Πολλοί είναι οι ποιητές που έχουν περάσει από τη σύγχρονη ποίηση και λογοτεχνία αλλά λίγοι είναι αυτοί που έχουν καταφέρει να αφήσουν το στίγμα τους και να επηρεάσουν πολλές γενιές Ελλήνων. Ένας από αυτούς ήταν ο Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής της Ρωμιοσύνης.
Γεννημένος την 1η Μαίου του 1909 στη Μονεμβασία από τον Ελευθέριο Ρίτσο, κληρονόμο τεράστιας κτηματικής περιουσίας και βασιλόφρoνα και την Ελευθερία Βουζαναρά, κόρη πλούσιων εμπόρων. Μεγαλωμένος με άλλα τρία αδέρφια έζησε πολύ όμορφα παιδικά χρόνια. Δεχόμενος επιρροή από την καλλιεργημένη μητέρα του και εξερευνώντας τη βιβλιοθήκη της γνώρισε για πρώτη φορά την Αριστερά, κάτι που δεν έβρισκε σύμφωνο τον πατέρα του. Αυτή η καλλιέργεια αντανακλάται και στα μαθητικά του χρόνια στα οποία όπως είπε και ο ίδιος χαρακτηριστικά έφτιαχνε μαργαρίτες και παπαρούνες σβήνοντας τους αριθμούς καθώς του άρεσε πολύ η ζωγραφική, το πιάνο και η ποίηση.
Η πρώτη οικονομική δυσκολία της οικογένειας ήρθε με την αγροτική μεταρρύθμιση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος μοιράζοντας τα τσιφλίκια τούς έκανε να χάσουν σχεδόν τα πάντα.
Άλλη μία δυσάρεστη εξέλιξη της ζωής τους ήταν ο ταυτόχρονος θάνατος του μεγάλου του αδερφού και της μητέρας του από φυματίωση. Αυτό το περιστατικό τον έφερε πιο κοντά στην αδερφή του Λούλα που αποτελούσε μαζί με την ποίηση τη μόνη του διέξοδο.
Στις 22 Φεβρουαρίου του 1927 εισήλθε και ο ίδιος στο νοσοκομείο Σωτηρία όπου λόγω της φυματίωσης του έμεινε για 3 χρόνια. Εκεί μέσα γνώρισε διάφορους αριστερούς και συνδικαλιστές ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν και ο δάσκαλος του ο Βασίλης τον οποίο εκτέλεσαν λίγα χρόνια αργότερα οι Γερμανοί. Εκτός από αυτούς γνώρισε και έκανε πολύ καλή του φίλη τη Μαρία Πολυδούρη η οποία επίσης έπασχε από φυματίωση. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του λόγω οικονομικών προβλημάτων έπρεπε να μεταφερθεί και έτσι από το νοσοκομείο Σωτηρία πήγε στην Καψαλώνα όπου οι συνθήκες ήταν άθλιες κάτι που τον ενέπνευσε να γράψει τις πρώτες του ποιητικές συλλογές «Τρακτέρ» και «Πυραμίδες».
Το 1932 η οικογένεια έρχεται αντιμέτωπη με μια ακόμα συμφορά αφού ο πατέρας του Γιάννη Ρίτσου έχασε τα λογικά του και έτσι το 1934 αναγκάστηκαν να τον μεταφέρουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο του Δαφνίου.
Την ίδια χρονιά γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας ενώ ξεκίνησε να αρθρογραφεί και στον Ριζοσπάστη. Τον Μάιο του 1936 οι εργατικές κινητοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη είχαν κορυφωθεί με τη μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών να πνίγεται στο αίμα από την κυβέρνηση Μεταξά με συνολικά 12 νεκρούς ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος Τάσος Τούσης. Ο Ρίτσος βλέποντας τη φωτογραφία στην οποία αποτυπώνεται η μητέρα του Τούση να σπαράζει πάνω από τη σωρό του γιου της συγκλονίστηκε αλλά και εμπνεύστηκε γράφοντας τα πρώτα τρία μέρη του Επιταφίου.
Λόγω οικονομικών δυσκολιών αναγκάστηκε να κάνει τη δουλειά του ηθοποιού και του χορευτή κάτι για το οποίο δεν ήταν υπερήφανος και αυτό που οδήγησε στο να υποτροπιάσει η υγεία του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον εγκλεισμό του στο Σανατόριο της Πάρνηθας. Στα δικά του προβλήματα υγείας ήρθε να προστεθεί ότι και η αδερφή του η Λούλα έχασε τα λογικά της και μεταφέρθηκε στο Δαφνί όπου λίγο καιρό αργότερα είδε εκεί τον πατέρα της να πεθαίνει.
