηλεκτρολόγος στο εργοστάσιο της ηλεκτρικής εταιρείας Ιστιαίας της Εύβοιας. Ήταν μυαλό ευρηματικό και μεθοδικό, με ιδιαίτερες πρακτικές δεξιότητες. Γρήγορα οργανώθηκε στο ΚΚΕ και αναδείχθηκε σε συνδικαλιστή, παλεύοντας για την κατάκτηση του 8ώρου και την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων.

Εξόριστος στη Φολέγανδρο

Στο μεταξύ, την εξουσία καταλαμβάνει η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936. Παρά το γεγονός ότι η μεταξική δικτατορία καταστέλλει σκληρά κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα, ο Αργυριάδης δεν παραιτείται από τον αγώνα, εξακολουθώντας να δρα συνδικαλιστικά. Συλλαμβάνεται από το δικτατορικό καθεστώς το 1937, ενώ εργαζόταν ως μηχανικός ηλεκτρολόγος, μέσα στο εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρείας στην Ιστιαία. Καταδικάζεται και εξορίζεται στη Φολέγανδρο, ενώ η γυναίκα του ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί τους, την Ευτέρπη (Έφη). Το πρώτο του παιδί, η Ευαγγελία, είχε γεννηθεί το 1935. Ύστερα από 6 μήνες, αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», μεταφέρεται στις φυλακές Ακροναυπλίας.

Έγκλειστος στην Ακροναυπλία

Γεννιέται το δεύτερο παιδί του, η Έφη, χωρίς να την γνωρίσει. Οι σκληρές συνθήκες της Ακροναυπλίας απαιτούν οργάνωση. Ο Αργυριάδης, χάρη στην τεχνική κατάρτιση και οξυδέρκειά του (είχε τα προσωνύμια «Ήφαιστος» και «Χρυσοχέρης»), αναπτύσσει εξαιρετική δραστηριότητα συμβάλλοντας τα μέγιστα στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων. Αναδεικνύεται σε στέλεχος. Πάμπολλες είναι οι σχετικές μαρτυρίες αγωνιστών συγκρατούμενων του Αργυριάδη. Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του Θωμά Δρίτσιου: «Ο Αργυριάδης ήτανε ένας άνθρωπος που δεν μπορούσες εύκολα να τον γνωρίσεις γιατί ήταν πάντα απασχολημένος με κάποια τεχνική δουλειά. Γι’ αυτό και τον λέγαμε “Ήφαιστο”. Αλλά άμα γνώριζες τον Αργυριάδη γινόσουν φίλος του. Ήταν πολύ ζεστός άνθρωπος. Για κάθε τεχνική δουλειά στην Ακροναυπλία ίσον Αργυριάδης. Ήταν “αντιδραστικό” πνεύμα απέναντι στην ηγεσία, αλλά τον είχαν τόσο ανάγκη που δεν μπορούσαν να τον διαγράψουν ή να τον καθαιρέσουν». Ο συγκρατούμενος Ακροναυπλιώτης Αντώνης Φλούντζης, γιατρός και συγγραφέας των γνωστών έργων «Ακροναυπλία και Ακροναυπλιώτες» και «Στρατόπεδα Λάρισας- Τρικάλων 1941-1944», λέει για τον Αργυριάδη: «Ήταν εξαιρετικός χαρακτήρας και εξαιρετικός αγωνιστής. Κάναμε παρέα και τον εκτιμούσα αφάνταστα. Ήταν και άριστος τεχνίτης». Λόγω των τεχνικών ικανοτήτων του, είχε και το προσωνύμιο “Χρυσοχέρης”. Σύμφωνα με γραπτή μαρτυρία του συγκρατουμένου στην Ακροναυπλία Ορέστη Στεφανίδη[4], ο Αργυριάδης ήταν συντηρητής του αντλιοστασίου της Ακροναυπλίας, αφού η συντήρηση ήταν «δουλειά παρεμφερής με τη δουλειά του ως εργάτη, τεχνίτη, που γνωρίζει τη χρήση ηλεκτροκίνητων και εσωτερικής καύσης μηχανών για κάθε δουλειά. Ήταν πρακτικός, όχι πτυχιούχος, ικανότατος. Και το σπουδαιότερο για μας, ήταν οργανωμένο μέλος του Κ.Κ.Ε. σε οργάνωση της Αθήνας. Που σήμαινε έμπιστος, που έπρεπε όμως να το επιβεβαιώνει σε κάθε του ενέργεια, σκέψη, πράξη… Ο Αργυριάδης είχε και τούτο το καλό για τέτοιες έμπιστες δουλειές. Ήταν λιγόλογος. Όχι λαλίστατος, φλύαρος». Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας δεν απελευθερώνονται. Αντίθετα, όταν οι Γερμανοί επιτίθενται και το μέτωπο καταρρέει, οι ελληνικές αρχές παραδίδουν τους κρατούμενους στους Γερμανούς κατακτητές, τον Απρίλη του 1941.

