Δημήτρης Μαυρίδης

Για μιαν ακόμα φορά, με αφορμή το ξέσπασμα του σκανδάλου των παρακολουθήσεων, κάποιοι πολίτες υπέπεσαν σε βαθιά μελαγχολία για το ποιόν της δημοκρατίας στη χώρας μας. Αυτό, τουλάχιστον, φάνηκε να έπαθε το σκεπτόμενο αλλά όχι και πολύ υποψιασμένο σχετικά με τις αθέμιτες μεθόδους εδραίωσης και κατίσχυσης που χρησιμοποιεί η εκάστοτε εξουσία τμήμα του εκλογικού σώματος. Και λέγοντας «εκλογικό σώμα» εν προκειμένω δεν εννοούμε το σύνολο των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους πολίτες, δηλαδή όλους τους εν δυνάμει εκλογείς, αλλά αυτούς που τουλάχιστον μπαίνουν στον κόπο να συμμετάσχουν σε διάφορες εκλογικές διαδικασίες ανάδειξης εκπροσώπων. Γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν και οι απολιτίκ τύποι ή οι εκ πεποιθήσεως πολιτικά αδιάφοροι τους οποίους ενδιαφέρει απλώς η κοιλίτσα και η «δουλίτσα». Ωστόσο, όπως φάνηκε και σε σχετική δημοσκόπηση, το μεγαλύτερο ποσοστό όλων των παραπάνω κατηγοριών θεώρησαν το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων ως ένα ζήτημα ελάσσονος σημασίας. Η εξήγηση που δόθηκε από ορισμένους στα μέσα ενημέρωσης ήταν αρκετά απλοϊκή για να είναι και ικανοποιητική. Αυτοί είπαν, απλώς, ότι κανέναν δεν ενδιαφέρει τόσο πολύ το γεγονός ότι παρακολουθούνται χιλιάδες πολίτες– ακόμα και ο ίδιος – ως «εθνικά επικίνδυνοι», όταν μπροστά του ορθώνεται απειλητικά ο πολυδάπανος χειμώνας και βιώνει εδώ και καιρό στο πετσί του τη συρρίκνωση του εισοδήματός του από τον πληθωρισμό και την ακρίβεια. Το έργο, βέβαια, το έχουμε ξαναδεί με τη στάση μιας μεγάλης μερίδας πολιτών απέναντι σε περιστατικά αστυνομικής βίας και κατάχρησης εξουσίας, καθώς σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις η ανοχή τους είναι εκνευριστικά γενναιόδωρη.

Ωστόσο, η παρακολούθηση πολιτών, αν θέλεις να λέγεσαι «σοβαρή υπηρεσία», έχει να κάνει με την αιτία και το σκοπό της πράξης παρακολούθησης. Εδώ ας κάνουμε μια παρένθεση. Αναμφισβήτητα, κανείς δε θα είχε αντίρρηση σε μια ενδεχόμενη παρακολούθηση ναρκεμπόρων που ετοιμάζονται να ρίξουν στην αγορά μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών, στην παρακολούθηση κυκλωμάτων τράφικινγκ, παιδεραστίας ή παράνομης εμπορίας όπλων. Εδώ η αιτία και ο σκοπός της πράξης είναι ξεκάθαρα. Η αιτία είναι η καταπολέμηση ενεργειών η δράσεων που προκαλούν σωματικό και ψυχικό πόνο ή ακόμα και το θάνατο στον άνθρωπο και διάφορα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας μεσοπρόθεσμων αλλά παρόμοιων συνεπειών. Τέλος, ο σκοπός της παρακολούθησης είναι η οργάνωση και ο συντονισμός των (κρατικών-εθνικών-διεθνών) υπηρεσιών ασφαλείας ή αντιμετώπισης εγκληματικότητας για τη σύλληψη των εγκεφάλων και δραστών των παραπάνω αξιόποινων ενεργειών.

Έτσι, τα ερωτήματα που τίθενται με αφορμή τα γεγονότα της επικαιρότητας είναι τα εξής:

α) για ποιον λόγο παρακολουθούνται (ας μη γελιόμαστε, ανέκαθεν παρακολουθούνταν) πρόσωπα πολιτικά και μάλιστα από μια εθνική υπηρεσία πληροφοριών,

β) ποιους πολίτες περιλαμβάνει η έννοια του «πολιτικού προσώπου» για τη συγκεκριμένη υπηρεσία,

γ) γίνεται χρήση των περιβόητων «μυστικών κονδυλίων» για την παρακολούθηση των παραπάνω προσώπων που – κατά το οξύμωρο – και τα ίδια μετέχουν μέσω της φορολογίας τους στη «χρηματοδότηση» της παρακολούθησής τους και

δ) σε τι αποσκοπεί η εν λόγω παρακολούθηση; Πολύπλοκες ερωτήσεις που, ωστόσο, με μόνο μπούσουλα αυτόν της λογικής επιδέχονται απλούστατες απαντήσεις.

Η παρακολούθηση πολιτικών προσώπων πραγματοποιείται για δύο λόγους, είτε για αποκάλυψη των σχεδίων του αντιπάλου είτε για εκβιασμό. Και στις δύο περιπτώσεις ο κάτοχος της πληροφορίας αποκτά το πλεονέκτημα της στοχευμένης δράσης ή άμυνας – αντίδρασης απέναντι στον εχθρό του. Οικονομεί τις δυνάμεις του, κερδίζει χρόνο, καθώς γλιτώνει από άσκοπες ενέργειες που θα τον ταλαιπωρούσαν ακολουθώντας τη νόμιμη οδό, και πέρα από τα πολιτικά ενίοτε αποκομίζει και οικονομικά οφέλη. Το τελευταίο είναι πολύ σπάνιο, καθώς αυτό που ενδιαφέρει τον αποδέκτη της πληροφορίας είναι κυρίως η απόκτηση, η επίρρωση ή η διαιώνιση της εξουσίας του. Όσο πιο επίσημη – υψηλή είναι η ασκούμενη πολιτική τόσο περισσότερο η αιτία αφορά στη στρατηγική παρά στο χρήμα.  Εξάλλου, η αποκόμιση και οικονομικού κέρδους αφορά κυρίως τους κομματάρχες επαρχίας και κέντρου.

