Ο εγωιστής γίγαντας της Κλίο Μπάρναρντ

Μ. Βρετανία (2013)

Σ’ ένα υποβαθμισμένο προάστιο εγγλέζικης κωμόπολης του βιομηχανικού βορρά, ένα 13χρονο αγόρι με προβλήματα υπερκινητικότητας, εκμεταλλεύεται την οριστική αποβολή του από ένα ελάχιστα ανεκτικό σχολείο, για ν’ αποκτήσει ένα υποτυπώδες κομπόδεμα, μεταπουλώντας καλώδια και παλιοσίδερα με το φιλαράκι του.
Άγριες συγκρούσεις κι αναμετρήσεις σε μιαν αδυσώπητη πορεία ενηλικίωσης δυο απόκληρων απόγονων των ανθρακωρύχων του ’80.

Από το κοντινό, τυπικά, ’84 των αποφασισμένων Άγγλων ανθρακωρύχων, έχει κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι και τόνοι βαρβαρότητας. Κανένα στοιχείο ηρωισμού ή ψηγμάτων, έστω, ταξικής αξιοπρέπειας δεν εντοπίζεται ως διακριτό χαρακτηριστικό των στεγνωμένων, από το ανελέητο των επιθέσεων, συγχωριανών των δύο αγοριών.

Με υποδειγματική πολιτική οξυδέρκεια, σμιλεμένο καλλιτεχνικό αισθητήριο και ψηλαφητή ευαισθησία, η Κλίο Μπάρναρντ ανατέμνει τον κοινωνικό πυρήνα της εξαθλιωμένης μεταβιομηχανικής Αγγλίας, φωτογραφίζοντας με χειρουργική ακρίβεια τα συντρίμμια. Κανένα ανάχωμα, καμιά πρό­νοια για τον κατά κράτος ηττημένο πατέρα του Σουίφτυ, που αδειάζει βάναυσα την πίκρα του στη μουδιασμένη από τις ματαιώσεις γυναίκα του, ή τη μάνα του Άρμπορ, που παρακολουθεί από μοιραία απόσταση την παράδοση του μεγαλύτερου γιου στα ναρκωτικά.
Η ανεργία, η εγκατάλειψη κι η εξαθλίωση έχουν σαρώσει όλες σχεδόν τις αντιστάσεις αυτών των ανθρώπων, που έχουν χάσει κάθε πίστη κι έχουν απαρνηθεί κάθε όραμα.

Η Μπάρναρντ διασώζει παρ’ όλα αυτά την ελπίδα. Στο απρό­σμενο φινάλε του “Γίγαντα”, μας θυμίζει πως τίποτα σημαντικό δεν κατακτιέται αναίμακτα, και πως οι συνειδήσεις χτίζονται στο βραχώδες έδαφος των συγκρούσεων, της απώλειας και της επιμονής.
Για την ταινία της αυτή και τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει την τέχνη της, η Μπάρναρντ καταθέτει πολλά κι ενδιαφέροντα: «Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα ­κάποια παιδιά στο Μπράντφορντ, όπου γύρισα την πρώτη μου ταινία, το “The Arbor”. Από αυτά ξεχώρισα τον Μάτι, που είχε παρατήσει το σχολείο και είχε καταπιαστεί με το μάζεμα των παλιοσίδερων και τις ­ιπποδρομίες. Στο σενάριο “έσπασα” τον χαρακτήρα του Μάτι σε δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους, για ν’ απλωθεί καλύτερα η ιστορία.

Δεν είναι επαγγελματίες. Ο πρωταγωνιστής Κόνερ Τσάπμαν είναι από το μέρος όπου έγιναν τα γυρίσματα στο Μπράντφορντ. Ο συμπρωταγωνιστής του Σον Τόμας μένει σε μια κοντινή περιοχή που λέγεται Χολμ Γουντ, όπου υπάρχουν καταυλισμοί τσιγγάνων αλλά και μια μακρά παράδοση στα άλογα. Αυτός είναι ο λόγος που ο Σον ξέρει να ιππεύει, όπως είδατε και στο φιλμ.

Ήθελα να μιλήσω γι’ αυτά τα παιδιά που δεν τα καταλαβαίνει κανείς -ούτε οι γονείς, ούτε το σχολείο, ούτε η κοινωνία. Ήθελα να εκφράσω την οργή που αισθάνομαι όταν βλέπω μικρά παιδιά να αποκλείονται από το κοινωνικό σύνολο και να οδηγούνται στο περιθώριο. Είναι περίεργο να βλέπουμε ανήλικους ρακοσυλλέκτες στην αναπτυγμένη Αγγλία του 21ου αιώνα. […] Υπάρχει κάτι το βικτωριανό σε αυτήν την εικόνα. Αλλά την ίδια στιγμή είναι συνδεδεμένη άμεσα με την κρίση και τις αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία. Στο μεταβιομηχανικό τοπίο της Βόρειας Αγγλίας ο κόσμος πλέον ψάχνει να βρει μεταλλικά απομεινάρια από τον πολιτισμό και να τα πουλήσει στην Κίνα. Μπορεί να είναι, λοιπόν, μια εικόνα που παραπέμπει στο παρελθόν, αλλά την ίδια στιγμή αποτελεί και μια αλήθεια του μέλλοντος. […] Είμαι περήφανη για την αγγλική κινηματογραφική κληρονομιά του κοινωνικού ρεαλισμού. Όταν γύριζα την ταινία, είχα στο μυαλό μου το «Κες» του Κεν Λόουτς, τους μοναδικούς συμβολισμούς και τις μεταφορές του. Είναι μια εξαιρετική ταινία επηρεασμένη από τον «Κλέφτη Ποδηλάτων», γενικότερα από τον ιταλικό νεο-ρεαλισμό αλλά και την πλούσια ευρωπαϊκή κινηματογραφική παράδοση. […]

Μ’ ενδιαφέρει πάντα το πώς μία τέχνη εμπνέει μια άλλη: Στο The Arbor για παράδειγμα με ενδιέφερε τι ήταν αυτό που ενέπνευσε ένα θεατρικό έργο, το οποίο με τη σειρά του απετέλεσε έμπνευση για κάτι άλλο. Και στον “Εγωιστή Γίγαντα” με ενδιέφερε να δω τι θα συνέβαινε εάν έπαιρνα αυτό το βικτωριανό παραμύθι και το έβαζα σε ένα διαφορετικό περιβάλλον. Είμαι περίεργη για την διαδικασία της μεταφοράς και το πώς μετατρέπεις μια μορφή τέχνης σε μια άλλη, αλλά και πώς παίρνεις ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και το αλλάζεις. […] Και στον “Εγωιστή γίγαντα”, όπως και στο “The Arbor” και στον “Σκοτεινό ποταμό”, προσπάθησα να δώσω ένα τέλος που να έχει κάποιου είδους ελπίδας μέσα του χωρίς να φαίνεται ψεύτικο. Νομίζω ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο. Δεν συμφωνώ με τις ταινίες που απλά καθησυχάζουν το κοινό, χωρίς να του δίνουν την αίσθηση ότι πρέπει να δράσει. Δεν μ’ αρέσει ν’ ακούγομαι μηδενίστρια, αλλά δεν θέλω να καθησυχάζω τους θεατές, λέγοντάς τους ότι όλα είναι καλά. […]».

Ατόφια υλικά κι ατσάλινη ραχοκοκαλιά σ’ αυτήν τη σημαντική ταινία, που πατάει με σιγουριά στην πολύτιμη παράδοση του εγγλέζικου πολιτικού κινηματογράφου.

Θέμις Αμάλλου

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το