Ανακαλυψε τη μαγικη δυναμη των λεξεων οταν ο κοσμος συρρικνωθηκε σε μια ανηλιαγη τρυπα.
Του πηρε, σιγουρα, καποιο χρονο.
Η αρχη ηταν φοβος.
Οταν κλεινει πισω σου με παταγο η σιδερενια πορτα, σερνεται με μεταλλικο συριγμο ο συρτης και ακουγεται το σκουριασμενο γυρισμα των μεγαλων κλειδιων, ολα γινονται κενο γωρου και χρονου. Αναμετριεσαι πρωτα με την ενοχη ή την αθωοτητα, οσα γινονται και δεν ξεγινονται, τα λαθη, το αιμα, τη χαντακωμενη νιοτη, την παγιδευμενη ζωη.
Η αναμετρηση γινεται φοβος.
Ο φοβος συναντιεται με την παγωνια των κελιων, τους κανονες αγελης που επιβαλλονται απο τα πανω κι απο τα κατω, απ’ τα μεσα κι απ’ τα εξω, απ’ ολες τις κατευθυνσεις, με την αγριοτητα των συγκρατουμενων, την παλιανθρωπια των δεσμοφυλακων, τα δυο μετρα και τα δυο σταθμα που κυβερνουν τις ζωες εξω απ τα σιδερα και τις τσακιζουν μεσα απ τα καγκελα, με τον πηχτο ακαθαρτο αερα, τις απειλες, τους εκβιασμους και τους στρατους των κατσαριδων.
Υστερα ο φοβος γινεται απογνωση και μετα παραιτηση. Λιγοι ξεφευγουν.
Στα μπουντρουμια δεν υπαρχει καθαρος αερας για καθαρες σκεψεις. Οι σκεψεις πεφτουν χαμηλα και πατιουνται στο βρωμικο πατωμα.
Περασε καποιος καιρος για να συναντηθει με τη μαγεια των βιβλιων.
Την πρωτη φορα που ο δασκαλος ειπε μια λεξη που δεν την καταλαβε, πού να θυμαται τωρα αν ηταν η λεξη λυκαυγες, αμετροεπεια ή νωθρός, ενοιωσε πως εκτος απ την ανηλιαγη τρυπα, τους δεσμοφυλακες και το καθικι με τη χοντρη πετσα του σιτεμενου κατουρου, υπαρχει κι ενας αλλος κοσμος.
Στην αρχη λιγο αδιαφορος αλλα μετα προκλητικος.
Ντραπηκε να ρωτησει το δασκαλο τι σημαινει λυκαυγες γιατι δεν ειχε ακομη αποφασισει αν θα συνεχιζε να βουλιαζει στον κρατηρα του κελιου του ή θα πιανοταν απ τις λεξεις.


Τον ετρωγε ομως η περιεργεια.
Την αλλη μερα στο προαυλιο της φυλακης, ρωτησε καποιον με γυαλια.
– Ξερεις, φιλε, τι σημαινει λυκαυγες;
Ο γυαλακιας τον κυταξε απ την κορφη ως τα νυχια, καπως του φανηκε πως στραβωσε τα χειλη σ ενα ειρωνικο χαμογελο και δεν ειπε τιποτα.
Λαθος κινηση, σκεφτηκε. Οι αγνωστες λεξεις παρεξηγουνται ευκολα.
Οι καινουργιες λεξεις μαζεύονταν, η μια πανω στην αλλη και καποια στιγμη, πριν γινουν ενα βουνο που δεν θα μπορουσε πια να το ανεβη, πηρε εκεινη την πρωτη απορια και την πηγε στο δασκαλο.
– Τι παει να πει λυκαυγες, δασκαλε;
Ο δασκαλος κοιταξε το ανεξερευνητο βαθος των ματιων ενος παγιδευμενου αγριμιου και του ειπε να τα κλεισει. Να κλεισει τα ματια.
– Ακομα και τωρα που τα ματια σου ειναι κλειστα, λιγο φως καταφερνει και τρυπωνει μεσα απ τα βλεφαρα. Ετσι δεν ειναι;
Ξερεις αν ειναι μερα ή νυχτα.
Αν ειναι μερα, ξερεις αν περνα μπροστα σου μια σκια, κι αν ειναι νυχτα, παλι ξερεις αν ειναι περασμενες εννια που κατεβαινει ο γενικος διακοπτης και γινεται η φυλακη ζιντανι.


Οσο σκοταδι κι αν ειναι απ τη μεσα μερια των ματιων σου, απ εξω ξερεις πως εχει φως. Και μαλιστα, ετσι οπως το βλεπεις ελαχιστο, διχως να σου αποκαλυπτει λεπτομερειες, μπορεις να φανταστεις το φως οπως το θες. Εναν μαγκιορο ηλιο του Αυγουστου να στραφταλιζει στη θαλασσα ή εναν χλωμο και ανημπορο, πισω απο χειμωνιατικα συννεφα. Μπορεις να δεις, με κλειστα βλεφαρα, το ψυχρο φθοριο πανω απο ενα τραπεζι χειρουργειου ή μια λαμπα ασετυλινης στη γωνια του δρομου οπου φιλιεται ενας αποχωρισμος.
Αν το φως που τρυπωνει μεσα απ τα βλεφαρα εχει πιο πολυ μια αισθηση γαλαζιου, ξερεις πως ερχεται μια καινουργια μερα και ανασκουμπωνεσαι κι αν κοκκινιζει ελαφρα, καταλαβαινεις πως φτανει μια καινουργια νυχτα κι ετοιμαζεσαι να ονειρευτεις.
Το ελαχιστο φως, η υποψια του μεσα απ τα κλειστα σου βλεφαρα, ειναι μια αρχη. Ειναι το λυκαυγες

Τρομαξε! Αν ολα αυτα ειναι μονο το λυκαυγες, ποσα μυστικα περασματα κρυβουν οι αλλες λεξεις; Ποσες ερμηνειες, προεκτασεις και ποσες χαραμαδες;
Αποφασισε τοτε, οσα δεν ειχε αποφασισει στη μικρη ακομη λαθος ζωη του.
Να ανακαλυψει τη μαγεια των λεξεων. Να μαθει ολα τα χιλιαδες νοηματα που κουβαλουν, πώς ελευθερωνουν το μυαλο και πώς ταϊζουν τις αισθησεις.
Επιασε να χτιζει μια σκαλα με βιβλια. Ηξερε προκαταβολικα πως η σκαλα αυτη θα ανεβαινε οσο εκεινος της προσθετε σκαλοπατια.
Πώς να ανεχτουν ομως μια σκαλα που ανεβαινει πανω απ τον κρατηρα ενος κελιου, πιο πανω απο τα συρματοπλεγματα της στεγης και παει πιο ψηλα κι απο τα συννεφα, αυτοι που περνανε μια ζωη στεγνη απο λαχταρες και αδρεναλινη, παλουκωμενοι στην καρεκλα, συλλαβιζοντας καλπικες υποσχεσεις, προδοσιες και πωλητηρια;
Πώς να συγχωρησουν οι δεσμοφυλακες λαων κι ελπιδων, οι στυγνοι προϊσταμενοι, οι στεγνοι υφισταμενοι, οι γραμματεις κι οι φαρισαιοι υπουργειων εγκληματικης πολιτικης τις λεξεις που φυλανε τσιλιες για να ξεφευγουν οι δραπετες των βιβλιων;

Ο Βασιλης Δημακης πρεπει να ζησει.

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το