Δημήτρης Μαυρίδης

Πρωινό Κυριακής. Η μέρα είναι ηλιόλουστη και ζεστή και κάθε φορά στα αριστερά γυρίσματα του δρόμου, στο ανέβασμα προς την κορυφή του λόφου, το μάτι πέφτει στην απέναντι πλαγιά. Η επαφή με τη φύση σήμερα δεν αλαφρώνει, δεν απελευθερώνει. Δύο δυσάρεστα συναισθήματα κυριαρχούν. Η απογοήτευση και ο θυμός. Συναισθήματα που γίνονται ακόμα πιο ισχυρά σε κάθε αριστερή στροφή του λόφου. Στην απέναντι πλαγιά έχει ανοιχτεί ο λάκκος που σε λίγη ώρα θα δεχθεί το άψυχο σώμα του δολοφονημένου δημοσιογράφου. Ελευθερία του Τύπου, ανεξάρτητη και αντικειμενική δημοσιογραφία, τέταρτη εξουσία, ιδιωτικά, πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, λογοκρισία και χειραγώγηση του λαού είναι οι έννοιες και οι φράσεις που διαπερνούν στην αρχή στιγμιαία τη σκέψη, ενώ σταδιακά και αμείλικτα συμπλέκονται στο μυαλό σαν μια συμπαγή μάζα που βαραίνει το νου και την ψυχή. Πρόκειται για την εσωτερική εικονική αναπαράσταση της σύγχρονης πραγματικότητας και ιδιαίτερα του γνωστού σχήματος «πολιτική – δημοσιογραφία – κοινωνία».

Ανήκουμε στη γενιά που από πολύ νωρίς συνυφάναμε στη διανοητική μας συγκρότηση τα ΜΜΕ και εν γένει τη δημοσιογραφία με μια μορφή ελεγκτικής εξουσίας – στο πλαίσιο του δημοκρατικού βίου μιας χώρας – αρκετά ισχυρής, έως και ισοδύναμης με τις άλλες τρεις λειτουργίες – εξουσίες. Της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής. Η απόδοση στα μίντια και στον κόσμο τους του προσδιορισμού «τέταρτη εξουσία» με όλο το φορτίο ευθύνης που αυτός ενέχει, αναμφισβήτητα, οδήγησε πολλούς να ασχοληθούν επαγγελματικά με το συγκεκριμένο κλάδο ωθούμενοι από τα ευγενικά και αγνά κίνητρα της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας, της διαφάνειας, της έρευνας, της αποκάλυψης της διαπλοκής και της συνδρομής στην απονομή δικαιοσύνης. Οι υπόλοιποι θα αρκούνταν στο θαυμασμό των φερέλπιδων αυτών δημοσιογράφων και στις επιτυχίες τους που ευαγγελίζονταν έναν δικαιότερο και καλύτερο κόσμο. Ωστόσο, με τον καιρό, οι πρώτοι, αναζητώντας την άκρη του κουβαριού σ’ έναν τόσο δαιδαλώδη χώρο, συμβιβάστηκαν με τις απαιτήσεις ενός σκοτεινού και δυσνόητου ως προς τη δομή συστήματος, ενώ οι δεύτεροι κατανοώντας τις σχέσεις διαπλοκής της δημοσιογραφίας με την οικονομική και πολιτική ελίτ, απαξίωσαν το κατά τ’ άλλα σημαντικότατο αυτό επάγγελμα, αυτό το λειτούργημα.

Πράγματι, εύκολα διαπιστώνει κανείς, ότι, κυρίως σε περιόδους κρίσεων πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών ή υγειονομικών – όπως η τωρινή -, τα μίντια επιδιώκουν να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη σύμφωνα με τις βουλές κάποιων άλλων, ολίγων, υψηλά ιστάμενων στη δομή της εξουσίας. Ο λόγος δε γίνεται μόνο για πολιτικούς και κυβερνώντες, αλλά, κυρίως, για οικονομικούς μεγαλοπαράγοντες μιας χώρας, εμφανείς και αφανείς. Εμφανείς μπορεί να είναι οι επίσημοι και «θεσμικοί» εκπρόσωποι των ολιγοπωλίων ή μονοπωλίων και αφανείς οι διαχειριστές και κάτοχοι κεφαλαίων της λεγόμενης παραοικονομίας, του μαύρου δηλαδή χρήματος, χωρίς βέβαια να αποκλείεται επικάλυψη στις δραστηριότητες των πρώτων και των δεύτερων. Επίσης, είναι γεγονός ότι δημοσιογραφικοί οργανισμοί, οι οποίοι έχουν στη διάθεσή τους τηλεοπτικούς σταθμούς, εφημερίδες και ενημερωτικά – ειδησεογραφικά σάιτς, αποτελούν ιδιοκτησία των προαναφερθέντων οικονομικών παραγόντων και συνεπώς η εξουσία τους λαμβάνει διαστάσεις ασύλληπτες για το μέσο πολίτη. Δηλαδή, ο λαός δύσκολα κατανοεί ότι ακόμα και η πολιτική εξουσία τελεί σε μια μόνιμη κατάσταση «υφισταμένου» και εξάρτησης ως προς τη σχέση της με το μεγάλο κεφάλαιο και το ρόλο αυτού στο χώρο των μίντια. Με τη λογική αυτή και συνεκδοχικά, ο δημοσιογράφος μπορεί να είναι «υπάλληλος» ηγετικών πολιτικών ομάδων, οι οποίες με τη σειρά τους είναι το θεσμικό γρανάζι στο μηχανισμό χειραγώγησης, ιδιοκτήτης του οποίου είναι η ολιγάνθρωπη χορεία των οικονομικών παραγόντων.

