Το τελευταίο διάστημα, ιδίως μετά το πέρας της οξείας φάσης της πανδημίας του κορονοϊού, έχει δοθεί έμφαση στα νησιά μας στην ανάπτυξη του λεγόμενου «ποιοτικού τουρισμού», επί της ουσίας του «VIP τουρισμού», όπου γίνεται προσπάθεια προσέλκυσης επισκεπτών από το εξωτερικό υψηλής οικονομικής επιφάνειας και άρα υψηλής αγοραστικής δύναμης, έχοντας προφανώς ως πρότυπο το παράδειγμα της Μυκόνου. Στο πλαίσιο αυτό προωθείται το μοντέλο της «τουριστικής μονοκαλλιέργειας», ενός παρασιτικού τύπου οικονομικού μοντέλου, βάσει του οποίου οι τοπικές οικονομίες εξαρτώνται σχεδόν απόλυτα από την εισροή εσόδων και κεφαλαίων κυρίως από το εξωτερικό, με τη δημιουργία σχέσεων εξάρτησης από ξένα οικονομικά (και πολιτικά) κέντρα, υπονομεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο κάθε προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας βασισμένης πρωτίστως στον πρωτογενή τομέα. Αντί δηλαδή ο τουρισμός να λειτουργεί επικουρικά για την εθνική οικονομία και να βρίσκεται σε αρμονία με τις τοπικές κοινωνίες και το φυσικό περιβάλλον, τοπικές οικονομικές ολιγαρχίες, έχουν επιδοθεί σε ένα αέναο κυνήγι παρασιτικού υπερκέρδους, με αποκλειστικό γνώμονα την εξυπηρέτηση των άμεσων και εφήμερων ατομικών τους συμφερόντων, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι πολιτικές αυτές για το κοινωνικό σύνολο.

Έτσι σήμερα βλέπουμε π.χ. στη Νάξο, ένα νησί γνωστό για το φυσικό του κάλλος, όχι μόνο για τις παραλίες του, αλλά και για το ορεινά χωριά του, και κυρίως για την πλούσια ιστορία του, τα μνημεία του και εν γένει για την πλούσια πολιτιστική του κληρονομιά, να έχει μπει σε τροχιά «μυκονοποίησης» και από μία «μικρή Κρήτη» τείνει να καταντήσει μία «μεγάλη Μύκονος».

Ιδίως το φετινό καλοκαίρι η διάχυτη αυτή αίσθηση έγινε ακόμα πιο έντονη, με τους νησιώτες, (στη μεγάλη τους πλειονότητα δεν βιοπορίζονται από τον τουρισμό), αλλά και τους απλούς επισκέπτες του νησιού, να διαπιστώνουν ότι η τσέπη τους αδειάζει πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά. Πέρα από τα πανάκριβα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, οι τιμές των καταλυμάτων έχουν εκτοξευθεί στα ύψη, καθιστώντας επί της ουσίας απαγορευτική την εκεί διαμονή Ελλήνων τουριστών προερχόμενων από τα λαϊκά στρώματα, ενώ και η εστίαση και οι λοιπές υπηρεσίες, έχουν πάρει επίσης την ανιούσα, απευθυνόμενες σχεδόν αποκλειστικά στα υψηλά βαλάντια, με παράλληλη την υποβάθμιση για εμάς της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Οι δε τιμές των προϊόντων στα σουπερμάρκετ είναι ιδιαίτερα υψηλές, σχεδόν απαγορευτικές για τον μέσο πολίτη. Πλέον εύπορα άτομα, κάθε ιδιαιτερότητας, αντικαθιστούν σιγά σιγά τα ζευγάρια και τις οικογένειες, που επισκέπτονταν (και επισκέπτονται) έως τώρα το νησί της Νάξου, ενώ οι Έλληνες τουρίστες σταδιακά μειώνονται, εκτοπιζόμενοι από τους Δυτικοευρωπαίους και τους Βορειοαμερικανούς τουρίστες.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται αργά αλλά σταθερά μία ζώνη απροσπέλαστη και απαγορευμένη εν τοις πράγμασι για τους Έλληνες, προφανώς τους μη προνομιούχους, στο πλαίσιο ενός κακώς νοούμενου «VIP τουρισμού», με τους ξενοδόχους να αποτελούν επί της ουσίας κράτος εν κράτει στο νησί. Οι ίδιοι π.χ. μπορούν να κατασπαταλούν ασύδοτα το πολύτιμο νερό του νησιού, στο όνομα της ανάπτυξης της κατ’ ευφημισμόν «βαριάς βιομηχανίας» της χώρας μας, τη στιγμή που επιβάλλονται πρόστιμα σε όλους τους υπόλοιπους (και πολύ σωστά) για αλόγιστη χρήση νερού, μπορούν επίσης να σταθμεύουν προνομιακά τα αυτοκίνητα των επιχειρήσεών τους μέσα στο λιμάνι, κάτι που για εμάς τους υπόλοιπους απαγορεύεται, ενώ πανέμορφες παραλίες – «φιλέτα» του νησιού (π.χ. Άγιος Προκόπιος, Αγία Άννα, Πλάκα) έχουν εκχωρηθεί σε ιδιώτες, για να τοποθετήσουν ομπρέλες και ξαπλώστρες, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για τους ιθαγενείς, τους μη προνομιούχους, την «πλέμπα», αν προτιμάτε. Έτσι, ο κάθε γηγενής, που θέλει να κάνει το μπάνιο του στην αγαπημένη του παραλία, στον ίδιο τον τόπο του, υπό φυσιολογικές συνθήκες, όπως έκανε επί τόσα χρόνια, είναι πλέον υποχρεωμένος να βάζει βαθιά το χέρι του στην τσέπη, πληρώνοντας τη βουτιά του τουλάχιστον 50 ευρώ. Οι δε «πληβείοι», οι μη κατέχοντες, συνωστίζονται σε βραχώδεις και επικίνδυνες παραλίες, αφού οι ιδιώτες επιχειρηματίες έχουν επιλέξει για τον εαυτό τους και έχουν καρπωθεί τα γεμάτα αμμουδιά «φιλέτα» των παραλιών προς εκμετάλλευση.

