‘Ενα εξαιρετικό αφιέρωμα στα “Παιδιά της Ανάγκης”

από την Κρικελιώτισσα “Ακευσώ”

για τους αναγνώστες του blog “Ευρυτάνας ιχνηλάτης”

«Τάξε μανούλα μ’ τάματα

σ’ όλα τα μοναστήρια,

τάξε κερί στον Άη-Λια, 

φλωριά στην Άγια Λαύρα.

Να με φυλάει το φτωχό 

εδώ στα ξένα που ‘μαι» 

(Δημοτικό Τραγούδι Ευρυτανίας)

-Πανάθεμά σε! Παντελή….Κλείστ’ τα τσαούλια σ’! Μου ξεσηκώνς το πιδί! Μου ‘ρθες  στο Σέλο, με τ’ ασπρόμαυρα σκαρπίνια σ’, το μπριγιατισμένο μαλλί σ’, το ξυρισμένο μστάκι, και μας μοστράρς τα ντόλαρς και τα πασπόρτια σ’! 

«Ο Αμερικάνος» παρφουμαρισμένος, με αέρα ξενόφερτης ξιπασιάς δεν είχε σταματημό.

Γέμισε η κάμαρη με λέξεις πρωτάκουστες… Απ’ το παραγώνι ο Νικόλας, 12 χρονών παλληκαράκι, σκάλιζε τη στάχτη, ζωγράφιζε πύργους, καράβια και τραίνα, πύρωνε το μέσα του με όνειρα να ταξιδέψει σ’ άγνωρα μέρη…

-Μάνα, θα φύγω! είπε ένα πρωί. Θα πα’ να βρω την τύχη μου!

Έταξε λαμπάδες ίσα με το μπόϊ της η μάνα, στον Άη-Λια. Παρακάλαγε, φοβέριζε… Για πρώτη φορά είδε την τρικυμία στην όψη του παιδιού της και ταράχτηκε.

Πήρε μια βαλιτσούλα, του ‘βαλε δυό αλλαξιές, ένα τραότσιολο να τον ζεσταίνει τις παγωμένες νύχτες και μια μαυροκαπνισμένη εικόνα του Προστάτη τους, του Άη-Νικόλα. Τον σταύρωσε, τον δίπλωσε με τις φτερούγες της καρδιάς της, τον ξεπροβόδισε με την ευχή: «Δεν έχ’ ου φτουχός , αλλ’ έχ’ ου Θεός! Να ‘βρεις άνθρωπου να σι πουνάει!».

Τη βρήκε το λιόγερμα, μαρμαρωμένη στο τρίστρατο να μοιρολογάει… Κράταγε το κεφάλι της μη και δραπετεύσουν τα συλλοϊκά της. Ξεστράτισαν οι θύμησες μαυροντυμένες και στήσανε κεντίδι στις ώρες που γέννησε τον  Νικόλα της,  στο γιούρτι και τον αφαλόκοψε μονάχη της. Στα ξενύχτια της πάνω απ’ το προσκεφάλι του. Στην άρνησή της στον Κοινοτάρχη, στα 1948, να τον στείλει στην παιδούπολη της Φρειδερίκης, στο Αγρίνιο, όπου της υπόσχονταν την ασφάλειά του και τη χορτασιά της πείνας του. Στην ανημπόρια της να τον στείλει στο Καρπενήσι να μάθει γράμματα. Έκλαιγε κι αναθεμάτιζε τη στιγμή που ξάνοιξε μουσαφιρλίκια στον «Γενίτσαρο», τον ντυμένο φράγκικα και πήρε τα μυαλά του γιού της. 

Ο Νικόλας της ροβόλαγε κατά το Κρίκελλο. Κλώτσαγε τις πέτρες λες και του φταίγανε αυτές για το φευγιό στ’ όνειρο. Τα γκριζοπράσινα μάτια του, ίδια με τα ελάτια του τόπου του, ξαπόσταιναν στις αγαπημένες του βουνοκορφές, τις στεφανωμένες με μπόρες και σύννεφα, στις νεροσυρμές της Τσαπατούνης,  στους βούραγκες του Κρικελλοπόταμου… Τα χαιρέταγε και τ’ απίθωνε βαθιά στα φυλλοκάρδια του, τα κρέμαγε κουρελάκια απ’ την ψυχή του εδώ κι εκεί να τα ξανανταμώσει,  σαν γύριζε απ’ τα ξένα. Έξι ώρες με τα πόδια έγραψε στις πατούσες του ιστορίες και παραμύθια που του ‘λεγε η μανιά του για τη γη τους. Στο Καρπενήσι, περίμεναν κι άλλα 25 παιδιά της Ανάγκης, με βλέμμα βουτηγμένο στο δάκρυ και στην ελπίδα.

Στην Αθήνα, τους έδωσαν τα χαρτιά για Νόμιμη Μετανάστευση, για ένα χρόνο με πληρωμένα τα εισιτήρια. Σκιαγμένα πουλιά στην αποβάθρα, φόρτωσαν τα μικράτα τους στις μυλόπετρες της ξενιτειάς. Στοιβάχτηκαν στο τελευταίο υπόγειο του πλοίου κοντά στις μηχανές. Ένα μήνα ταξίδι, με το μάτι κόκκινο απ’ την έγνοια, με την καρδιά μαύρη απ’ τον χωρισμό. 