Από την άλλη πλευρά, ψήγματα αισιοδοξίας αποτελούν οι περιπτώσεις της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας, της απαλλαγμένης από πολιτικούς και οικονομικούς πάτρωνες, η οποία, ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να ευοδωθεί σε ένα περιβάλλον που η λογοκρισία έχει γίνει κανόνας, καθώς η παρεμπόδιση της ελεύθερης έκφρασης εντάσσεται στις αρμοδιότητες των καλοπληρωμένων «υπαλλήλων» του προαναφερόμενου μηχανισμού χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Παρά τις αντιξοότητες και με ρεαλιστική διάθεση, η ανεξάρτητη δημοσιογραφία κατορθώνει πολλές φορές να αποκαλύψει σκάνδαλα, να καυτηριάσει καταστάσεις και να επικρίνει υψηλά ιστάμενα πρόσωπα ξεπερνώντας τους σκοπέλους της λογοκρισίας και της υποβάθμισης της σημασίας της είδησης από το δίκτυο της πληρωμένης και ξεπουλημένης δημοσιογραφίας. Οι ειδήσεις αυτές εύλογα κάνουν μεγάλη αίσθηση στον κόσμο και τα δημοσιογραφικά σχόλια που τη συνοδεύουν εκφράζουν οπωσδήποτε την άποψη και του λαού. Όμως, τι μπορεί να συμβεί όταν η απήχηση της δουλειάς της αντικειμενικής και ανεξάρτητης δημοσιογραφίας είναι τόσο μεγάλη και η εκπορευόμενη απ’ αυτήν είδηση μπορεί να λάβει μορφή χιονοστιβάδας με ανεξέλεγκτες διαστάσεις για το «σύστημα»;

Τα γεγονότα έδειξαν πως τότε τίθεται σε λειτουργία κάποιος άλλος μηχανισμός, πιο «δραστικός», ίσως και πιο «αποτελεσματικός» για την προστασία όχι προσώπων και υπολήψεων, αλλά του ιδίου του «συστήματος». Ενός συστήματος σάπιου και αδίστακτου, όπου το οικονομικό συμφέρον είναι η κινητήριος δύναμη και που δομείται από υλικά τόσο του υπόκοσμου όσο και της «καλής κοινωνίας» με ενδιάμεσους δημόσιους λειτουργούς κάθε τομέα. Στο σύστημα αυτό οι κατώτεροι συντελεστές είναι οι αναλώσιμοι, αυτοί που θα βγάλουν τη «βρομοδουλειά» και που εύκολα θα αντικατασταθούν με άλλους από «τους από πάνω», σε περίπτωση που αποκαλυφθεί η εντεταλμένη δράση τους. Ειδικά, στην περίπτωση της διάπραξης δολοφονίας ενός δημοσιογράφου. Το σύστημα, λοιπόν, πρέπει να προστατευτεί και η ομερτά και η άμεση αναπλήρωση του «καμένου» μέλους – δράστη αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για τη διαιώνισή του.

Απόγευμα Κυριακής. Συννεφιά και ψυχρός άνεμος. Στην απέναντι πλαγιά του βουνού ο δολοφονημένος δημοσιογράφος έχει ταφεί, όπως πληροφορούμαστε και από την τιβί. Δύο δυσάρεστα συναισθήματα κυριαρχούν. Θλίψη και οργή. Θλίψη, γιατί η δημοκρατία δολοφονείται για άλλη μια φορά, καθώς το πρώτο χτύπημα δόθηκε από καιρό με την υπαγωγή των ΜΜΕ στα συμφέροντα των ολίγων και το δεύτερο, το καθοριστικό, με τη δολοφονία του δημοσιογράφου. Όσο για το συναίσθημα της οργής, για άλλη μια φορά θα γίνουμε μάρτυρες μιας παρωδίας αναζήτησης δραστών και ηθικών αυτουργών εκεί όπου τα λιγοστά αναμμένα κεράκια δε βοηθούν στο να «λάμψει» η αλήθεια.  

*Η φωτογραφία εξωφύλλου από πίνακα του κερκυραίου ζωγράφου Γιώργου Τσιριγώτη

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το

Παρόμοια αρθρογραφία