Άγιος Προκόπιος

Κατ’ αυτόν τον τρόπο έχει υποβαθμιστεί κατά ένα δραματικό τρόπο η ποιότητα ζωής των γηγενών Ναξιωτών, αλλά και των μη προνομιούχων επισκεπτών. Επίσης, οι ξένοι τουρίστες και πελάτες των ξενοδοχείων είναι συχνά στην πράξη ελεύθεροι να διασπείρουν τον κορονοϊό, μη συμμορφούμενοι με τα υγειονομικά μέτρα που ισχύουν για όλους εμάς τους υπόλοιπους, τους ιθαγενείς, Προφανώς εδώ «νόμος είναι το δίκιο του τουρίστα» (και του ξενοδόχου). Οι δε κοινοί θνητοί δυσκολεύονται ή και αδυνατούν να περάσουν τις διακοπές τους στο νησί, δεδομένης της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας, ενώ οι ντόπιοι κάτοικοι, οι νησιώτες μας, στενάζουν οι περισσότεροι κάτω από το βάρος του καθημερινού υψηλού κόστους διαβίωσης, προϊόν κατά κύριο λόγο της επιλογής για ανάπτυξη «VIP τουρισμού». Τα μεγάλα βέβαια κέρδη από αυτές τις δραστηριότητες διανέμονται κατά κύριο λόγο ανάμεσα στα μέλη μίας ολιγάριθμης τοπικής οικονομικής ελίτ, χωρίς μάλιστα κάποια προοπτική μακροχρόνιας ανάπτυξης και αειφορίας, εφόσον ο «υπερτουρισμός», ως γνωστόν, καταστρέφει το φυσικό κάλλος (π.χ. υπερδόμηση, κυκλοφοριακό χάος κτλ.) και συνεπώς οδηγεί νομοτελειακά στο μέλλον στην έκλειψη των λόγων για τους οποίους η Νάξος αποτελεί (ή αποτελούσε) μέχρι σήμερα έναν ελκυστικό τουριστικό προορισμό (π.χ. φυσικό κάλλος, μνημεία, γαστρονομία, παράδοση, ηρεμία, προσιτές τιμές).

Αγία Άννα

Αλλά ο «VIP τουρισμός» έχει τις επιπτώσεις του και στον τομέα της υγείας των νησιωτών, με τους έχοντες και κατέχοντες να έχουν μία προνομιακή μεταχείριση, ως εύποροι πελάτες των ξενοδοχείων, οι οποίοι συνεισφέρουν παντοιοτρόπως -με το υψηλό βαλάντιό τους- στην τοπική οικονομία, εν αντιθέσει προς τα λαϊκά στρώματα, από τα οποία δεν έχει κανείς λαμβάνειν. Έτσι βλέπουμε σήμερα, σύμφωνα με δημοσιεύματα, μάλλον εύποροι νεφροπαθείς τουρίστες και πελάτες των ξενοδοχείων να εξυπηρετούνται κατά προτεραιότητα από την εκεί μοναδική δημόσια Μονάδα Τεχνητού Νεφρού, προτασσόμενοι έναντι ορισμένων τουλάχιστον Ναξιωτών αιμοκαθαρόμενων, που εργάζονται στην Αθήνα, οι οποίοι πλέον δεν μπορούν να διαμείνουν στα σπίτια τους και να δουν τους οικείους τους στον ίδιο τους τον τόπο, πέρα από ένα Σαββατοκύριακο. Το αποτέλεσμα είναι μη προνομιούχοι νεφροπαθείς, δημότες της Νάξου, να μην μπορούν να περάσουν τις γιορτινές ημέρες και το καλοκαίρι στην ιδιαίτερή τους πατρίδα, εγκλωβιζόμενοι στην Αθήνα, ενώ ορισμένοι από αυτούς κατά τους θερινούς μήνες, όπου οι θαλάσσιες συγκοινωνίες πυκνώνουν, αναγκάζονται να μεταβαίνουν μέρα παρά μέρα σε ιδιωτικό κέντρο αιμοκάθαρσης της Μυκόνου, με δικά τους τα αρχικά έξοδα και συχνά υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες, τη στιγμή που στον ίδιο τους τον τόπο ξένοι ασθενείς φέρεται να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από το εκεί κρατικό νοσοκομείο, ως τροφοδότες της τοπικής οικονομίας.