Όμηρος στο στρατόπεδο Λάρισας

Το 1942 (15 Σεπτεμβρίου αναφέρει η σχετική βεβαίωση ομηρίας του Ερυθρού Σταυρού), ο Αργυριάδης μεταφέρεται στο στρατόπεδο Λάρισας. Γράφει ο Αντώνης Φλούντζης: «Στις 16 του Σεπτέμβρη έφεραν στο στρατόπεδο της Λάρισας τους πρώτους 25 Ακροναυπλιώτες -παλιούς Μεταξοκρατούμενους κομμουνιστές. Είχαν πάρει για μεταγωγή απ’ την Ακροναυπλία, στις 14/9/42, πενήντα. Κι απ’ αυτούς έστειλαν 25 στη Λάρισα και 25 στα Τρίκαλα. Ο ερχομός τους είχε πολύ ευεργετική επίδραση στη ζωή του στρατοπέδου. Κι αυτό έγινε δυνατό αν και ήταν ακόμα λίγοι, χάρη στην πλούσια πείρα τους, τη θαυμαστή οργάνωση, πειθαρχία και αλληλεγγύη τους, το ζωντανό παράδειγμά τους, καθώς και το πολύ μεγάλο κύρος που είχαν και το σεβασμό που έτρεφαν προς αυτούς οι άλλοι πολιτικοί κρατούμενοι…. …Ανάμεσα στους πρώτους 25 ήταν πολλά πεπειραμένα στελέχη του ΚΚΕ όπως οι:…Αργυριάδης (που εκτελέστηκε μαζί με τον Μπελογιάννη)… ». Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, το στρατόπεδο Λάρισας παραδόθηκε στους Γερμανούς, το Σεπτέμβρη του 1943. Ωστόσο οι Ιταλοί είχαν μεταγάγει τον κύριο όγκο των κρατουμένων, ανάμεσά τους και τους Ακροναυπλιώτες, στο Χαϊδάρι. Το στρατόπεδο άδειασε. Όπως αναφέρει ο Φλούντζης (κατά μαρτυρία του κρατούμενου Δημητριάδη) αλλά και ο Χρήστος Βραχνιάρη στο βιβλίο του «Τα χρόνια της λαϊκής εποποιίας», ο Ηλίας Αργυριάδης ήταν από τους λίγους τελευταίους που απέμειναν στο στρατόπεδο γιατί οι Γερμανοί τον χρησιμοποιούσαν ως ηλεκτρολόγο.

Δραπέτευση και ένταξη στον ΕΛΑΣ

Κατορθώνει να δραπετεύσει από το στρατόπεδο Λάρισας και αμέσως έρχεται σε επαφή με το Πολιτικό Γραφείο, μεταβαίνοντας στην έδρα του στο συνοικισμό Ρώσση στα Πετρίλια Θεσσαλίας και μπαίνει στην ενεργό δράση, δουλεύοντας στον μηχανισμό του Γενικού Αρχηγείου του ΕΛΑΣ. Την Άνοιξη του 1944 τον συναντούμε στην Περιφερειακή Συνδιάσκεψη της Αγιάς, που γίνεται με την παρουσία του Κώστα Καραγιώργη από πλευράς του Θεσσαλικού Γραφείου. Ο Αργυριάδης ήταν ήδη δεύτερος γραμματέας Τυρνάβου και μετά τη Συνδιάσκεψη ανέλαβε ως δεύτερος γραμματέας της οργάνωσης Αγιάς. Να τι γράφει σχετικά ο Χρήστος Βραχνιάρης: «…Η μόνη μεταβολή που έγινε [σ.σ. στη Συνδιάσκεψη της Αγιάς] στον οργανωτικό τομέα ήταν η μετάθεση του δεύτερου γραμματέα της οργάνωσης Ανέστη Αθηναίου στην περιφέρειά του, όπου θα χρησιμοποιούνταν ανάλογα, και η τοποθέτηση στη θέση του, του δεύτερου Γραμματέα του Τυρνάβου Ηλία Αργυριάδη, παλιού αγωνιστή, γνωστού σήμερα από την υπόθεση “των ασυρμάτων” και του τραγικού του θανάτου, μαζί με τον Μπελογιάννη, τον Καλούμενο και τον Μπάτση, στις αρχές του 1952».