Σχετικά με την έννοια του «πολιτικού προσώπου», θα λέγαμε – σύμφωνα με τα έως τώρα ιστορικά δεδομένα – ότι για τις υπηρεσίες πληροφοριών αυτή – πέρα από υπουργούς, βουλευτές και άρχοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης – περιλαμβάνει, ολόκληρο το διπλωματικό σώμα, στελέχη ανώτατων δημόσιων υπηρεσιών και υπηρεσιών ασφαλείας και συνδικαλιστές. Δηλαδή, ο λόγος γίνεται για πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που είτε συμβάλλουν στη λήψη πολιτικών αποφάσεων είτε τις εκτελούν – διεκπεραιώνουν. Εξυπακούεται ότι από όλες τις παραπάνω κατηγορίες «πολιτικών προσώπων» το μεγαλύτερο ενδιαφέρον των υπηρεσιών πληροφοριών στρέφεται σε άτομα υψηλής επιδραστικότητας. Αυτό θεωρείται αναμφισβήτητο καθώς αποδεικνύεται από μια πληθώρα παραδειγμάτων της μεταπολεμικής ιστορίας της χώρας μας.

Αναμφίβολα, το ερώτημα που αφορά στα λεγόμενα «μυστικά κονδύλια» και τη διαχείρισή τους χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, γιατί, ενώ όλοι γνωρίζουνε πως προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό και τη φορολογία των πολιτών, ελάχιστοι ξέρουν το πώς αυτά δαπανώνται. Στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού – «εξευγενισμού – εξευρωπαϊσμού» – των τελευταίων δεκαετιών των σωμάτων ασφαλείας και των υπηρεσιών πληροφοριών σε σχέση με τις μεθόδους απόκτησης μιας πληροφορίας η βίαιη απόσπαση της πληροφορίας περνάει σε δεύτερη μοίρα και πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει πλέον η εξαγορά της. Προφανώς, γι’ αυτόν το λόγο βλέπουμε, βάσει ορισμένων δημοσιευμάτων, να αυξάνονται χρόνο με το χρόνο τα μεγέθη των μυστικών κονδυλίων. Τα εν λόγω χρηματικά ποσά υποθέτουμε ότι διατίθενται ανάλογα με το υπουργείο διαχείρισης είτε σε τεχνολογικό εξοπλισμό, π.χ. ηλεκτρονική υποκλοπή είτε σε πληροφοριοδότες, αλλά και σε δημοσιογράφους και συγκεκριμένες ομάδες για την προώθηση της προπαγάνδας σε συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Φυσικά, κανένας φορολογούμενος δεν πρόκειται να μάθει επακριβώς την κατάληξη του χρήματος, γιατί αφενός δεν υπάρχει πολιτική βούληση από κανένα κόμμα και αφετέρου για κάποιον ανεξήγητο λόγο όλοι υποχωρούν αυτομάτως σε μια επίκληση της «εθνικής ασφάλειας». Τώρα, το ποιος είναι «εθνικά επικίνδυνος» για τους διαχειριστές των κονδυλίων αυτών, αυτό είναι μια άλλη ιστορία αρκετά πονεμένη όσο και η ψυχή των εκατομμυρίων «φακελωμένων» πολιτών της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

Απ’ όλα τα παραπάνω συνάγεται και το συμπέρασμα για τη σκοπιμότητα της παρακολούθησης που δεν είναι άλλο από την εκμηδένιση κάθε αντίδρασης και έκφρασης διαφορετικής γνώμης και από την επιβολή ενός ασφυκτικού ελέγχου εκ μέρους των εχόντων την εξουσία πάνω σε ομάδες και άτομα και μέσω αυτών πάνω στην κοινωνική, πολιτική και πνευματική ζωή μιας χώρας. Πρόκειται, αναμφισβήτητα, για τη χρήση μιας αθέμιτης μεθόδου διαχείρισης και διατήρησης της εξουσίας που ουδόλως σχετίζεται με τη δημοκρατική διακυβέρνηση μιας χώρας. Τέλος, ένα ακόμη ερώτημα που προκύπτει είναι το κατά πόσον η πληροφορία παραμένει στο πλαίσιο της υπηρεσίας και στην αξιοποίησή της για λόγους «εθνικής ασφάλειας» ή… πωλείται. Κανείς πλέον δε μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο, σε συνθήκες απεριόριστων δυνατοτήτων των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων και ασύστολης εμπορευματοποίησης των πάντων, ότι η πληροφορία ως άλλο εμπορεύσιμο προϊόν μπορεί να πωληθεί σε οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο – άτομο ή κράτος – διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να την αγοράσει. Τότε, φυσικά θα μιλάμε και για «μυστικές πηγές» ενίσχυσης των μυστικών κονδυλίων και, φυσικά, για τον πλήρη ευτελισμό της Δημοκρατίας.

Υ.Γ. Με πετρέλαιο καθαρίζαμε τα κρεβάτια στο στρατό όταν «πιάναμε κορέους», με επίδομα πετρελαίου οι πονηροί θα προσπαθήσουν να «καθαρίσουν» τους κοριούς τους και τη μελαγχολία των ανυποψίαστων το χειμώνα.

Δημήτρης Μαυρίδης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το