γράφει ο Πέτρος Κουφοβασίλης

Η οργάνωση της κεφαλαιοκρατικής μας κοινωνίας, προϋποθέτει και επιβάλλει την «ειδίκευση». Η τεχνοκριτική σαν άσκηση ιδιαίτερου επαγγέλματος, αποτελεί το τίμημα που καταβάλλει η τέχνη, στο βωμό αυτής της «ειδίκευσης». 

Η μίζερη ειδίκευση, όλοι βλέπουμε, ότι έχει πάρει πράγματι τώρα τη θέση της πολυμέρειας και της τάσης για συνολική εποπτεία στο φαινόμενο της τέχνης που χαρακτήριζε άλλοτε τον εικαστικό δημιουργό. Ο ρόλος του εικαστικού καλλιτέχνη στις συνθήκες αυτές περιορίστηκε και οι πνευματικές δραστηριότητές του αναπόφευκτα κατακερματίστηκαν. Η Τέχνη, αποστερημένη -μεταξύ άλλων- τον εικαστικό λόγο, υποχρεώθηκε να στηρίζεται στα δεκανίκια της τεχνοκριτικής κι αυτή η σχέση που μπορεί να δικαιώνεται μόνο με μια ανάπηρη λογική, έγινε καθεστώς.

Ώστε λοιπόν, η κριτική της Τέχνης δεν είναι αναγκαία; Δεν βοηθάει πράγματι την ανάπτυξη της εικαστικής σκέψης;

Άλλο πράγμα είναι η αναγκαιότητα της κριτικής, κι άλλο η ύπαρξη αυτού του ξεχωριστού επαγγέλματος, που ονομάζεται «τεχνοκριτική».

Η κριτική, όχι μόνο είναι απόλυτα χρήσιμο να ασκείται, αλλά και είναι απαραίτητη προϋπόθεση, αναντικατάστατη διαδικασία, χωρίς την οποία δεν μπορεί να συντελεστεί αληθινό προχώρημα στην τέχνη, πράγμα που ισχύει εξάλλου για την Επιστήμη και για κάθε άλλο αντικείμενο της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Κριτική όμως, έγκυρη, επιστημονική, που να έχει σαν στόχο την αποκάλυψη της αλήθειας, του βαθύτερου και ουσιαστικού περιεχομένου που φέρει το έργο τέχνης. Κριτική που προϋποθέτει την γνώση των μορφοπλαστικών διαδικασιών, την αληθινή  επαφή με τα προβλήματα της φόρμας, την πραγματική κατανόηση των ζητημάτων που θέτει ή επιλύει η εικαστική πρακτική. Όχι κριτική αντιεπιστημονική, κοινότυπη, επιδερμική και επιπόλαιη, άσχετων προς τα μορφοπλαστικά προβλήματα προσώπων και προπαντός όχι ιδιοτελή κριτική, προαποφασισμένα ευμενή ή δυσμενή, και σε κάθε περίπτωση όχι μωρολογίες που προβάλλονται με τον φωτοστέφανο τεχνοκριτικής.

Την κριτική όφειλαν να ασκούν μεταξύ τους οι ίδιοι πρώτα – πρώτα οι εικαστικοί. Αυτό θα υποβοηθούσε αναμφίβολα το πραγματικό κάθε φορά φώτισμα των καλλιτεχνικών ζητημάτων, θα τροφοδοτούσε  το γενικό προβληματισμό και θα έδινε ώθηση στην ανάπτυξη της τέχνης. Αλλά αλίμονο, ο εικαστικός στις μέρες μας πλάθεται για να μη μιλάει, για να αφήνει άλλους να μιλούν για λογαριασμό του. Κι ας είναι o εικαστικός αυτός που, από τη φύση της δουλειάς του, κατανοεί καλύτερα από τον καθένα τα προβλήματα τουλάχιστον του σχεδίου, του τόνου, του χρώματος, της υφής, της σύνθεσης, κι ας είναι αυτός που μπορεί να προσεγγίσει το εικαστικό έργο, όχι απλά με το αίσθημα -πράγμα που στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να κάνει ο τεχνοκριτικός- αλλά και με τη γνώση.

Αν δεν είναι o εικαστικός απαλλαγμένος από υποκειμενισμούς και προσωπικές προτιμήσεις, ο χαρακτήρας της δικής του δημιουργικής εργασίας του επιτρέπει πάντως να απαλλάσσεται πολύ ευκολότερα από αυτά, από ό,τι επιτρέπει ο χαρακτήρας της δικής τους παρασιτικής εργασίας, στους κατ’ επάγγελμα τεχνοκρίτες. Εφόσον οι γραφές χρειάζονται τους ερμηνευτές τους, ικανοποιητικότερη ερμηνεία σ’ αυτές θα μπορούσε να δώσουν οι ίδιοι προφανώς οι γραφείς, παρά οι επιστρατευμένοι λογοπλόκοι, οι οποίοι εκτός των άλλων, υπηρετώντας συχνά και το Θεό και το Μαμωνά, συμβάλλουν όχι λίγο, για να μετατραπεί ριζικά ο οίκος της τέχνης σε οίκον εμπορίου.

