Η μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ, του ΚΛΙΝΤ ΗΣΤΓΟΥΝΤ, ΗΠΑ – 2019

Τον Ιούλιο του 1996, στη διάρκεια της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων της Ατλάντα, ο Ρίτσαρντ Τζούελ, ένας από τους μισθωτούς φύλακες των εγκαταστάσεων, εντοπίζει έναν εκρηκτικό μηχανισμό κάτω από ένα παγκάκι, λίγα μόλις λεπτά πριν εκραγεί.
Παρότι σώζονται εκατοντάδες ζωές χάρη στον Τζούελ, το FBI εν πρώτοις – αποτυγχάνοντας να εντοπίσει υπόπτους στα πέριξ- και τα μίντια στη συνέχεια τον ενοχοποιούν πάραυτα, καθώς ανταποκρίνεται πλήρως στο προφίλ του “λευκού σκουπιδιού”, όντας δηλαδή φτωχός, κοινωνικά απομονωμένος κι επί της ουσίας ανυπεράσπιστος.

Ο Ρίτσαρντ Τζούελ αποτελεί τυπική περίπτωση αφελή εκπροσώπου της αμερικανικής εργατικής τάξης που συντηρεί ποικίλες αυταπάτες, τόσο γα τον χαρακτήρα του συστήματος γενικότερα, όσο και για το ρόλο της έννομης τάξης στην πατρίδα του. Όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά του άτυχου 34χρονου συνηγορούν υπέρ της στοχοποίησής του από τους κυνικούς ομοσπονδιακούς πράκτορες και τους πωρωμένους γύπες της αμερικάνικης δημοσιογραφίας: Πρόκειται για έναν παχύσαρκο, εμφορούμενο από πατριωτικά αισθήματα – νομοταγή μέχρι βλακείας μοναχικό φτωχοδιάβολο, που μοιράζεται τη ζωή του με τη χήρα μητέρα του.
Πιστός στους αφηγηματικούς κανόνες του κλασικού αμερικάνικου σινεμά, ο Ίστγουντ χτίζει το πορτραίτο του ήρωά του, σκιαγραφώντας παράλληλα τις βασικές συντεταγμένες του κυριαρχικού περίγυρου και φωτίζοντας τις αποφασιστικές λεπτομέρειες της ιστορίας με όρους θρίλερ, έτσι ώστε να διατηρείται αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι τέλους.
Ο Τζούελ – και όλοι οι Τζούελ που βρίσκονται απ’ τη μια στιγμή στη άλλη αντιμέτωποι με τη σκοτεινή, την αληθινή δηλ. όψη του αμερικάνικου ονείρου, παρότι αθώοι δεν είναι άμοιροι ευθυνών, ούτε βέβαια οι κύριοι υπεύθυνοι για την ανομία και την κραυγαλέα ανισότητα που αναπαράγεται σε όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού βίου. Και ο Ίστγουντ φροντίζει να υπογραμμίσει με τη δέουσα ένταση το έλλειμμα ηθικής που χαρακτηρίζει τους διάφορους εντεταλμένους της συστημικής “τάξης” και την “περίοπτη” αμερικάνικη δημοσιογραφία, που ενδίδει κάθε τόσο με άνεση, αν όχι με όρεξη στον κιτρινισμό, αλλά και την ευκολία με την οποία αναπτύσσονται κατ’ αναλογίαν συμπεριφορές όχλου. Κάθε κανόνας έχει ωστόσο τις εξαιρέσεις του. Η ταινία – αναπαράσταση της πραγματικής περιπέτειας του Τζούελ βασίστηκε σε σχετικό άρθρο της Μαρί Μπρένερ στο περιοδικό Vanity Fair. Είναι η ίδια που είχε ασχοληθεί προ ετών με την αντιπαράθεση των αμερικάνικων καπνοβιομηχανιών κι ενός πρώην στελέχους μιας εξ αυτών, του Τζέφρυ Γουάιγκαντ, εμπνέοντας στον Μάικλ Μαν το γνωστό μας “Insider” (1999)• η Μπρένερ είχε συνυπογράψει άλλωστε με τον Έρικ Ροθ το σενάριο της συγκεκριμένης ταινίας.
Ως σταθερός μολαταύτα οπαδός των Ρεπουμπλικάνων, ο Ίστγουντ δήλωνε το 2016 εν όψει των επικείμενων τότε προεδρικών εκλογών, ότι θα ψήφιζε τον Τραμπ για πρόεδρο των ΗΠΑ, αν και δεν είχε στηρίξει ανοιχτά την υποψηφιότητά του. Στο ίδιο πλαίσιο είχε πει ακόμα: «Ο Τραμπ έχει πει πολλά χαζά πράγματα. Όπως και όλοι τους. Και οι δύο πλευρές. Αλλά όλοι – ο Τύπος και όλοι – λένε “αυτός είναι ρατσιστής” και κάνουν μεγάλη φασαρία γύρω από αυτό. […]
Είχε δε δικαιολογήσει τα προκλητικά αντιδραστικά λεγόμενα του Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι λέει απλά αυτό που σκέφτεται: «Μερικές φορές αυτά που λέει δεν είναι τόσο καλά. Και μερικές φορές είναι… μπορώ να καταλάβω τι λέει, αλλά δεν συμφωνώ πάντα μαζί του. […]»
«Στα κρυφά, όλοι έχουν κουραστεί από την πολιτική ορθότητα και το γλείψιμο. Είναι μια γενιά που βρίσκεται διαρκώς σε αμυντική θέση. Βλέπουμε ανθρώπους να κατηγορούν άλλους ανθρώπους πως είναι ρατσιστές. Όταν ήμουν μικρός, αυτά δεν τα έλεγαν ρατσιστικά. Και όταν έκανα το “Gran Torino” (η εμβληματική ταινία του Ίστγουντ για τον ρατσισμό στις Η.Π.Α.), ακόμη και οι συνεργάτες μου μού τόνισαν ότι είναι ένα πολύ καλό σενάριο, αλλά ότι είναι πολιτικά ανορθόδοξο. Κι εγώ τους είπα “το ξεκινάμε αμέσως”. […]»
«Θα αναγκαστώ να ψηφίσω τον Τραμπ», τόνισε τότε ο Αμερικανός σκηνοθέτης. «Η Χίλαρι έχει πει ότι θα ακολουθήσει τα χνάρια του Ομπάμα. Παίζονται παράξενα παιχνίδια και στις δύο πλευρές του διαδρόμου. Η Χίλαρι έχει κάνει πολλά λεφτά γινόμενη πολιτικός. Εγώ παράτησα τα λεφτά για να γίνω πολιτικός. Είμαι σίγουρος ότι και ο Ρόναλντ Ρίγκαν παράτησε τα λεφτά για να γίνει πολιτικός», είχε σημειώσει.
Παρόλα ταύτα, και αυτή η τελευταία ταινία του έχει αδιαμφισβήτητο προοδευτικό πρόσημο, καταγγέλλοντας απερίφραστα σε πρώτο πλάνο την υποκρισία των επίσημων αρχών και τον κιτρινισμό των μίντια και αποκαλύπτοντας, σε δεύτερο, την εγγενή ροπή τους να στοχοποιούν συλλήβδην αθώους προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, καταστρέφοντας σε ανύποπτο χρόνο και με ξεδιάντροπο αμοραλισμό ανθρώπινες ζωές.

