γράφει ο Abdul Rahman

Είναι προεκλογική περίοδος στις Ηνωμένες Πολιτείες και μια πτυχή του ιστορικού του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ που δεν τίθεται προς συζήτηση είναι ο ρόλος του στη διατήρηση και ενίσχυση της ισραηλινής κατοχής της Παλαιστίνης. Ο Τραμπ δεν έχει αφήσει κανένα εμπόδιο για να κερδίσει την υποστήριξη των φιλο-σιωνιστικών ομάδων στη χώρα του υποτάσσοντας τα συμφέροντα εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ σε αυτά του Ισραήλ.

Η χρήση της αμερικανικής εξουσίας από τον Τραμπ, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών και οικονομικών του πόρων, έχει βοηθήσει το Ισραήλ να επιτύχει ορισμένους από τους μακροπρόθεσμους διπλωματικούς και στρατηγικούς στόχους του. Αυτό περιλαμβάνει την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ και την “εξομάλυνση” των σχέσεων με τις αραβικές χώρες. Η κυβέρνηση Τραμπ όχι μόνο αγνόησε τους διεθνείς θεσμούς και τους νόμους, αλλά και τις επί μακρόν διακηρυγμένες θέσεις των ΗΠΑ για την Παλαιστίνη, για να βοηθήσει τις πολιτικές απαρτχάιντ του σιωνιστικού κράτους του Ισραήλ.

Μετατόπιση κεφαλαίου
Ενάντια σε όλα τα διεθνή ψηφίσματα, η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε στις 6 Δεκεμβρίου 2017, την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ. Οι ΗΠΑ μετέφεραν την πρεσβεία τους από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ τον Μάιο του 2018, παρά τις αντιρρήσεις που προέβαλαν οι Παλαιστίνιοι και η διεθνής κοινότητα, και τις μαζικές διαμαρτυρίες. Ωστόσο, αναγνωρίζοντας την ματαιότητα της μονομερούς κίνησής τους, η κυβέρνηση Τραμπ χρησιμοποιεί έκτοτε διπλωματικούς και οικονομικούς πόρους των ΗΠΑ για να πείσει και να πιέσει άλλες χώρες να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.

Μέχρι στιγμής, έχει μόνο μία χώρα, η Γουατεμάλα, να μεταφέρει επίσημα την πρωτεύουσά της στην Ιερουσαλήμ. Η δεξιά και φιλοαμερικανική διοίκηση του προέδρου Τζίμι Μοράλες στη Γουατεμάλα ακολούθησε με χαρά το αμερικανικό μοντέλο. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει επίσης προσπαθήσει να πείσει την ηγεσία της Σερβίας και του Κοσσυφοπεδίου να είναι φιλική με το Ισραήλ σε αντάλλαγμα την αμερικανική στήριξη, τόσο οικονομική όσο και πολιτική. Το Σεπτέμβρη αυτού του έτους, Σερβία και Κοσσυφοπέδιο ανακοίνωσαν σχέδια για να μεταφέρουν τις πρεσβείες τους στην Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι η ηγεσία και των δύο χωρών αντιμετωπίζει διώξεις για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο τη δεκαετία του 1990.

Στην πραγματικότητα, μόνο οι δεξιές κυβερνήσεις έχουν συμφωνήσει να ανοίξουν ή να μετακινήσουν τις πρεσβείες τους στην Ιερουσαλήμ, χωρίς να αναλάβουν σταθερές δεσμεύσεις. Τα οικονομικά και πολιτικά τρωτά σημεία της άρχουσας τάξης σε αυτές τις χώρες τους οδήγησαν στη γραμμή που σκιαγραφήθηκε από τις ιμπεριαλιστικές ΗΠΑ εξ ονόματος του φίλου και συμμάχου τους, του Ισραήλ.

Ένα κλασικό παράδειγμα του πώς λειτουργούν αυτά τα τρωτά σημεία βρίσκεται στην Παραγουάη. Τον Μάιο του 2018, ο απερχόμενος πρόεδρος της Παραγουάης, Horacio Cartes, ανακοίνωσε την απόφαση να ανοίξει πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ, παρά τις ενστάσεις που εξέφρασε ο διάδοχός του και εκλεγμένος πρόεδρος Mario Abdo Benitz. Μέσα σε τρεις μήνες στο αξίωμα, ο Benitz ανέτρεψε την απόφαση και μετέφερε την πρεσβεία της Παραγουάης πίσω στο Τελ Αβίβ, αψηφώντας τις αντιρρήσεις του Ισραήλ και των ΗΠΑ.

