Πόσο αξίζει λοιπόν; Δίκαια αναρωτιούνται οι αγωνιστές της αριστεράς κι ευρύτερα του επαναστατικού κινήματος. Πόσο αξίζει να αγωνίζονται σ’ ένα εχθρικό και βαλτώδες τοπίο, έχοντας απέναντι όλα τα κακά τέρατα του κόσμου, με την απάθεια να κανοναρχεί τις μάζες, το λαϊκό παράγοντα παραλυμένο και αλυσοδεμένο, το φασισμό να σηκώνει κεφάλι και το ρατσισμό να σφυρηλατεί νέα δεσμά; Πόσο αξίζει λοιπόν να λέει κανείς το λύκο – λύκο και το πρόβατο – πρόβατο; Πόσο αξίζει να μην βολεύεται σ’ ένα καθεστώς εκμετάλλευσης; Γιατί να μην προσπεράσει το κακό και να συμβιβαστεί με το υπάρχον, να το βουλώνει στις καθημερινές συναναστροφές και να μένει άλαλος μπροστά στον τιποτισμό;
Εύλογα ερωτήματα που συναντάμε καθημερινά στη δουλειά, στη γειτονιά και τα σχολεία. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στους δείκτες τηλεθέασης για να δει τα κοντέρ να γράφουν άριστα στις συνταγές μαγειρικής, στις πασαρέλες γυναικείου κρέατος (κυρίως), στις επιδείξεις ανοησίας και επαναλαμβανόμενης ακρισίας.
Μήπως το «κανονικό» είναι άλλο από αυτό που διαλαλούν οι κομμουνιστές, οι αριστεροί, οι επαναστάτες; Μήπως θα ’πρεπε να υποταχθούμε στην τυραννία των εκλογικών αριθμών, στη δεξιά γκλαμουριά, στην τηλεοπτική και διαδικτυακή πίεση, στην προπαγάνδα των ισχυρών;
Μήπως δεν είμαστε «κανονικοί», αλλά μια ιστορική παραξενιά, μια παραφυάδα στο θάλλον δέντρο της ζωής, μια κοινωνική παρένθεση που δε θα σημειώσει η «τσούλα ιστορία»; Μήπως;
Όχι, διόλου δεν είναι έτσι. Αν σήμερα βιώνουμε τα -όποια- ατομικά δικαιώματα, αν η γυναίκα διεκδικεί, αν ο εργάτης δεν είναι δούλος (με την ιστορική έννοια), αν τα παιδιά πηγαίνουν στο δημόσιο σχολείο και ο άρρωστος στο νοσοκομείο, αν, αν, αν… αυτό γίνεται γιατί κάποιοι πήγαν κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα, γιατί είπαν ότι «η γη κινείται», γιατί είδαν μακρύτερα από το διπλανό βουνό και βαθύτερα από τη φλούδα της γης.
Για φανταστείτε οι αγωνιστές του ’21 και ο λαός μας να υποτάσσονταν στον τούρκικο ζυγό, οι αντάρτες του ’40 – ’49 να «τα ’καναν πλακάκια» με Γερμανούς
και Εγγλέζους, οι γυναίκες να αποδέχονταν την προπαγάνδα για τη βιολογική και κοινωνική κατωτερότητά τους, η νεολαία το σχολικό στρατωνισμό και η αριστερά την ήττα… Για φανταστείτε σ’ όλη την ιστορική έκταση και σ’ όλο τον πλανήτη οι λαοί να έσκυβαν το κεφάλι στο κάθε status quo, στις μοναρχίες, τα στέμματα, τον βούρδουλα την εθνική και ταξική καταπίεση…
Πώς θα ήταν σήμερα ο κόσμος μας και πώς θα ζούσαμε, αν σε κάθε δυσκολία η απάντησή μας θα ήταν «σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω»;
Ποιος, λοιπόν, ρίχνει κάρβουνο στην ατμομηχανή και ποιος λαδώνει τα ιστορικά γρανάζια; Αυτός που αντιστέκεται, οργανώνεται, αμφισβητεί και αγωνίζεται ή αυτός που συμβιβάζεται και κολακεύει την εκάστοτε εξουσία;
Οι παππούδες των σημερινών αγροτών του θεσσαλικού κάμπου ήταν κολίγοι των τσιφλικάδων στις αρχές του αιώνα και ο Μαρίνος Αντύπας, θερμός επαναστάτης, φάνταζε μυρμήγκι μπροστά στη βία των τσιφλικάδων. Ποιος είχε με το μέρος του το μέλλον και το δίκιο;
Η απάντηση είναι απόλυτα εύκολη, ίσως δύσκολη είναι η πράξη. Αυτή που θέλει ματιά που να ξεπερνάει το σήμερα και να δένεται με τις ρίζες του αύριο.
Αν μας ρωτήσουν αν θα ’ρθει η άνοιξη, θα πρέπει να είμαστε ανόητοι για να πούμε όχι. Το ίδιο ανόητοι θα είμαστε να πούμε ότι το αύριο της ανθρωπότητας δεν θα γράφει ισότητα, κατάργηση της εκμετάλλευσης, κοινωνική ιδιοκτησία, μηδενισμό του φασισμού και του ιμπεριαλισμού.
– Να μετρήσουμε τις δυσκολίες; Αναμφίβολα ναι.
– Να τις περιγελάσουμε και να τις περιφρονήσουμε, όπως αρμόζει στους
ανθρώπους του μέλλοντος; Χίλιες φορές ναι!

Θανάσης Τσιριγώτης

πηγή: αντιτετράδια της εκπαίδευσης, τ. 127

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το