Έβγαλε τα κλειδιά απ’ την τσέπη και τ’ ακούμπησε προσεκτικά στο τραπέζι, σα να ήταν φτιαγμένα από γυαλί και φοβόταν μη σπάσουν. Ίσως πάλι ένιωθε πως κινδύνευε να σπάσει ο ίδιος. Να γίνει χίλια κομμάτια και να σκορπιστεί στο πάτωμα. – Αι σιχτίρ παλιόκλειδα! Τόσο βάρος τριάντα χρόνια!

Είναι γεγονός πως έγερνε λίγο απ’ τη δεξιά μεριά, μα ποιος μπορεί να ρίξει το φταίξιμο σε μια αρμαθιά κλειδιά. Τα κουβαλούσε στη δεξιά τσέπη, όπου κι αν πήγαινε. Το κλειδί για την κεντρική είσοδο του σταθμού, την αίθουσα αναμονής, την πίσω πόρτα, το γραφείο, την αποθήκη υλικού, το μικρό παράσπιτο των κλειδούχων. Κι ήταν όλα μεγάλα και βαριά. Έσχιζαν το μέσα ύφασμα της τσέπης αλλά ήταν τόσο τεράστια, που δεν υπήρχε περίπτωση να κυλήσουν, χωρίς να τα πάρει χαμπάρι.

Τ’ ακούμπησε κι έκατσε για να μην πέσει. Δυο ρακές και είχε γίνει ντίρλα. – Άι σιχτίρ παλιόκλειδα, ξαναείπε και τα χάιδεψε.Μαζί με τα βαριά κλειδιά, που μετρούσαν πάνω από αιώνα, κρεμόταν κι ένα μικρό, χρυσό κλειδάκι, που δεν ταίριαζε σε καμιά πόρτα του Σταθμού. – Το βλέπεις αυτό; Είναι το κλειδί της καρδιάς σου, Ροδούλα. Την άνοιξα, μπήκα και την έκλεισα. Κανένας άλλος δεν μπορεί να μπει. Η Ροδούλα ήταν ό,τι έλεγε τ’ όνομά της. Γλυκιά, σαν ώριμο ροδάκινο. Ήξερε πως την αγαπούσε, με τρυφεράδα κι έρωτα, μα και πάλι ζήλευε τα τρένα. Την είχε πάρει μια νύχτα στο Σταθμό και είδε την έξαψή του όταν άκουσε το σφύριγμα. “Έρχεται”, της είχε πει και τα μάτια του γυάλιζαν.

Αργότερα του εξομολογήθηκε πως ζήλευε. Πως δεν την είχε κοιτάξει ποτέ με τη λάμψη που κοίταζε το συρμό καθώς κυλούσε στις γραμμές και, πως κρατώντας το φανάρι της ασετιλίνης, έμοιαζε με εραστή σε παράνομη νυχτερινή συνάντηση.Από τότε κρέμασε το χρυσό κλειδί στην αρμαθιά, για να καταλαγιάσει τη φούρκα της. “Βρε, λες;” Σκέφτηκε. “Να κοιτάζω με περισσότερη τρυφερότητα τα τρένα απ’ τη Ροδούλα;” Ήταν κι αυτά έρωτας, παραδέχτηκε, μα και πάλι μπορεί ν’ αγαπηθεί ένα τρένο πιο πολύ από μια γυναίκα; Εκείνη του έραβε, σαν κέντημα, κάθε τόσο τις τσέπες που τρυπούσαν τα κλειδιά. Από τότε που χάθηκε, έκανε μόνος του δυο-τρεις βελονιές με σακοράφα, ίσα για να ’χει τη σιγουριά.