Οι συμφωνίες “εξομάλυνσης”
Η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί να τερματίσει την επίσημη απομόνωση του Ισραήλ στον Αραβικό κόσμο και την γύρω περιοχή, χρησιμοποιώντας τη συμβατική ισχυρή παρουσία του στην περιοχή. Η υπογραφή των λεγόμενων συμφωνιών του Αβραάμ μεταξύ των ΗΑΕ, του Μπαχρέιν και των ΗΠΑ στις 15 Σεπτεμβρίου στην Ουάσιγκτον ήταν ένα μεγάλο προπαγανδιστικό γεγονός, που γιορτάστηκε ως το μεγαλύτερο διπλωματικό επίτευγμα του Τραμπ στη Μέση Ανατολή.

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Mike Pompeo επισκέφθηκε άλλες αραβικές χώρες για να τις πείσει να ακολουθήσουν το παράδειγμα των ΗΑΕ και του Μπαχρέιν. Ωστόσο, όλες αυτές οι χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Κατάρ, του Κουβέιτ και του Σουδάν, αρνήθηκαν να συμφωνήσουν ανοιχτά με το Ισραήλ παρά τη στρατηγική και οικονομική βοήθεια που τους προσφέρεται. Ακόμη και το Ομάν, το οποίο έχει μία από τις πιο ρητές σχέσεις με το Ισραήλ, δεν την έχει ακόμα αναγνωρίσει επίσημα.

Η κυβέρνηση του Τραμπ προσπάθησε επίσης να προσελκύσει τον μακροχρόνιο σύμμαχό της, το Πακιστάν, το οποίο εδώ και καιρό βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός του Πακιστάν Imran Khan έχει δηλώσει επίσημα ότι αρνείται τις εικασίες που θα ακολουθήσει τα βήματα των ΗΑΕ και του Μπαχρέιν. Ισχυρίστηκε ότι το Πακιστάν δεν θα “εξομαλύνει” τις σχέσεις του με το Ισραήλ “μέχρι να αποκτήσουν οι Παλαιστίνιοι τα δικαιώματά τους, τα οποία θα πρέπει να είναι σύμφωνα με τη λύση των δύο κρατών”.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο επικεφαλής της νέας μεταβατικής κυβέρνησης στο Σουδάν, στρατηγός Abdel Fattah al-Burhan, επιβεβαίωσε ότι υπήρχαν επίσημες συνομιλίες μεταξύ των ΗΠΑ και του Σουδάν υπό τη μεσολάβηση των ΗΠΑ στο Αμπού Ντάμπι, στις οποίες οι ΗΠΑ είχαν ζητήσει από το Σουδάν να ομαλοποιήσει τους δεσμούς του με το Ισραήλ σε αντάλλαγμα την παροχή σημαντικής οικονομικής στήριξης. Ωστόσο, η άρνηση των ΗΠΑ να απομακρύνουν το Σουδάν από τον κατάλογο “κρατών που χορηγούν την τρομοκρατία” και οι ανησυχίες μεταξύ των πολιτικών τμημάτων της παρούσας μεταβατικής κυβέρνησης σχετικά με το ενδεχόμενο λαϊκής αναταραχής εμπόδισαν το Σουδάν να προχωρήσει και να ομαλοποιήσει τις σχέσεις του με το Ισραήλ.

Από τις 22 αραβικές χώρες, μόνο δύο -η Αίγυπτος και η Ιορδανία- είχαν αναγνωρίσει το Ισραήλ πριν από τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους και είχαν συνάψει διπλωματικές σχέσεις με αυτό. Οι σχέσεις αυτές χαρακτηρίζονταν συχνά ως “ψυχρή ειρήνη” απουσία οποιασδήποτε πραγματικής δέσμευσης εκτός από την επίσημη αναγνώριση. Η κυβέρνηση του Τραμπ προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τη μακροπρόθεσμη αντιιρανική θέση των μοναρχιών του Κόλπου και δημιούργησε το φάσμα μιας ιρανικής απειλής για να τους ωθήσει να έρθουν πιο κοντά στο Ισραήλ ως ένα λογικό βήμα κατά του Ιράν.

