Το υπουργείο Παιδείας βάζει μπροστά τις μηχανές για τη χρηματοδότηση των ΑΕΙ, υπό την αίρεση της αξιολόγησης με όρους αγοράς, σκληρού ανταγωνισμού των Ιδρυμάτων -καθώς η πίτα είναι έτσι κι αλλιώς πολύ λειψή- και «ανταποδοτικότητας».

Πανηγυρίζοντας για την επίτευξη αυτού του στόχου (που υλοποιείται βάσει του νόμου 4653/2020 ΦΕΚ 12/Α/24-1-2020), η Κεραμέως ανακοίνωσε πως με Υπουργική Απόφαση «ανακοινώνεται σήμερα (σ.σ. 14/10) η κατανομή της εν λόγω χρηματοδότησης, στη βάση της εισήγησης του Ανώτατου Συμβουλίου της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ).

Μέσω της νέας διαδικασίας αξιολόγησης, διασφαλίζεται η διαφάνεια αλλά και η ποιότητα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δυνάμει του νόμου, φέτος το 100% και από το επόμενο έτος το 80% της τακτικής επιχορήγησης στα ΑΕΙ θα κατανέμεται βάσει αντικειμενικών, μετρήσιμων κριτηρίων, όπως ο συνολικός αριθμός των εγγεγραμμένων φοιτητών ανά πρόγραμμα σπουδών, το εκτιμώμενο ετήσιο κόστος σπουδών ανά φοιτητή για κάθε πρόγραμμα σπουδών, η διάρκεια των προγραμμάτων σπουδών, το μέγεθος και η γεωγραφική διασπορά του ιδρύματος, το μόνιμο και έκτακτο προσωπικό και άλλα. Το υπόλοιπο 20% της επιχορήγησης θα κατανέμεται με ποιοτικά κριτήρια, στη βάση αξόνων που τα ίδια τα Ιδρύματα επιλέγουν, π.χ. η ερευνητική δραστηριότητα, η εξωστρέφεια και η διεθνοποίηση, και η επίδοση των οποίων, στους άξονες αυτούς, θα αξιολογείται από την ΕΘΑΑΕ.

Για τον υπολογισμό του συνολικού δείκτη κατανομής για κάθε ΑΕΙ, το κάθε κριτήριο λαμβάνεται υπόψη με ένα συντελεστή βαρύτητας, ενώ ο συνολικός δείκτης κατανομής για το κάθε ΑΕΙ υπολογίζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού που θα κατανεμηθεί στα Ιδρύματα, βάσει συγκεκριμένου μαθηματικού τύπου» (οι εμφάσεις δικές μας).

Για φέτος, δηλαδή, η πενιχρή κρατική χρηματοδότηση θα κατανεμηθεί σε ποσοστό 100% με βάση «αντικειμενικά κριτήρια», ενώ από του χρόνου το ποσοστό αυτό πέφτει στο 80% και το υπόλοιπο 20% διατίθεται μόνο εάν το Πανεπιστήμιο πιάσει τα «ποιοτικά» κριτήρια. Τα «ποιοτικά» αυτά κριτήρια για το θεαθήναι μόνο θέτουν τα ίδια τα ιδρύματα, όταν είναι γνωστό ότι οι πιέσεις θα είναι αφόρητες, καθώς οι άξονες είναι προαποφασισμένοι.

Προαποφασισμένοι από τη στρατηγική της κυβέρνησης, που χαράσσεται κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της διεθνούς στρατηγικής του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του για τα ανώτατα ιδρύματα (ερευνητική δραστηριότητα με λόγο, συμμετοχή και προς όφελος των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, ιδιωτικοοικονομική λειτουργία, προσανατολισμός προγραμμάτων σπουδών σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς, προσέλκυση φοιτητών-πελατών με προπτυχιακά ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών, προγράμματα σπουδών-σούπα, μεταπτυχιακά με δίδακτρα, κ.λπ., που καλύπτονται κάτω από άχρωμους όρους όπως «διεθνοποίηση», «εξωστρέφεια»).

Οι ευμετάβλητες «ανάγκες» της καπιταλιστικής παραγωγής θα κρίνουν και το σχεδιασμό που θα διενεργείται από την ΕΘΑΑΕ (Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης), που κάθε άλλο παρά «ανεξάρτητη» είναι, των συγχωνεύσεων-καταργήσεων Τμημάτων-Σχολών-Πανεπιστημίων.