Απελευθέρωση

Κατά την παραμονή του στον Τύρναβο, γνωρίζεται και ζει με την Κατερίνα Δάλλα, με την οποία αποκτά δύο κόρες, την Ιωάννα (1945) και την Ολυμπία (1949). Μετά την απελευθέρωση, ως στέλεχος του Κόμματος, επιστρέφει στην Αθήνα. Ακολουθούν τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 και η ήττα του ΕΛΑΣ. Συλλαμβάνεται από τους Εγγλέζους μέσα στα γραφεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (Αμερικής 6), όπου και έμενε. Κρατείται στο Χασάνι (σημερινό Ελληνικό), αλλά μερικές μέρες αργότερα δραπετεύει κολυμπώντας. Φτάνει στο Κατσιπόδι (σημερινή Δάφνη), από εκεί στους Ποδαράδες (σημερινή Νεα Ιωνία) για να καταλήξει στα Τρίκαλα, όπου είχε καταφύγει η ηγεσία του ΚΚΕ. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας ξαναγυρίζει στην Αθήνα. Το 1945, έχοντας την πλήρη εμπιστοσύνη του κόμματος και προσωπικά του Ν. Ζαχαριάδη (ο οποίος είχε επιστρέψει στην Ελλάδα στις 29-5-1945), μένει μέσα στα γραφεία του Πολιτικού Γραφείου, στην οδό Πειραιώς 7. Ιδού η μαρτυρία της Ηρώς Μπαρτζιώτα: «Στα γραφεία μας δεν υπήρχαν γραμματείς και παρατρεχάμενοι για κάθε στέλεχος. Ο Νίκος Ζαχαριάδης σήκωνε μόνος του το ακουστικό, όταν χτυπούσε το τηλέφωνό του, έκανε τις συνεργασίες του, όπως και τα άλλα μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ ή του ΠΓ. Μόνιμοι ήμασταν ο Ν.Ι., ο Ηλίας Αργυριάδης (ακροναυπλιώτης), υπεύθυνος για την ασφάλεια και την καθαριότητα, κι εγώ. Όλοι οι άλλοι πηγαινοέρχονταν».

Στο δίκτυο των ασυρμάτων

Αργότερα (1946), το Κόμμα, σκοπεύοντας να προετοιμάσει τον παράνομο μηχανισμό των ασυρμάτων, τον εγκαθιστά στη βίλα «Αύρα» στη Γλυφάδα, στο γνωστό σπίτι, όπου θα εξελιχθούν πολλά από τα κατοπινά γεγονότα. Εκεί, σκάβει υπόγεια κρύπτη (βοηθούμενος από τον νεαρό τότε Τάκη Λαζαρίδη, συλληφθέντα μετά την ανακάλυψη των ασυρμάτων και καταδικασθέντα σε θάνατο), όπου εγκαθίστανται οι ασύρματοι μαζί με δικής του κατασκευής πολύγραφο. Το Ιούλιο του 1947 συλλαμβάνεται στην ΑΥΡΑ μαζί με τον Τ. Λαζαρίδη και εξορίζονται στην Ικαρία. Με εντολή του Κόμματος υπογράφει δήλωση και επιστρέφει για να συνεχίσει την παράνομη δουλειά. Γράφει ο Τ. Λαζαρίδης[10]«Συνέλαβαν εμένα και τον Αργυριάδη και μας πήγαν μαζί με χιλιάδες άλλους στην Ψυτάλλεια, όπου ψηθήκαμε όλη μέρα στον καυτό ήλιο χωρίς τροφή αλλά κυρίως χωρίς νερό. Το βράδυ μας φόρτωσαν κοπαδιαστά στ’ αμπάρια ενός αρματαγωγού και το πρωί βρεθήκαμε στην Ικαρία. Σε λίγες μέρες ο Αργυριάδης έκανε “δήλωση” και αφέθηκε ελεύθερος. Δεν χρειαζόταν φιλοσοφία για να καταλάβω ότι αυτό έγινε ύστερα από υπόδειξη του Βαβούδη προκειμένου να συνεχιστεί απρόσκοπτα η λειτουργία του ασυρμάτου».