Το Ισραήλ θεωρεί το Ιράν τον πρωταρχικό εχθρό του λόγω της αυξανόμενης περιφερειακής εικόνας του τελευταίου και της αμετάβλητης δέσμευσής του για τον παλαιστινιακό σκοπό. Η μονομερής απόσυρση των ΗΠΑ από την πυρηνική συμφωνία του Ιράν τον Μάιο του 2018 επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις μακροχρόνιες αντιρρήσεις του Ισραήλ για τη συμφωνία.

“Οι διεθνείς νόμοι και θεσμοί είναι μεροληπτικοί”
Η κυβέρνηση Τραμπ όχι μόνο χρησιμοποίησε τη διπλωματική, στρατιωτική και οικονομική της δύναμη για να υποστηρίξει το Ισραήλ να κερδίσει φίλους και συμμάχους. Επίσης, υπερέβαλε καταγγέλοντας όλους τους διεθνείς νόμους και θεσμούς που προσπαθούν να διατηρήσουν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα των Παλαιστινίων. Αποκάλεσε τα θεσμικά αυτά όργανα προκατειλημμένα και σε ορισμένες περιπτώσεις αποσύρθηκε εντελώς από αυτά.

Ο Τραμπ αναγνώρισε την ισραηλινή προσάρτηση των Υψιπέδων του Γκολάν στη Συρία, αψηφώντας το ψήφισμα 497 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο εγκρίθηκε ομόφωνα το 1987. Αγνοώντας την παγκόσμια γνώμη, ο Pompeo είπε τον Νοέμβριο του 2018 ότι οι πολιτικοί ισραηλινοί οικισμοί εντός των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών δεν είναι ενάντια στο διεθνές δίκαιο. Οι ΗΠΑ υπό τον Τραμπ σταμάτησαν να εκδίδουν ακόμα και αυτές τις επίσημες ενστάσεις για νέες προτάσεις διευθέτησης διαφορών, χαρακτηριστικό των προηγούμενων κυβερνήσεων.

Ισχυριζόμενος μεροληψία κατά του Ισραήλ, ο Τραμπ αποχώρησε από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών τον Ιούνιο του 2018, αφότου αυτή επέκρινε τις φρικαλεότητες του Ισραήλ εντός των κατεχόμενων εδαφών. Οι ΗΠΑ αποχώρησαν από την UNESCO τον Ιανουάριο του 2019. Ο Τραμπ ανάγκασε επίσης τον Παλαιστινιακό Οργανισμό Απελευθέρωσης να κλείσει το γραφείο του στην Ουάσιγκτον τον Σεπτέμβριο του 2018.

Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, το αποκαλούμενο “σύμφωνο του αιώνα” του Τραμπ, ή το ειρηνευτικό σχέδιο για τη Μέση Ανατολή, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια έκφραση της ισραηλινής έκδοσης μιας λύσης δύο κρατών, η οποία αντίκειται σε όλα τα ψηφίσματα του ΟΗΕ που υπερψηφίστηκαν από τις ΗΠΑ. Νομιμοποιεί την παράνομη σιωνιστική κατοχή των Παλαιστινίων ζητώντας τους να δεχθούν μια λύση χωρίς το δικαίωμα των προσφύγων να επιστρέψουν, χωρίς την Ιερουσαλήμ, και να ζήσουν μέσα σε ένα Bantustan*, το οποίο περιβάλλεται από το Ισραήλ από όλες τις πλευρές.

Αν και τέτοιες κινήσεις δεν έχουν λάβει επαρκή κριτική από τον προεδρικό αντίπαλο του Τραμπ Τζο Μπάιντεν, η κυβέρνηση του Σιωνιστή σίγουρα θα ελπίζει για μια νέα κυβέρνηση Τραμπ μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου.

*Σημείωμα μετάφρασης: Το Bantustan(γνωστό και ως πατρίδα Bantu, μαύρη πατρίδα, μαύρο κράτος)) ήταν μια περιοχή που η κυβέρνηση του Λευκού Εθνικού Κόμματος της Νοτίου Αφρικής περιόρισε τους μαύρους κατοίκους της Νοτίου Αφρικής και της Νοτιοδυτικής Αφρικής (τώρα Ναμίμπια), ως μέρος της πολιτικής του απαρτχάιντ.

Στο “εξώφυλλο” φωτογραφία αρχείου

πηγή: guernica.eu από Peoples Dispatch

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το