Με δεδομένους αυτούς τους παράγοντες, καθώς και το γεγονός ότι τα αποθεματικά των Πανεπιστημίων έχουν γίνει φύλλο και φτερό λόγω Μνημονίων, είναι σίγουρο ότι τα Ιδρύματα θα οδηγηθούν σε έναν άγριο ανταγωνισμό, ώστε να αποκομίσουν μεγαλύτερο μέρος από την λειψή πίτα της κρατικής χρηματοδότησης και να εξασφαλίσουν (;) την ύπαρξη και στοιχειώδη λειτουργία τους. Κοντολογίς, οι επιπτώσεις στη λειτουργία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, στην ποιότητα σπουδών, στο εύρος και την ποιότητα των παρεχόμενων επιστημονικών γνώσεων, των πτυχίων θα είναι δυσμενέστατες.

Είναι προφανές ότι τη «νύφη θα πληρώσουν» πρωτίστως τα περιφερειακά Ιδρύματα και οι ανθρωπιστικές σπουδές, που δεν έχουν διευρυμένη δυνατότητα ερευνητικής δραστηριότητας, όπως έχουν οι λεγόμενες παραγωγικές σχολές.

Δημιουργείται, λοιπόν, ένα ασφυκτικό σύστημα αξιολόγησης των Πανεπιστημίων με όρους «αποδοτικότητας» και σκληρής «ανταγωνιστικότητας», απόλυτα ελεγχόμενο από την εκάστοτε κυβέρνηση.

Τον πρώτο λόγο έχουν τα όργανα που δημιουργούνται εντός της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης:

  • Το Ανώτατο Συμβούλιο αποφασίζει για την «αναδιάρθρωση του ακαδημαϊκού χάρτη» (συγχωνεύσεις-καταργήσεις), την κατανομή του πετσοκομμένου ετήσιου προϋπολογισμού επιχορήγησης των ΑΕΙ (με κριτήρια τους «αντικειμενικούς δείκτες», όπως ο αριθμός των φοιτητών, η διάρκεια των προγραμμάτων σπουδών, η γεωγραφική θέση των πανεπιστημίων, κ.λπ.) και την κατανομή του 20% της χρηματοδότησης αυτής μέσω δεικτών αξιολόγησης [π.χ. «εξωστρέφεια», «ερευνητική δραστηριότητα», «ποιότητα σπουδών» (στην ποιότητα σπουδών, προφανώς, θα συμπεριλαμβάνεται ο αριθμός των «ενεργών» φοιτητών, οι «αιώνιοι» φοιτητές, ο χρόνος αποφοίτησης, κ.ά.)].
  • Το Συμβούλιο Αξιολόγησης και Πιστοποίησης, που αξιολογεί, με τη συνδρομή και των «κοινωνικών εταίρων», τα ΑΕΙ και το εάν πληρούν τις ποιοτικές προϋποθέσεις ακόμη και για να οργανώνουν προγράμματα σπουδών α’, β’ και γ’ κύκλου, τις ερευνητικές μονάδες και πιστοποιεί ως εξωτερικός κέρβερος τα εσωτερικά συστήματα διασφάλισης της ποιότητας, τα προγράμματα σπουδών -τα μελλοντικά και τα ήδη υπάρχοντα-, ενώ διενεργεί και θεματικές αξιολογήσεις (π.χ. στρατηγική διεθνοποίησης, ισότητα των φύλων, πρόσβαση ΑμεΑ).

Παράλληλα, η «απελευθέρωση της έρευνας και δημιουργία ευέλικτου και ευπροσάρμοστου πλαισίου λειτουργίας των Ειδικών Λογαριασμών Ερευνας (ΕΛΚΕ)», σηματοδοτεί την άνευ «γραφειοκρατικών εμποδίων» σύνδεση της έρευνας με τις επιχειρήσεις.
(Περισσότερα στο eksegersi.gr «Χρηματοδότηση Πανεπιστημίων υπό την αίρεση της αξιολόγησης»)

Η Σύγκλητος του ΕΚΠΑ στραπατσάρει την ειδυλλιακή εικόνα της Κεραμέως

Επειδή τα προβλήματα, όπως αυτά της χρόνιας υποχρηματοδότησης, των τεράστιων ελλείψεων σε προσωπικό, των ελλείψεων σε υποδομές, τα οποία γιγαντώθηκαν λόγω πανδημίας, έχουν φθάσει στο απροχώρητο, η Σύγκλητος του ΕΚΠΑ, σε συνεδρίασή της στις 14 του Οκτώβρη, εξέδωσε απόφαση, με την οποία στραπατσάρει την ειδυλλιακή εικόνα της Κεραμέως (αναγκαστικά, διότι το υψηλό πανεπιστημιακό κατεστημένο, εκ του ρόλου του ως θεσμού του αστικού συστήματος, δε χαρακτηρίζεται από διαθέσεις σύγκρουσης).

