Νίνα Γεωργιάδου

Κάθε ανάλυση σε λογοτεχνικό έργο, πολύ περισσότερο στην ποίηση, είναι για μένα ένα είδος ιεροσυλίας. Και ακόμη πιο ωμά, ένα τεμαχισμός σε κρεβάτι ανατομίας.
Την ποίηση τη “νοιώθουμε” κι ας μην την καταλαβαίνουμε σε όλα τα σκοτεινά και ιδιόμορφα λεκτικά και νοηματικά της παιχνίδια.
Η ποίηση του Καββαδία, με όλον αυτό τον πλούτο των ναυτικών όρων, την εισβολή των αστεριών και των ανέμων και των σκόρπιων τοπωνύμιων, είναι μια υπόθεση που σε ταξιδεύει κι ας χάνεις τις λεπτομέρειες.
Το Μαρέα, είναι ίσως το πιο δυσνόητο και “σκοτεινό” του ποίημα. Το πλέξιμο όρων, αστεριών και “ζάλης”, δίνει στο ποίημα μια μαγική υπόσταση. Άλλoi τη λένε σκοτεινή.
Μόνο ο ίδιος ο Καββαδίας θα μπορούσε να “επεξηγήσει” αλλά δεν θα το ‘κανε γιατί δεν θα ήθελε και γιατί δεν θα μπορούσε. Δεν θα ήθελε να μεταφέρει ούτε το πάθος της στιγμής που γεννά το ποίημα, ούτε θα μπορούσε να κοινωνήσει την παραζάλη και το πάθος της θάλασσας με στεριανούς αναγνώστες
Με απόλυτο σεβασμό και μεγάλη ντροπαλοσύνη, επιχειρώ μερικές “επεξηγήσεις”, όπως τις νοιώθω και τις καταλαβαίνω, που σε καμιά περίπτωση δε θέλω να θρυμματίσουν τη μαγεία και να προσγειώσουν το ποίημα σε μια άνοστη πεζότητα.

Μαρέα είναι η παλίρροια. Η κίνηση των νερών, σε προέκταση, της ζωής και του πάθους. Το φούσκωμα των νερών σε σχέση με τον κύκλο του φεγγαριού. Ο παππούς μου έλεγε, “τα νερά τα γκαστρώνει το φεγγάρι” . Μέσα σ’ συτό το “γκάστρωμα” των νερών, εισβάλλει, απ την αρχή, ένα αστέρι, φωτεινό και παιχνιδιάρικο, που κυνηγά συνέχεια την Πούλια, ο Αλτεμπαράν, το φωτεινό γιγάντιο μάτι στον αστερισμό του Ταύρου.
Η προσήλωση των ναυτικών στ’ αστέρια, δεν είναι αθεράπευτος ρομαντισμός αλλά υπόθεση επιβίωσης, καθώς τ’ αστέρια ορίζουν τον προσανατολισμό στα μεγάλα πελάγη και τις ωκεάνειες απεραντοσύνες. Ο προσανατολισμός στο ταξίδι , έτσι και στη ζωή, χάνεται απ’ την πρώτη στροφή όταν ο Αλτεμπαράν βλέπει μέσα στα θαλασσινά νερά, πως το παλινώριο, όργανο προσανατολισμού που δείχνει πόσο γέρνει ο ήλιος, δίνει λάθος πορεία και λάθος ενδείξεις στο ανεμολόγιο, στις “κάρτες”. Κι έτσι, αυτό που βλέπουν οι ναυτικοί στην “προβολή”, στην στρογγυλή δηλαδή καμπύλη της Γης, είναι μια οφθαλμαπάτη χρωμάτων και κίνησης, όπως τα ολόχρωμα μυθικά άλογα του ζωγράφου Chagall και τους ακροβάτες πάνω σε άλογα, στο Τσίρκο του ζωγράφου Seurat.
Ο λάθος προσανατολισμός στο ταξίδι, στη ζωή, στον έρωτα, μέσα στα φουσκωμένα νερά της Μαρέα, συνεχίζεται με όργανα προσανατολισμού αναξιόπιστα, τη γέρικη πυξίδα, τη στοιχειωμένη σφυρίχτρα και τις παραισθήσεις από το τελευταίο στάδιο της σύφιλης, την ataxie locomotrice. Στην “κόντρα γέφυρα”, λοιπόν, το μέρος του καταστρώματος με το τιμόνι και την πυξίδα, ο προσανατολισμός αφήνεται στα χέρια μιας χαρτορίχτρας, μιας μάγισσας, μιας Κίρκης, στην τύχη, για να εντοπιστεί το Άστρο του Αλμποράν, ο φάρος πάνω στο μικρό νησί Αλμποράν, κοντά στο Γιβραλτάρ.
Και το ταξίδι συνεχίζεται με ανέμους δύσκολους και παγερούς, που φυσσάνε απ’ τα βουνά, απ το βοριά, trans montana, την τραμουντάνα και το άστρο του, τον Πολικό δηλαδή Αστέρα, πάλι ένα από τα πιο φωτεινά άστρα του ουρανού, που σμίγει με το Σταυρό του Νότου, τους ανομολόγητους ομοφυλόφιλους καραβίσιους έρωτες , των θερμαστών από το Μαροκινό λιμάνι Mazagan και στοιχήματα για απρόσιτες και μυθικές γυναίκες, όπως την κόρη του Σέσωστρη του βασιλιά της Αιγύπτου.
Μα η πιο προσιτή και η πιο αγαπημένη, η ξύλινη γοργόνα, η Αρμίδα, που είχαν τα πιο πολλά καράβια στην πλώρη κι όσο το καράβι πήγαινε με ευνοϊκούς ανέμους, η γοργόνα βουτούσε με τη την πλώρη στο νερό και αναδυόταν πάλι για να ανασάνει, πριν κολλήσει στα φύκια της θάλασσας των Σαργασών, στο βόρειο Ατλαντικό που τη φοβούνται οι ναυτικοί καθώς τα φύκια γραπώνουν το σκαρί και τις άγκυρες και καθηλώνουν το καράβι ή πριν χαθεί στα κύματα του Βραζιλιάνικου αρχιπέλαγους Νορόνα, που έχει καταπιεί πολλούς πνιγμένους.
Κι απ’ όλα τα ταξίδια, το πιο δύσκολο το στεριανό όταν οι γλάροι μπούνε μες στα ξάρτια, τα κοντινά στη στεριά χελιδονόψαρα πηδάνε στον αφρό κι ο Μαγγελάνος μαγευτεί από τους παπαγάλους.
Τότε είναι που το σκυλί, μόνιμος σύντροφος στα καράβια, διαισθάνεται την πιο μεγάλη θαλασσοταραχή, τη ρεστία, και το κορμί μέσα στο έρωτα, μπάζει νερά, καλάρει.
Αυτή είναι η ζωή, ένα ταξίδι στο άπιαστο, μια ασόβαρη πορεία χωρίς προσανατολισμό, όπως οι ναυτικοί τη νύχτα κυνηγάνε το φεγγάρι και τη μέρα ταξιδεύουνε στ’ αστεία.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το