***


Κλείνουμε με μια σύντομη μνεία στην ομιλία του Ρόμπερτ Ντε Νίρο επ’ αφορμή της βράβευσής του για την συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο, στο πλαίσιο των βραβείων SAG (τα βραβεία που απονέμει το σωματείο των Αμερικανών ηθοποιών). Σε μια ολιγόλεπτη και ιδιαζόντως χαμηλότονη τοποθέτηση, ο γνωστός για τις αντι-ρεπουμπλικανικές απόψεις του σπουδαίος ηθοποιός, υπογράμμισε δύο κυρίως πλευρές της πολιτικής Τραμπ: την εκφρασμένη αντίθεσή του στη συλλογική έκφραση, χαρακτηρίζοντάς τον εχθρό των συνδικάτων, και την επικινδυνότητα της συστηματικής κατάχρησης εξουσίας.

***

Έκπληξη, τέλος, προκαλεί το γεγονός της αποθεωτικής υποδοχής από πλευράς των γνωστότερων Ελλήνων κριτικών κινηματογράφου (με την εξαίρεση του συντάκτη του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ), της ρωσικής ταινίας “Ένα ψηλό κορίτσι” του 28χρονου Καντεμίρ Μπαλάγκοφ, που αναφέρεται στη μεταπολεμική Σοβιετική Ένωση, εστιάζοντας στις ζωές δυο νεαρών γυναικών – πρώην μαχητριών του Κόκκινου Στρατού. Σε μια ρημαγμένη χώρα (γεγονός αναμφισβήτητο, το γιατί και πώς όμως συσκοτίζεται δόλια), δυο καταρρακωμένες υπάρξεις (πρόκειται για ψυχικά ερείπια και περίπου ημίτρελες), αγωνίζονται να επιβιώσουν, ενώ το διεφθαρμένο σοβιετικό κράτος όπως αντίστοιχα και η ταξικότατη, υποκριτική σοβιετική κοινωνία γίνονται επί της ουσίας εμπόδιο στις προσπάθειές τους να ξαναχτίσουν τις ζωές τους. Πούρος αντικομμουνισμός με περίτεχνο περιτύλιγμα, που απέσπασε το βραβείο FIPRESCI!

Θέμις Αμάλλου

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το