Στην απόφαση, στην οποία εκφράζεται και η αντίθεση για τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες για ανωτατοποίηση των κολλεγίων, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής:

Η Σύγκλητος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στη συνεδρίαση  της 14ης Οκτωβρίου 2020:

  • Εκφράζει τη δυσαρέσκειά της για τη μείωση των θέσεων διδασκόντων, σύμφωνα με το Π.Δ. 407/1980, από 31 (για το ακαδημαϊκό 2019-20) σε 24 (για το ακαδημαϊκό έτος 2020-21), όταν μάλιστα αυτή την περίοδο οι ανάγκες σε εκπαιδευτικό προσωπικό είναι αυξημένες λόγω της πανδημίας…
  • Επισημαίνει για άλλη μια φορά τα μεγάλα κενά σε μέλη ΔΕΠ και λοιπό εκπαιδευτικό προσωπικό, τα οποία       έχουν συσσωρευτεί κατά την τελευταία δεκαετία, με σοβαρές επιπτώσεις στην εκπαιδευτική διαδικασία, καθώς το πρόβλημα δεν είναι μόνο ποσοτικό, αλλά χάνονται και πολλά γνωστικά αντικείμενα
  • Τονίζει ότι οι δυσχέρειες υλοποίησης ποιοτικών προγραμμάτων σπουδών στα Πανεπιστήμια, λόγω των τεράστιων κενών από τη μη αναπλήρωση των αποχωρούντων μελών ΔΕΠ, εντείνονται ακόμη περισσότερο κατά την περίοδο της πανδημίας, η οποία προκαλεί, λόγω των υγειονομικών πρωτοκόλλων, αύξηση των εκπαιδευτικών αναγκών σε προσωπικό…
  • Ζητά την άμεση κατανομή του συνόλου των θέσεων των μελών ΔΕΠ που αφυπηρέτησαν στις 31/8/2019, όπως και όσων θέσεων μελών ΔΕΠ κενώνονται για οποιοδήποτε άλλο λόγο (π.χ. παραιτήσεις, θάνατοι), καθώς έχει ήδη διανυθεί ένα ακαδημαϊκό έτος με τις θέσεις αυτές κενές…
  • Επανέρχεται σε προηγούμενες αποφάσεις της σχετικά με τη διάθεση θέσεων των κλάδων ΕΤΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΕΠ και διοικητικών για την κάλυψη των εκπαιδευτικών, ερευνητικών και διοικητικών αναγκών των ΑΕΙ της χώρας. Τα Πανεπιστήμια έχουν ανάγκη από μόνιμο προσωπικό με αξιοπρεπείς μισθούς
  • Τονίζει την ανάγκη οικονομικής ενίσχυσης του Πανεπιστημίου μέσω του τακτικού προϋπολογισμού του 2021, ιδιαιτέρως τώρα που οι ανάγκες λόγω πανδημίας COVID-19 είναι αυξημένες (μέτρα προστασίας των φοιτητών και εργαζομένων, ανάγκη για συχνά τεστ, ενίσχυση και εκσυγχρονισμένων πληροφοριακών συστημάτων, ενίσχυση υποδομών για τηλεργασία)
  • Επαναλαμβάνει ότι η ενίσχυση της φοιτητικής μέριμνας (στέγαση, σίτιση, συγγράμματα, υλικοτεχνική υποδομή κ.λπ.) είναι υποχρέωση της Πολιτείας, ιδιαίτερα στη δύσκολη περίοδο που διανύουμε και που πλήττει ιδιαίτερα τους οικονομικά ασθενέστερους
  • Εκφράζει την έντονη ανησυχία της για τις επιπτώσεις που θα έχει στην υψηλή αξία, από ακαδημαϊκή και επαγγελματική άποψη, των πτυχίων του ΕΚΠΑ και των άλλων δημόσιων Πανεπιστημίων α) η αναγνώριση επαγγελματικής ισοτιμίας σε πτυχία κολλεγίων, τα οποία δεν ελέγχονται για την τήρηση όρων ποιότητας εκπαίδευσης και ακαδημαϊκότητας και β) η ύπαρξη πτυχίων χωρίς αναγνωρισμένα επαγγελματικά δικαιώματα…

Πηγή: Γιούλα Γκεσούλη – eksegersi.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το