Χωρίς αμφιβολία, κανένας λόγος δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει με πληρότητα ό,τι αποδίδει ένα έργο τέχνης. Συγκρινόμενη με το έργο, η εικόνα που θα δημιουργούσε γι’ αυτό και η πιο σωστή και πειστική ανάλυση και εκλογίκευση θα έμοιαζε πάντα φτωχή και στεγνή. Ωστόσο η έλλογη ερμηνεία του δοσμένου έργου που ανταποκρίνεται στα πράγματα, μας επιτρέπει ακριβώς να το αισθανθούμε με ακόμα βαθύτερο τρόπο. Μια τέτοια ερμηνεία προϋποθέτει πράγματι γνώσεις.

Δεν μπορεί κάποιος να γνωρίσει αληθινά οποιοδήποτε φαινόμενο, αν δεν έρθει σε επαφή μαζί του, αν η ίδια του η πράξη δεν εκτυλίσσεται μέσα στις συνθήκες αυτού του φαινομένου. Να γιατί ο εικαστικός καλλιτέχνης είναι αυτός που θα όφειλε πριν από κάθε άλλον να μιλάει για την τέχνη και να την κρίνει, είτε πρόκειται για εκείνη του καιρού του, είτε για την «παλιότερη» τέχνη. Γιατί η εικαστική πρακτική, είναι η δική του πρακτική. Γνώση σημαίνει επιστήμη, κι αυτή δεν επιδέχεται ούτε υποκρισία ούτε αλαζονεία. Απαιτεί διαύγεια και όχι θολούρα, καθαρότητα και όχι ασάφειες, συγκεκριμένα πράγματα και όχι αοριστίες, ανοιχτά μάτια και όχι προκαταλήψεις.

Πως ασκείται ωστόσο η εγχώρια -και όχι μόνο- τεχνοκριτική;

Δεν υπάρχει τεχνοκριτικό σημείωμα που να μη το χαρακτηρίζει, συνολικά ή στα πιο κρίσιμα σημεία του τουλάχιστον, η ασάφεια και η αοριστία. Και δεν χρειάζεται ιδιαίτερος κόπος για να το επαληθεύσει κανείς αυτό, αρκεί να κοιτάξει οτιδήποτε σχετικό τίθεται καθημερινά σε κυκλοφορία, συμπεριλαμβανομένων και των τεχνοκριτικών εκείνων κειμένων που εμφανίζονται ως «σοβαρά» και

«εκσυγχρονισμένα». Μπορεί μάλιστα να ισχυριστεί κανείς, πως ίσα ίσα αυτά τα «εκσυγχρονισμένα» τεχνοκριτικά γραπτά, κατά κανόνα πληθωρικά στις αναφορές τους σε ρεύματα, κινήματα και φιλοσοφικές θεωρίες, γραπτά επίδειξης της υποτιθέμενης πολυγνωσίας των συντακτών τους, έχουν από μια άποψη περισσότερο επικίνδυνες για την τέχνη συνέπειες, αφού καταφέρνουν πολλές φορές να συγκαλύπτουν την ουσιαστική άγνοια του αντικειμένου που πραγματεύονται, πίσω από κενά περιεχομένου ρητορικά σχήματα και έντεχνες φλυαρίες. Στις περισσότερες ωστόσο περιπτώσεις δεν είναι καν αυτής της τάξης τα τεχνοκριτικά σημειώματα που γράφονται, αλλά τέτοια, με τα οποία πολύ δύσκολα μπορεί να βρει κανείς οποιονδήποτε λογαριασμό. Οι συντάκτες τους σε κάθε περίπτωση φρονούν, προφανώς, πως δεν χρωστούν να τα γράφουν για όλους.

Κανείς δεν έχει την ιδέα πως τα γραπτά, που αναφέρονται στην Τέχνη, θα μπορούσε απλά v’ αποτελούνται από τις «συνήθεις λέξεις». Δεν μπορεί όμως παρά να έχουμε την αξίωση, τα περί τέχνης αναγνώσματα, αν δεν είναι πάντοτε άμεσα αφομοιώσιμα και κατανοητά, να μην είναι πάντως ανυπόφορα δυσνόητα ή και εντελώς ακατανόητα. Γιατί η αλήθεια είναι πως καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες, ταλαιπωρούμενοι να βγάλουμε άκρη με δαύτα, ειδικά με τα τεχνοκριτικά σημειώματα, που δημοσιεύονται σε περιοδικά και εφημερίδες, σε οδηγούς εκθέσεων, σε παρουσιάσεις εικαστικών.

