Οι βρώμικοι άνθρωποι, όπως οι φασίστες, βρωμίζουν τον τόπο, τις σχέσεις, τις σκέψεις, ακόμη και τις λέξεις. ‘Σ’ αγαπώ’ να πει ένας φασίστας, θα ‘ναι σα να φτύνει ροχάλα. Κι ευτυχώς δηλαδή που δεν το λέει συχνά ή καθόλου, καθώς είναι τρομπαρισμένος με μίσος γιατί θα βρώμιζε το σ’ αγαπώ και θα το ‘κανε φτυσιά.
Την πιο αθώα λέξη να πάρει στο στόμα του, θα την εξακοντίσει μετά, μ’ αυτό το γλωσσίδι του φιδιού, σα δηλητήριο.
Μου λέει η φίλη μου η Ροδάνθη, μπήκε στο μαγαζί, μ’ εκείνο το τετράγωνο κρανίο και τον αγκυλωτό στο μπράτσο και ρωτά με φωνή που έβγαινε από τα έγκατα ενός βόθρου,
– Κανέλλα έχει;
– Ποιος να ‘χει; του λέω
– Το μαγαζί, ρε μπέμπα, μου λέει.
Από τότε, σιχάθηκα και την κανέλλα και τη μπέμπα, μου λέει η Ροδάνθη.
Και την καταλαβαίνω. Κι εγώ που λατρεύω την κανέλλα, μετά θα την ένοιωθα στο στόμα μου σα χώμα.
Έτσι κάπως έγινε και βρώμισαν πολλές λέξεις.
Ο προπάππους μου από τη μεριά της μάνας μου, δούλευε τη θάλασσα. Αυτό το λεγε η γυναίκα του. Ο Γιώργης μου δε δούλευε στη θάλασσα. Δούλευε τη θάλασσα, όπως δουλεύει ο χτίστης τη λάσπη. Ο Γιώργης της λοιπόν ήταν ναύτης και σφουγγαράς και μετά καπετάνιος κι όποτε δεν είχε φεγγάρι, και κοντραμπατζής. Που πάει να πει λαθρέμπορας. Και το καμαρώναμε γιατί έφερνε κοντραμπάντο, καπνό, και τσιγαρόχαρτο από το Βόλο και μεταξωτά απ’ την Τουρκία και όσπρια απ’ τη Θράκη, σε πολύ καλή τιμή κι αγόραζαν οι φτωχοί κι οι χρεωμένοι στις τράπεζες.
Όταν ο παππούς μου, απ’ τη μεριά του πατέρα μου, έλεγε ιστορίες για την Αμερική και πώς τους έστησαν μέρες τσίτσιδους στη νήσο Έλις και τους κούρεψαν με τη ψιλή και τους εξέταζαν τα μάτια για τραχώματα, τα δόντια και τ’ αχαμνά, σα να ΄τανε μουλάρια, πάντα καμάρωνε γι αυτούς, που πέρασαν λαθραία, δίχως χαρτιά, δίχως εισιτήριο και δίχως να τους πασπατέψουν στ’ αχαμνά. .
Τα πληρώματα του Πατρίς και του Μεγάλη Ελλάς, τους λαθραίους τους έλεγαν ποντικούς. Τους πιο πολλούς τους έκλειναν στ’ αμπάρι και ξανάβλεπαν ουρανό όταν έφταναν στον Περαία, Κάποιοι ποντικοί όμως δεν πιάνονταν στη φάκα. Αυτά λοιπόν τα πληρώματα των ωκεάνειων καραβιών είπαν πρώτοι τους ποντικούς, λαθρεπιβάτες και μετά, λαθρομετανάστες. Δίχως ίχνος υποτίμησης. Τις πιο πολλές φορές με θαυμασμό για το τόλμημα. Οι λέξεις είχαν ακόμη μόνο τη σημασία τους και την αθωώτητά τους
Έτσι κάπως, μεγαλωμένη με ό,τι λέει η λέξη, δίχως την προέκταση που δίνουν οι φωνές από τα έγκατα του βόθρου, ο λαθρομετανάστης ήταν για μένα ένας τολμηρός άνθρωπος που αναμετριόταν με τη φτώχεια του και μπούκαρε νύχτα σ’ ένα καράβι.
Λαθρομετανάστρια δεν έγινα ποτέ. Έγινα όμως κάμποσες φορές λαθρεπιβάτισσα. Φοιτήτρια,από Πειραιά για Κάλυμνο, κάμποσοι γινόμασταν ποντίκια στα βαπόρια. Κι είχα και καμάρι που πήρα λίγο απ’ το λαθρέμπορα που δούλευε τη θάλασσα και το λαθρομετανάστη που θα ήθελε αλλά δεν τα κατάφερε, ο άλλος μου προγεννήτορας.
Λαθραίοι άνθρωποι δε νοιώσαμε ποτέ. Λαθραίους τους κυνηγημένους ανθρώπους δεν τους νοιώσαμε ποτέ και τους πρώτους κάπου το 2002, τους λέγαμε λαθρομετανάστες.
Μετά κόλλησε πάνω στις λέξεις η γλίτσα της παλιανθρωπιάς και τις μαγάρισε.
Κι αφού κολυμπήθρα να τις ξαναβαφτίσεις στην αθωώτητα της κυριολεξίας τους δεν υπάρχει, τις κόβεις και τις ξεχνάς.
Και λέω τι θ’ απογίνουμε δίχως λέξεις τώρα που οι φασίστες τις μιλάνε σχεδόν όλες;

 

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το