Οι τράπεζες σύμφωνα με επίσημα και αδιαμφισβήτητα στοιχεία παρουσιάζουν αλματώδη άνοδο στα κέρδη τους την τελευταία διετία 2022 – 2023, (+50% το 2023 κατά μέσο όρο σε σχέση με το 2022), την ίδια περίοδο που τα μηνιαία εισοδήματα των λαϊκών νοικοκυριών εξανεμίζονται και από το κύμα της ακρίβειας επαρκώντας μόνο για το πρώτο 15ήμερο.
Ανατρέχοντας στην πρόσφατα δημοσιοποιημένη έκθεση του ΚΕΠΕ – Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, που δεν θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει ριζοσπαστικών απόψεων, να σημειωθεί απλά πως η διοίκησή του διορίζεται από τον κάθε φορά υπουργό Οικονομίας, ανακαλύψαμε στοιχεία αποκαλυπτικά για την κερδοφορία του τραπεζικού συστήματος. Η εκρηκτική άνοδος της κερδοφορίας τους που είναι η μεγαλύτερη από τις χώρες της ΕΕ των 27, σύμφωνα με την ανάλυση του ΚΕΠΕ οφείλεται κατά κύριο λόγο στην απαλλαγή τους από τα «κόκκινα» δάνεια, από το καθαρό επιτοκιακό εισόδημα, και το καθαρό κέρδος από τόκους και προμήθειες.
Η διαδικασία μεταβίβασης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα αρπαχτικά funds των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων ήταν ένας βασικός παράγοντας για την εξυγίανση των ισολογισμών τους, αλλά αυτό που είναι καθοριστικά σημαντικό και οδηγεί σε συσσώρευση κερδών των ελληνικών τραπεζών είναι το περιθώριο επιτοκίου, που σημαίνει πως τα επιτόκια των δανείων αυξάνονται ενώ τα αντίστοιχα των καταθέσεων μένουν αρχικά αμετάβλητα και στη συνέχεια αυξάνονται ισχνά.
Η διαδικασία αυτή έχει σαν αποτέλεσμα το περιθώριο επιτοκίου να σπάει τα ιστορικά ρεκόρ σε κάθε περίοδο το ένα μετά το άλλο και δικαιολογημένα να χαρακτηρίζεται ως φαινόμενο του πληθωρισμού «τραπεζικής απληστίας».
Οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες, δηλαδή Εθνική, Αlpha, Eurobank και Πειραιώς, ξεκίνησαν στα αποτελέσματά τους το 2021 με ζημιές 4,69 δισ. ευρώ, και κατέγραψαν ρεκόρ κερδών το 2022 και το 2023. Το 2022 κατέγραψαν κέρδη 3,76 δισ. ευρώ. Στο 9μηνο του 2023 ανήλθαν σε 2,83 δισ. ευρώ. Με αναγωγή στο σύνολο του έτους υπολογίζεται πως για το 2023, και επίσης τα κέρδη της διετίας 2023-2024 θα ανέλθουν περίπου σε 7,53 δισ. ευρώ.
Έτσι λοιπόν από ζημίες 4,69 δισ. ευρώ σε κέρδη 7,53 δισ. ευρώ μέσα σε δύο μόλις χρήσεις είναι… εντυπωσιακά τρομακτικό.
Τα στοιχεία αναφέρουν πως το καθαρό επιτοκιακό εισόδημα ή καθαρό επιτοκιακό περιθώριο αυξήθηκε κατά 56,1% το 9μηνο του 2023 σε σχέση με το 9μηνο του 2022, ενώ το καθαρό εισόδημα από τόκους αυξάνεται διαρκώς από το 2ο τρίμηνο του 2022 (+46,28%) και η τελευταία διαθέσιμη τιμή είναι για το τρίτο τρίμηνο του 2023 που αγγίζει το 79,25%!!!!
Σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές τράπεζες για τις 4 ελληνικές συστημικές τράπεζες το καθαρό περιθώριο επιτοκίου ήταν: 2,99% έναντι 1,48% το 1ο τρίμηνο του 2023, 3,13% έναντι 1,53% το 2ο τρίμηνο του 2023, 3,20% έναντι 1,56% το 3ο τρίμηνο του 2023.
Αυτό συμβαίνει διότι οι «δικές» μας τράπεζες πληρώνουν πολύ χαμηλότερο τόκο σε σχέση με τις ευρωπαϊκές, στις καταθέσεις που μαζεύουν και τις οποίες μετατρέπουν σε δάνεια με πολύ υψηλότερο επιτόκιο δανεισμού.
Μια άλλη πτυχή της κερδοφορίας των τραπεζιτών είναι η λεγόμενη ρύθμιση για τον «αναβαλλόμενο» φόρο, που όπως και στον εφοπλισμό έχουμε την εθελοντική τους συνεισφορά στα φορολογικά έσοδα, είναι οι δυο κατηγορίες της ολιγαρχίας που συνεισφέρουν μηδενικά στον κρατικό κορβανά.
Σε αντίθεση με όλα αυτά τα σχεδόν μυθικά κέρδη υπάρχει η άλλη πλευρά των ελληνικών νοικοκυριών – των οποίων η αγοραστική δύναμη συρρικνώνεται και σε συνδυασμό με τα υψηλά επιτόκια και το υψηλό χρέος «συνιστούν ένα “εκρηκτικό κοκτέιλ” για την Ελλάδα, το οποίο θα μπορούσε να επιδεινώσει τη θέση της χώρας σε όρους φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Ήδη η Ελλάδα κατέχει διαχρονικά το 3ο υψηλότερο ποσοστό φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (26,3% το 2022), από το 2015 που ξεκίνησε η καταγραφή των δεδομένων από την Eurostat, πίσω από τη Βουλγαρία (32,2% το 2022, και 2η θέση διαχρονικά) και τη Ρουμανία (34,4% το 2022, και 1η θέση διαχρονικά)», σημειώνει η έκθεση του ΚΕΠΕ.
Εμείς να προσθέσουμε για τον χρωματισμό της ζοφερής πραγματικότητας ότι εκτός από τους πλειστηριασμούς που απειλούν τα νοικοκυριά, οι μισθοί δεν επαρκούν για την κάλυψη βασικών αναγκών, όπως προαναφέραμε. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται πως το ένα τέταρτο (26,7% το 2022) του πληθυσμού (8,7% στην ΕΕ27) δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος μόνο για στέγαση δηλαδή υπερτριπλάσιο ποσοστό σε σχέση με τις χώρες της ΕΕ χωρίς ακόμα να έχουν κοινοποιηθεί στοιχεία του 2023, τη χρονιά που έκλεισε.
Κατά τα λοιπά η κυβέρνηση Μητσοτάκη απολαμβάνει την αύρα της κατάκτησης της «επενδυτικής βαθμίδας» και σαρκάζει όλους όσους αμφισβητούν τα νούμερα της ανάπτυξής τους, η οποία προφανώς στηρίζεται σε πήλινα πόδια.

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το