Μαζεμένα παιδιά, μαντρωμένες ελπίδες, υποκινημένες από κυβερνήσεις που αναζητούσαν φτηνά εργατικά χέρια και κοινοποιούσαν στις 10-10-1950, μέσω Νομαρχίας Ευρυτανίας : «Εγκύκλιον περί μεταναστεύσεως εις Αμερικήν μέχρι 30-6-1951, 7.500 προσώπων τα οποία πληρούν τας ακολούθους προϋποθέσεις και παρακαλεί όπως η ανωτέρω εγκύκλιος αναγνωσθεί επί  τρεις συνεχείς Κυριακάς εις εκκλησίας και τοιχοκολληθή αντίγραφον ταύτης». 

Και ένα χρόνο μετά, στις 9-11-1951 με άλλη εγκύκλιο ενημέρωναν  ότι «το εν Αθήναις Αμερικανικό Προξενείον έπαυσε να δέχηται αιτήσεις προς μετανάστευσιν εις Ηνωμένας Πολιτείας».

Πήγε καλά το παιδομάζωμα! 

Οι προξενητάδες με τα «καθρεφτάκια και τις γυάλινες γιρλάντες τους», έκαναν τη δουλειά τους! 

Ερήμωσαν τα χωριά!

Φτερούγισαν νιόβγαλτα πεταρούδια, άμαθα στις άγριες, σκοτεινές ανεμονυχτιές της ξενιτιάς! 

Μακριά από της Μάνας την αγκαλιά, ριγμένα σε σκληρές δουλειές, σε διαταγές άγριες τ’  αφεντικού, σε συμφωνίες πως, αν λιποψυχήσουν πριν τον χρόνο της συναλλαγής, θα τους γύριζαν πίσω, θα πλήρωναν τα ίδια όλο το πήγαινε-έλα, με το χαρτί της απέλασης στο χέρι και τη στάμπα του αποτυχημένου στο κούτελο! Και τι θα ‘λεγαν στους συγχωριανούς, που είχαν επιστρατευτεί σε προσωπική εργασία για να φτιάξουν τους δρόμους, όχι για τους ίδιους, μα για τους Ομογενείς και τους Ξένους, που θα ‘ρχονταν στα χωριά, το 1951! Έπρεπε να μην ταλαιπωρήσουν τα ξενοπερπατημένα πόδια τους, να μην ταράξουν τη μέση τους, στα σκαμπανεβάσματα των ξεχαρβαλωμένων δρόμων, σύμφωνα με την εγκύκλιο της Νομαρχίας Ευρυτανίας :  «Από τρέχοντος μηνός Απριλίου ήρξατο το υπό της Α.Μ. του Βασιλέως καθορισθέν έτος του αποδήμου Ελληνισμού, και παραγγέλλει όπως λόγω της επισκέψεως πλείστων ομογενών παρίσταται ανάγκη να επισκευαστούν άπαντες οι κοινοτικοί δρόμοι δια την άνετον κυκλοφορίαν των εν λόγω μεταναστών».

Αποβίβασαν «τα ταξιδιάρικα χελιδόνια» τα ελπιδοφορτωμένα τους χρόνια στη Γη της Ελευθερίας, της χρυσής ευκαιρίας, του εύκολου πλουτισμού. Ζεύτηκαν στ’ αλώνια της εκμετάλλευσης,  χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα, κρατώντας «γλειφιτζούρι» στο χέρι, τη δωρεάν διαμονή κι ένα πιάτο φαί στο μοναχικό δωμάτιο που πλήρωνε ο «Ευεργέτης-Αφέντης». 

Μοναδικός τους σύντροφος η Μνήμη,  οι ευχές των γονιών τους, η μαυροκαπνισμένη εικόνα, φυλαχτό τους πολύτιμο στις συμπληγάδες της μυριαναθεματισμένης ξενιτιάς και οι στίχοι του συμπατριώτη τους, Ζαχαρία Παπαντωνίου: 

«Σαν πήγε στην Αμερική, 

εγύριζεν ο νους του πίσω

καθημερινή και Κυριακή.

Σαν άρχιζε να γράψη γράμμα,

«καλή μου μάννα κι αδερφή», 

εκεί τον έπιανε το κλάμα.

Επέρασε καιρός πολύς,

στα ξένα ασπρίσαν τα μαλλιά του,

γυρίζει πίσω παραλής.

Τα πλούτη του είναι περισσά.

Έφερε γούνες και ρολόγια,

έχει τα δόντια του χρυσά

Πηγαίνει στο σπιτάκι ίσια.

Η μάννα του; Η αδερφή;

Είναι κι οι δυό στα κυπαρίσσια.

Ας ξαναζούσαν μια βραδιά

-κι ας ήτανε και στ’ όνειρό του-

Θάδινε ολάκερο το βιό του!»

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το