Ιταλία, 1938: ένας όψιμος οπαδός του φασιστικού καθεστώτος παρασύρεται στον εντοπισμό, την παγίδευση και τη δολοφονία ενός πρώην καθηγητή του – ενεργού αντιφασίστα, που έχει καταφύγει στο Παρίσι, ενώ (ο πρώτος) βρίσκεται τυπικά σε ταξίδι του μέλιτος με την ανυποψίαστη σύζυγό του.

Ένα ακόμα κλασικό αριστούργημα του ιταλικού κινηματογράφου, μετά τη “Νύχτα του Σαν Λορέντσο” των Ταβιάνι, που εστιάζει στο δίπολο φασισμός – αντιφασισμός, ό­πως καταγράφεται στην εκπνοή του μεσοπολέμου.

Είναι η περίοδος όπου οι δυο μεγάλες ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Αγγλία – Γαλλία) ερωτοτροπούν ανοιχτά με τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ [πολιτική κατευνασμού του Τσάμπερλαιν, ανίερη συμφωνία στη Διάσκεψη του Μονάχου (Σεπτέμβρης 1938), ‘ξεπούλημα’ της Τσεχοσλοβακίας στη ναζιστική Γερμανία], προκειμένου ν’ αποτραπεί η ‘μπολ­σεβικοποίηση’ της Ευρώπης.

Με τη μεταφορά στον κινηματογράφο του μυθιστορήματος του Αλμπέρτο Μοράβια (σε διασκευή του ίδιου), ο Μπερτολούτσι – πάλαι ποτέ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας- εισάγει μιαν αφηγηματική γλώσσα που δεν είχαμε συναντήσει ως τότε στο σινεμά και παντρεύοντάς την ιδανικά με μια στέρεη ιδεολογική θεώρηση, χτίζει ένα ανάγλυφο πορτρέτο του κομφορμιστή ήρωά του και της εποχής που τον γέννησε, εξερευνώντας παράλληλα ποικίλες φιλοσοφικές και κοινωνικοπολιτικές παραμέτρους.

Η στατικότητα της αμφιθυμίας, ο έρωτας σαν προγεφύρωμα και κάλεσμα του θανάτου, η εξέγερση που δεν ολοκληρώνεται ποτέ, ο υποδουλωμένος μικροαστός, που υπολείπεται τόσο σε συνείδηση όσο και σε χαρακτήρα – μη φτάνοντας πουθενά ως φορέας γνώσης ή επιθυμίας.

Ο Μπερτολούτσι, βρισκόμενος στην πιο γόνιμη περίοδο της καλλιτεχνικής του αναζήτησης ως μαρξιστής, που θα γεννήσει λίγο αργότερα το “1900” (1976), υπογράφει με τον “Κομφορμίστα” την πιο άρτια φιλοσοφικά ταινία του, παραδίνοντας στο ευρωπαϊκό κοινό μια καινοτόμο από κάθε άποψη, απόλυτα ολοκληρωμένη κινηματογραφική σύλληψη.

Η Ευρώπη στο κατώφλι του πολέμου, δοκιμάζεται ήδη από τη βαρβαρότητα του φασισμού, την ίδια στιγμή που ο σοσιαλισμός, τόσο σαν υπαρκτή πραγματικότητα όσο και σαν ιδανικό, αντιμάχεται σ’ όλα τα πεδία τον αστισμό της Δύσης (από καιρό σε σήψη) και τις συμβάσεις του. Ένα μεγαλόπνοο έργο – όχημα ώριμου μαρξιστικού στοχασμού – που σημάδεψε τη διαδρομή του Ιταλού δημιουργού αλλά και την εξέλιξη του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.

Ο Τρεντινιάν αποδίνει τη διχασμένη υπόσταση του μετεωριζόμενου Μαρτσέλο με μέτρο και πειθώ, η Ντομινίκ Σαντά λάμπει από ομορφιά, κι ο Βιτόριο Στοράρο περνάει στην ιστορία με την έξοχη αρχιτεκτονική των πλάνων του.

Στην εποχή της κυριαρχίας της ψηφιακής εικόνας, των σαρωτικών ταχυτήτων και της αποκαθήλωσης των αξιών που κληροδότησε ο αγώνας ενά­ντια στο φασισμό, η επιβεβαίωση της διαχρονικής δύναμης του κινηματογράφου που υπερασπίζεται ιδέες και οράματα, είναι αν μη τι άλλο ελπιδοφόρα.

Όσκαρ καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου (1972), Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (1972).

Θέμις

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το