Σχεδόν σε όλη την Κατοχή ο Ρίτσος ήταν καθηλωμένος από την ασθένεια του αλλά μετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ. Στη συνέχεια με τα γεγονότα των Δεκεμβριανών πολλές σημειώσεις και ποιήματα του Ρίτσου καίγονται από το πρόσωπο στο οποίο τα είχε εμπιστευτεί λόγω φόβου ενώ και κάποια αντίτυπα του Επιταφίου είχαν την ίδια τύχη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά.
Μεταξύ του 1945 και του 1947 συγγράφει τη Ρωμιοσύνη ενώ το 1948 εξορίζεται στη Λήμνο και πιο συγκεκριμένα στο Κοντοπούλι. Ένα χρόνο αργότερα μεταφέρεται στο κολαστήριο της Μακρονήσου για το οποίο προτιμά να μην μιλά παρά μόνο μέσω των ποιημάτων του. Από εκεί έφυγε τον Ιούλιο του 1950 ενώ φυλακίστηκε ξανά παρόλο που ήταν βαριά άρρωστος. Αυτό οδήγησε σε εξεγέρσεις για την απελευθέρωση του ποιητή από εξέχοντες καλλιτέχνες όπως ο Pablo Neruda.
Στις 30 Μαρτίου του 1952 εκτελούνται ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοι του. Ο Ρίτσος φανερά επηρεασμένος από το γεγονός γράφει το ποίημα «Ο Άνθρωπος με το γαρύφαλλο» το οποίο κυκλοφόρησε με σκίτσο του Μπελογιάννη φιλοτεχνημένο από τον Pablo Picasso.
To 1956 τον προσκάλεσαν στη Σοβιετική Ένωση μαζί με άλλους διανοούμενους της εποχής και επιστρέφοντας από το πολυπόθητο ταξίδι κάθε αριστερού της εποχής γράφει και δημοσιεύει στην εφημερίδα Αυγή 36 κείμενα με τίτλο «Η Σοβιετική Ένωση σήμερα». Η εξορία θα τον ξαναβρεί το 1967 με την χούντα των Συνταγματαρχών όπου θα μεταφερθεί στη Γυάρο και αργότερα στο Παρθένι της Λέρου. Εκεί θα διαγνωσθεί με καρκίνο και θα σταλεί στη Σάμο για κατ’οίκον περιορισμό.
Στις 17 Νοεμβρίου 1973 ο ποιητής θα ζήσει από κοντά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και μετά από αυτό θα συνθέσει το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας» όπου αναλύει με τρόπο ποιητικό το χρονικό εκείνης της εξέγερσης. Ακολούθως έπονται τα γεγονότα στην Κύπρο που ήταν ένα σοκ αλλά και μια έμπνευση για τον ποιητή.
Αργότερα, τα χρόνια της Μεταπολίτευσης θα γίνουν τα χρόνια της αναγνώρισης για τον ποιητή. Αρχίζουν οι βραβεύσεις και οι διακρίσεις. Αρχίζει και γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό ακόμα και σ’ αυτούς που δεν γνώριζαν από ποίηση. Τα Μέσα δημοσιεύουν άρθρα και φωτογραφίες του. Μετά από εξορίες, διώξεις και απομόνωση η αγάπη του κόσμου εκφράζεται με πρωτόγνωρες εκδηλώσεις. Ένα από τα σημαντικότερα βραβεία για τον ίδιο ήταν το βραβείο Λένιν για την Ειρήνη και τη Φιλία των Λαών. Αυτό που δεν μπόρεσε να κερδίσει παρόλο που ήταν δυο φορές υποψήφιος ήταν το βραβείο Νόμπελ που λέγεται ότι δεν το πήρε για πολιτικούς λόγους.
Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου του 1990. Η σωρός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρα του τη Μονεμβασία.
Έτσι λοιπόν ο Γιάννης Ρίτσος παραμένοντας πάντα στο πλευρό της εργατικής τάξης δε συνθέτει ποιήματα μόνο γι’ αυτήν αλλά γράφει κι ο ίδιος ως εργάτης, ως εργάτης της ποίησης. Με το λόγο του στηλιτεύει την καπιταλιστική βαρβαρότητα και δε διστάζει να στρατευτεί πολιτικά μέσω της τέχνης του και να αποτελέσει έμπνευση για πολλούς αγωνιστές παραμένοντας πάντα επίκαιρος.

«Ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία και η ομορφιά του ανθρώπου»

Γεωργία Χ.
Μυρσίνη Α.

Πηγή: poreia.net

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το