Του πέρασε μια φορά η σκέψη πως τα κλειδιά χάθηκαν κι ο Σταθμός έμεινε σκοτεινός και κλειδωμένος. Από τότε είδε κάμποσες φορές αυτό τον εφιάλτη. Η αίθουσα αναμονής κλειδαμπαρωμένη, οι πλατφόρμες γεμάτες κόσμο, σα σκιές καθώς ήταν θεοσκότεινα και το τρένο ερχόταν και βογγούσε, δε σφύριζε. Πετιόταν στον ύπνο του, μούσκεμα στον ιδρώτα της αγωνίας που έχουν οι εφιάλτες, η Ροδούλα τον αγκάλιαζε και στην αγκαλιά της ησύχαζε. Τίποτα πια δεν ήταν ίδιο.

Απ’ το χαμό της και μετά, μπάταρε λίγο δεξιά σαν να είχε χάσει τα ζύγια του και οι εφιάλτες με το σκοτεινό κλειδαμπαρωμένο Σταθμό κρατούσαν περισσότερο. Ευτυχώς του είχαν μείνει τα τρένα. – Άι σιχτίρ παλιόκλειδα, ξαναείπε και άφησε να κυλήσει το δάκρυ που είχε σκαλώσει από ώρα. Δυο ρακές κι έγινα ντίρλα. Πάνε δυο μήνες τώρα που τον κάλεσαν στα κεντρικά και του το είπαν. “Στις 25 Ιουνίου, θα περάσει το τελευταίο δρομολόγιο.” – Το τελευταίο δρομολόγιο για πού; Είπε με τρέμουλο στη φωνή και στα χέρια. – Το τελευταίο δρομολόγιο για παντού. Αυτούς τους δυο τελευταίους μήνες, τέλειωνε το ωράριο κι έμενε στο Σταθμό. Τις περισσότερες νύχτες ξάπλωνε στο άδειο βαγόνι που είχαν κρατήσει στην άκρη της λοξής, αδιέξοδης γραμμής. Πάνε τουλάχιστον τρία χρόνια που ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί και κάποιος είπε, “πρέπει να δώσουμε ένα όνομα στο ακίνητο βαγόνι.” “Ροδούλα”, ψιθύρισε σιγά, μα οι άλλοι τον άκουσαν. Έσπασαν πάνω στο βαγόνι ένα μπουκάλι ρακή και … “Ροδούλα” είπαν και το βάφτισαν. Ξάπλωνε εκεί κι έβλεπε κάθε βράδυ τον ίδιο, παλιό εφιάλτη. Η νύχτα ήταν ζεστή και με φεγγάρι. Το τελευταίο δρομολόγιο είχε αναχωρήσει. Για πάντα. Ο Ιούνης κόντευε να τελειώσει και η πυρά του μεσοκαλόκαιρου που ερχόταν, κρατούσε και τις νύχτες. Έσβησε όλα τα φώτα κι έμεινε στο σκοτάδι. Έτσι κι αλλιώς πια δε χρειαζόταν φως. Ήξερε εξάλλου ότι σε λίγο θα έκοβαν το ρεύμα του Σταθμού. Έμεινε με το φανάρι της ασετιλίνης και το φως του φεγγαριού. Κάθισε στο σκαλοπάτι του βαγονιού και κάπνιζε, μπατάροντας λίγο δεξιά.

Εκείνη τη νύχτα έκλαψε, όπως δεν είχε κλάψει ούτε στο θάνατο της Ροδούλας. Κόντευε να ξημερώσει όταν τα μάτια του στέγνωσαν. Είχε πάρει τις αποφάσεις του. Εκεί θα έμενε, στο αγκυροβολημένο βαγόνι, με το φανάρι, την αρμαθιά και το χρυσό κλειδάκι. Θα ξεχορτάριαζε τις γραμμές, θα σκούπιζε τις πλατφόρμες, θα αέριζε το κτίριο, να μην το πιάσει η μπόχα της κλεισούρας και της εγκατάλειψης, να μη σπάσουν τα τζάμια και μπουν τα πουλιά και φωλιάσουν, να μη φάει το σαράκι τα κουφώματα, να μην είναι μόνη της και η “Ροδούλα”

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το