Η σύλληψη

Τη νύχτα της 13ης προς 14η Νοεμβρίου του 1951, όργανα της Ασφάλειας Αθηνών, καθώς και πολυάριθμη δύναμη χωροφυλάκων και στρατού, με επικεφαλής τον υπουργό εσωτερικών Κωνσταντίνο Ρέντη, τον συλλαμβάνει στη βίλα ΑΥΡΑ, στη Γλυφάδα. Επίσης, στο πλαίσιο της ίδιας επιχείρησης συλλήψεων για τη διάλυση του μηχανισμού των ασυρμάτων του παράνομου ΚΚΕ, συλλαμβάνονται πολλά συγγενικά του πρόσωπα, ενώ στην περιοχή Μακρυγιάννη συλλαμβάνεται ο Βασίλης Αργυριάδης, αδελφός του Ηλία. Την επόμενη ημέρα, περικυκλωμένος από τις δυνάμεις ασφαλείας, αυτοκτονεί στην κρύπτη του σπιτιού της Καλλιθέας ο επικεφαλής του κλιμακίου των ασυρμάτων Νίκος Βαβούδης και συλλαμβάνονται ο Νίκος Καλούμενος, παλαιό στέλεχος του ΚΚΕ, και τα μέλη της οικογένειάς του.

Η αυτοκτονία της γυναίκας του Κατερίνας Δάλλα

Στην ΑΥΡΑ κρατούνται φρουρούμενοι η Κατίνα Δάλλα και τα τρία από τα τέσσερα παιδιά του: η Έφη, η Ιωάννα και η Ολυμπία. Το βράδυ της 15ης Νοεμβρίου 1951, οι αξιωματικοί της Ασφάλειας Αθηνών Αγγελόπουλος και Λάμπρου, πηγαίνουν στην ΑΥΡΑ και ανακρίνουν την Έφη Αργυριάδη. Γύρω στα μεσάνυχτα, αφού διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να μάθουν τίποτε, επιβιβάζουν στο αυτοκίνητο της Ασφάλειας τη δωδεκάχρονη Έφη και οδηγώντας την σε νταμάρι της περιοχής, στους πρόποδες του Υμηττού, την υποβάλλουν σε εικονική εκτέλεση[11]. Επιστρέφοντας, αφήνουν την Έφη στην ΑΥΡΑ με τις άλλες δύο αδελφές της και μεταφέρουν την Κατίνα Δάλλα στη Γενική Ασφάλεια (στην οδό Στουρνάρη). Όταν, μετά από κάποιες μέρες, αποφασίζουν να την αφήσουν ελεύθερη, οι ασφαλίτες μεταφέρουν την Έφη στη Γενική Ασφάλεια για να την παραλάβει. Της έχουν τυλίξει το κεφάλι με επιδέσμους. Με αυτοκίνητο της ασφάλειας και πάντοτε με συνοδεία ασφαλιτών επιστρέφουν στο σπίτι στη Γλυφάδα. Το πρωί της επόμενης ημέρας, 27-11-1951, η Κατίνα Δάλλα αυτοκτονεί. Κατάπιε πολλά χάπια αντεπρίνης και, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες της Έφης Αργυριάδη να την αποτρέψει, ξεψυχάει στα χέρια της Έφης και μπροστά στα δύο μικρά παιδιά της, Ιωάννα και Ολυμπία[12].

Η εκτέλεση

Τον Φεβρουάριο του 1952, ο Ηλίας Αργυριάδης δικάζεται, μαζί με άλλους 28 συγκατηγορούμενους, από το Διαρκές Στρατοδικείο και καταδικάζεται παμψηφεί «δις εις θάνατον». Στις 4.15 τα ξημερώματα της Κυριακής (ακόμη και οι Γερμανοί δεν έκαναν εκτελέσεις Κυριακή και πριν ανατείλει ο ήλιος), 30ής Μαρτίου 1952, εκτελείται στο Γουδή από στρατιωτικό απόσπασμα, υπό το φως των προβολέων των στρατιωτικών οχημάτων, μαζί με τους Ν. Μπελογιάννη («δις εις θάνατον»), Ν. Καλούμενο και Δ. Μπάτση.

Πολλά στοιχεία αντλήθηκαν από:

1.Βικιπαίδεια

2.Αντώνης Ι. Φλούντζης: «Στρατόπεδα Λάρισας – Τρικάλων 1941-1944»,  εκδ. Παπαζήση, 1977

 3.Βραχνιάρης Χρήστος: «Τα χρόνια της λαϊκής εποποιΐας»,  εκδ. ΠΑΝΟΡΑΜΑ, 1983.

4.Μπαρτζιώτα Ηρώ: «Σύντροφος και άνθρωπος», αναμνήσεις με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 29 χρόνων από το θάνατο του Νίκου Ζαχαριάδη, «Ριζοσπάστης», 18 Αυγούστου 2002.

 5.Λαζαρίδης Τάκης: «Απλά μαθήματα ιστορίας», εκδ. Παπαζήση, 1998

 6.«Συνέντευξη της Έφης Αργυριάδη στον Γ. Οικονομέα, εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”». 7-12-1980.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το