Οι τεχνοκρίτες ερμηνευτές των εικαστικών μας γραφών, όποια κρίση κι αν εκφέρουν κι όποια άποψη κι αν διατυπώνουν για τούτον ή τον άλλον εικαστικό ή για κάποιο συγκεκριμένο έργο, καλό θα είναι, πριν απ’ όλα, τη γνώμη τους να την διατυπώνουν κατά τρόπο που να επιτρέπει και σε μας που δεν είμαστε πια τόσο απελπιστικά αμύητοι να παίρνουμε χαμπάρι τι λένε, και στον κάθε αναγνώστη τους επίσης να καταλαβαίνει περί τίνος ομιλούν.

H τεχνική του «κολλάζ» που χρησιμοποιούν μερικοί, τοποθετώντας λέξεις τη μια δίπλα στην άλλη στους πιο απίθανους συνδυασμούς, δεν κάνει  να φαντάζουν τα πονήματά τους ως κατασταλάγματα μεγάλης σοφίας.

Η λογοπλοκή, τέχνη μεν είναι, αλλά αυτή μπορεί να δώσει ποιήματα όπως μπορεί να δώσει και αερολογήματα.

«Τσου και τσου και τσου και τσου – τα μυστικά του κουκουτσιού, ετρώγαμε στ’ αμπέλια – αφράτα κουρουμπέλια…», αφελή και φαιδρά μπορεί να είναι, σκέτη αμπελολογία, αλλά τι θέλουν να πούνε το καταλαβαίνουμε. Όταν και φαιδρότητα, και αφέλεια, και υποκρισία, και εκζήτηση, και κομπασμός, συνοδεύουν τα παρόμοια προϊόντα της περί τα εικαστικά λογοπλοκής, τα πράγματα καταλήγουν λιγότερο να είναι για αστεία, και περισσότερο κλάματα. Ο τεχνοκριτικός λόγος, -ερμηνευτικός, υποτίθεται, των εικόνων- χρειάζεται έτσι τους… δικούς του ερμηνευτές!

Τα μυστήρια που κρύβει αυτός o περίπλοκος (όχι κατ’ ανάγκην περίτεχνος) υπερφορτωμένος με «μη κοινές» λέξεις, λόγος, είναι δύσκολο πράγματι να διαλευκανθούν. Η αλυσίδα των τεχνοκριτικών αινιγμάτων που παρατίθενται για να εγκωμιάσουν ή να κατακεραυνώσουν κάποιον, χρειάζεται πολύ κουράγιο για να λυθεί, αν λυθεί. Η αποκρυπτογράφηση των προτάσεων που αποτυπώνει η σκοτεινή γραφίδα του τεχνοκρίτη, καταντάει κατόρθωμα. Το δυστύχημα είναι πως, αν και για κλάματα, η δολοπλοκία της λογοπλοκής που καθημερινά σκαρώνεται δίπλα μας, πετυχαίνει τους σκοπούς της. Το ακατανόητο ή και απλά α-νόητο, που γράφηκε εξαιτίας της ζωγραφικής και οφείλει την ύπαρξή του σ’ αυτήν, μεταβάλλεται σε οδηγό, που πρέπει να τον ακολουθήσει η ζωγραφική, για να τελειοποιηθεί. (Κατ’ άλλους να… αποτελειωθεί),

Τα θύματα της τεχνοκριτικής σ’ αυτή την περίπτωση είναι κάμποσα:

Η τέχνη, η γλώσσα και στις περισσότερες περιπτώσεις η κοινή λογική.

Όταν άλλος «συλλαμβάνει τη φύση επ’ αυτοφώρω» και δηλώνει ότι «ο ζωγραφικός του ψυχισμός κινείται μαχόμενος στο ερωτικό και κοινωνικό αίσθημα με συνθέσεις επικολυρικής έντασης σε χρωματικό παραλήρημα» (Τεχνοκρίτης αυτός με κύρος (;) που μετείχε στην κριτική επιτροπή της Πανελλήνιας).

Όταν άλλη (δημοσιογράφος – τεχνοκριτικός αυτή, γιατί όχι;) ξεκαθαρίζει -και καλά κάνει(!)- πως «στην όποια ασάφεια της οροσήμανσης εμπλέκονται κυρίως απόψεις που δανείζονται τον χαρακτήρα του εικαστικού έργου, ως επίφαση όμως για μια δουλειά θωπευτική για το θεατή, καλά τακτοποιημένη στο πλαίσιο της αναπαγωγής των πάγιων, άρα καταναλώσιμων μορφών» κλπ κλπ. βεβαίως υπάρχει το πρόβλημα και χρειάζεται αντιμετώπιση.

Εκείνοι που γράφουν τεχνοκριτικά σημειώματα, και γράμματα γνωρίζουν, και παιδεία, υποθέτουμε, ευρύτερη διαθέτουν. Ζητούμε πολλά, όταν ζητούμε απ’ αυτούς να γράφουν πράγματα, απ’ τα οποία να βγαίνει και κάποιο νόημα;

Αντιτετράδια, τ.13-14, άνοιξη 1991

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το