«Όποιος αέρα κυνηγά, αέρας τον επαίρνει» προειδοποιεί η λαϊκή σοφία τον αλαφροΐσκιωτο, τον ονειροπαρμένο και τον ματαιόδοξο, τον εκτός πραγματικότητας και με ψηλωμένο τον νου άνθρωπο. Και φυσικά, αναφερόμενοι σε ένα λαϊκής – ούτως ή άλλως – προέλευσης γνωμικό και την επιδραστικότητά του στη συμπεριφορά των μελών της κοινότητας, το μυαλό όλων, ανεξάρτητα από την προέλευσή της παροιμίας, ανατρέχει στην ελληνική ύπαιθρο μιας άλλης εποχής με τις βρυσούλες και τις στάμνες, ενδεχομένως σε βρακοφόρους και τσαρουχάδες και στο δημοτικό τραγούδι.

Η επιτυχία, ωστόσο, μιας παροιμίας έγκειται στην αντοχή της στο χρόνο, στη διαχρονικότητά της και στην προσαρμογή της σε οποιοδήποτε χωροχρονικό περιβάλλον. Η άποψη αυτή, περί διαχρονικότητας, επιβεβαιώνεται καθημερινά σ’ αυτόν τον παιδεμένο τόπο που βρίθει από απόψεις και θέσεις υποκειμένων κινούμενων σε ένα παράλληλο μ’ αυτό της πραγματικότητας σύμπαν, με αποτέλεσμα αυτόν που «αέρα κυνηγά» να τον εντοπίζουμε με την ιδιότητα του τιμητή των σύγχρονων τεχνολογικών περιβαλλόντων και σε θέσεις λήψης σοβαρών αποφάσεων.

Οι καταστάσεις, στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα αυτής της ιδιοσυγκρασίας, όταν πρόκειται για ομάδες μεγέθους παρέας η συλλόγου, χαρακτηρίζονται χιουμοριστικές, σουρεαλιστικές ακόμα και ξεκαρδιστικές. Τι συμβαίνει όμως όταν τυχαίνει αυτοί οι άνθρωποι να καθορίζουν με τις αποφάσεις τους τις τύχες χιλιάδων ή εκατοντάδων χιλιάδων άλλων ανθρώπων; Εκεί, μάλλον θα πρέπει να δούμε τα πράγματα περισσότερο σοβαρά με οδηγό τη λογική, μακριά από ανόητους συναισθηματισμούς, οι οποίοι, δυστυχώς, πολλές φορές επικρατούν έναντι του ιδεολογικού φορτίου, στοιχείου πρωταγωνιστικού και κύριου σε ζητήματα αφορώντα την πολιτική ζωή.

Δεν έχει θέση η ανοχή και η λύπηση κάποιου που στερείται τη στοιχειώδη ενσυναίσθηση απέναντι σε ολόκληρες κοινωνικές και εργασιακές ομάδες ή τη στοιχειώδη ευγένεια στη συζήτηση και τη συνδιαλλαγή μαζί τους. Ωστόσο, η ευγένεια, ακόμα και ως οπορτουνιστική έκφραση του ατόμου, απαιτεί την ύπαρξη σ’ αυτό ελάχιστης πολιτικής σκέψης και ρεαλισμού. Το να αποφεύγεις να θέσεις σε διαβούλευση ένα ζήτημα που αφορά το σύνολο της κοινωνίας και που θα χαρακτηρίσει μελλοντικά το ποιόν της με τη δικαιολογία του «επείγοντος χαρακτήρα» όχι μόνο καταπατεί κάθε έννοια ευγένειας, αλλά μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί και ως πονηριά. Εν προκειμένω η χρήση της πονηριάς ταυτίζεται με άσκηση ψυχολογικής βίας στους αποδέκτες της, συμπεριφορά που προσιδιάζει σε γνωμικά μακιαβελικής προέλευσης και νοοτροπίας.

Τέλος, ένα ματαιόδοξο και πολιτικά αγενές δημόσιο πρόσωπο που ούτως ή άλλως αγνοεί το απλό νόημα των παροιμιών, είναι απίθανο να γνωρίζει τη σημασία των αρχαίων γνωμικών. Ο Ησίοδος, για παράδειγμα, αναφέρει ότι «κεραμεύς κεραμεῖ κοτέει και τέκτονι τέκτων». Το ότι οι ομότεχνοι ποτέ δεν τα πηγαίνουν καλά μεταξύ τους αποτελεί μια συνθήκη που βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με συμπεριφορές του σήμερα και ιδίως στην πολιτική κονίστρα, όπου ο ανταγωνισμός είναι παροιμιώδης. Ιδιαίτερα για τους ομότεχνους που εργάζονται για τα συμφέροντα της ίδιας εταιρείας και λογοδοτούν σε ένα αφεντικό. Η παραμικρή λάθος κίνηση απαιτεί εξιλέωση την οποία δεν πρόκειται να σου προσφέρουν οι «ομότεχνοι», καθώς εσύ για πολλοστή φορά είσαι μακριά από την πραγματικότητα ιπτάμενη σε ένα σύννεφο ματαιοδοξίας και με μοναδικό όπλο την πονηριά συνεχίζεις ακάθεκτα να ροκανίζεις το κάδρο της «αλώβητης» από την κρίση και «φιλόδημου» ομάδος. Γιατί όλοι οι γύρω σου έχουν πεισθεί για το ότι είσαι το κορίτσι της παροιμίας «όταν η ομάδα θέριζε, η Γιαννούλα άσπριζε». Κι έτσι, καθώς ο θόρυβος της ήττας σου πλησιάζει, η προοπτική της Νίκης εξαϋλώνεται, ακόμα κι αν κάποιοι εξακολουθούν να σε γλείφουν, επειδή νομίζουν πως δε μπορούν να σε Νικήσουν.

Μαυρίδης Δημήτρης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το