Έτσι λοιπόν ο «VIP τουρισμός» τείνει να εκτοπίσει τους γηγενείς Ναξιώτες από τον ίδιο τους τον τόπο, προς όφελος των μεγάλων συμφερόντων, αφού η καθημερινότητα των απλών νησιωτών γίνεται ολοένα και δυσκολότερη, με την ακρίβεια να αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη του οικογενειακού εισοδήματος των μη προνομιούχων, με παράλληλη και διαρκή την υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος.

Αυτή η ανισοκατανομή πλούτου αποτυπώνεται και σε γεωγραφικό επίπεδο, με την παράλια και τουριστική Νάξο να απομυζά πόρους και να αποκτά ανισομερώς και ετεροβαρώς υποδομές, εις βάρος της ορεινής Νάξου, η οποία διαχρονικά παραμελείται από τα διάφορα κέντρα αποφάσεων και εξουσίας. Ενδεικτικό είναι ότι οι κάτοικοι των ορεινών χωριών, εάν δεν διαθέτουν δικό τους ΙΧ ή δεν έχουν χρήματα για ταξί, δυσκολεύονται να μετακινηθούν με τα ΜΜΜ από και προς τη Χώρα, λόγω των ιδιαίτερα αραιών δρομολογίων των λεωφορείων, τη στιγμή που στη «χρυσοφόρο» τουριστική παραλιακή γραμμή Χώρας – Πλάκας τα δρομολόγια των λεωφορείων είναι πυκνότατα, ένδειξη του ποιες είναι οι διαχρονικές προτεραιότητες και οι στοχεύσεις των κρατούντων και ποιες οι αντιλήψεις τους περί «ανάπτυξης».

Όμως μία επίπλαστη «ανάπτυξη» βασισμένη στον παρασιτισμό και την καταστροφή του κοινωνικού ιστού αλλά και του φυσικού περιβάλλοντος δεν μπορεί να έχει μέλλον και προοπτική για μακροχρόνια συνέχεια. Κοντόφθαλμες και μυωπικές οπτικές αυτού του τύπου οδηγούν νομοτελειακά στην υπονόμευση κάθε προσπάθειας για οικονομική ανόρθωση και παραγωγική ανασυγκρότηση των τοπικών κοινωνιών, εφόσον το εφήμερο ατομικό υπερκέρδος προτάσσεται της αειφορίας και της εις βάθος χρόνου πραγματικής ανάπτυξης, εκείνης που προέρχεται από τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα και που είναι προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Τελικά όμως τις πολιτικές αυτές τις πληρώνουν οι ίδιοι οι μη προνομιούχοι Έλληνες (και ξένοι) καταναλωτές και πρωτίστως οι ίδιοι οι απλοί νησιώτες, που βλέπουν την ποιότητα ζωής τους να υποβαθμίζεται μέρα με την ημέρα, λόγω της προαγωγής αλλότριων συμφερόντων.

Δυστυχώς το έλλειμμα παιδείας και διορατικότητας αλλά και κοινωνικής και περιβαλλοντικής συνείδησης των -εμπλεκόμενων κατά κύριο λόγο σε τουριστικές δραστηριότητες- οικονομικών ελίτ είναι κάτι που το πληρώνουμε και θα το πληρώνουμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι, οι ιθαγενείς, οι μη προνομιούχοι. Αυτή είναι η δήθεν «ανάπτυξη», που κάποιοι ευαγγελίζονται για εμάς χωρίς εμάς, σε μία χώρα όπου οι κάτοικοί της είναι προορισμένοι από τα διεθνή καπιταλιστικά κέντρα να είναι «τα γκαρσόνια της Ευρώπης», χωρίς καμία προοπτική παραγωγικής ανασυγκρότησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι σχέσεις υποτέλειας και οικονομικο-πολιτικής εξάρτησης της χώρας μας από τον ξένο παράγοντα επιτείνονται, γεγονός που υπονομεύει κάθε απόπειρα για πραγματική και ουσιαστική εθνική ανεξαρτησία.

Ένας Ναξιώτης

Πηγή φωτογραφιών: εφημερίδα «Η Μάσκα».

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το