Η μπαλάντα ενός στρατιώτη, του Γκριγκόρι Τσουχράι

Σοβιετική Ένωση (1959)

Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ανατολικό Μέτωπο. Ο 19χρονος στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού, Αλεξέι Σκβορτσόφ, καταστρέφει μονάχος δυο γερμανικά τανκς, ενέργεια η οποία θα αξιολογηθεί από τους ανωτέρους του ως ηρωική, και θ’ ανταμειφθεί με έξι μέρες τιμητική άδεια. Ο Αλιόσα (υποκοριστικό του Αλεξέι), επιδιώκει να ξοδέψει αυτές τις μέρες σε μιαν αστραπιαία επίσκεψη στο χωριό του, για να δει τη μητέρα του και να επισκευάσει τη στέγη του σπιτιού τους.
Ο πόλεμος ωστόσο, παρεμβάλλεται σε κάθε στιγμή του 6ήμερου ταξιδιού του, φέρνοντας κοντά του στο τραίνο τη νεαρή λαθρεπιβάτισσα Σούρα – και τον έρωτα, που οι δυο τους δεν θα χαρούν ποτέ. Θα συντρέξει γνωστούς κι άγνωστους συνταξιδιώτες του, και θα ριχτεί ασθμαίνοντας στην αγκαλιά της μάνας του. Το αμέσως επόμενο λεπτό θα ξαναφύγει για το μέτωπο – όπου θα χαθεί για πάντα.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία, υπαγόρεψε ένα μικρό αφιέρωμα της στήλης στον αντιπολεμικό κινηματογράφο, που εγκαινιάζουμε σ’ αυτό το φύλλο με το “Η μπαλάντα ενός στρατιώτη” του Γκριγκόρι Τσουχράι, σκηνοθέτη – ενίοτε και σεναριογράφου των επίσης γνωστών ταινιών: “41ος” [(1956) μια ιδιαίτερη ματιά στον Εμφύλιο], “Καθαρός ουρανός” [(1959), η περιπέτεια ενός πιλότου που δραπετεύει από το στρατόπεδο του εχθρού και βρίσκεται αντιμέτωπος με κατηγορίες προδοσίας], “Η ζωή είναι ωραία”(1980) και “Θα σε μάθω να ονειρεύεσαι” (1984).
Η “Μπαλάντα…” έχει αξιολογηθεί από ένα σμάρι αναγνωρισμένων κριτικών ως μια από τις σημαντικότερες αντιπολεμικές ται­νίες όλων των εποχών, καθιερώνοντας διεθνώς τον Σοβιετικό σκηνοθέτη• αυτό όμως που κάνει τη δημιουργία αυτή του Τσουχράι ξεχωριστή, είναι τ’ ότι κατακλύζει το νου και τις αισθήσεις με τη δύναμη πυρακτωμένου βέλους, στοιχειώνοντας τη μνήμη.

Η ιστορία της “μπαλάντας ενός στρατιώτη”, είναι απατηλά α­πλοϊκή: Ο νεαρός Αλιόσα δεν φαίνεται να διαθέτει κανένα χτυπητό χαρακτηριστικό ‘ήρωα’. Οι ρουκέτες που καταστρέφουν τα δύο γερμανικά τανκς εκτοξεύονται χωρίς πολλή σκέψη από τα χέρια του• εξομολογείται με παιδική ειλικρίνεια τον φόβο που τον διακατείχε στη φάση της ναζιστικής επέλασης, κι όλος του ο καημός είναι να μπορέσει να επιστρέψει για μια-δυο μέρες στο χωριό του, προκειμένου να δει τη χήρα μάνα του, και να επισκευάσει όπως-όπως στον ελάχιστο χρόνο που περισσεύει την τρύπια στέγη του σπιτιού τους.

Η μεγαλοφυΐα του Τσουχράι, έγκειται στην ικανότητά του να ζωντανεύει με τέτοιον τρόπο τα πρόσωπα και τα συμβάντα που παρελαύνουν από τα πλάνα του, ώστε να γίνονται στη στιγμή οικεία κι αναγνωρίσιμα, φωτίζοντας τα μικρά και ασήμαντα στις πανανθρώπινες διαστάσεις τους, ενώ απαλύνει την τραγικότητα των τεκταινόμενων μ’ έναν ιδιότυπο, γλυκόπικρο λυρισμό, που λειτουργεί σαν παρηγορητική θωπεία. Τα βλέμματα των αγροτών που παρακολουθούν βουβοί τις τελευταίες ανακοινώσεις από το Μέτωπο καίνε τα μάτια, το αγκάλιασμα του ανάπηρου στρατιώτη με τη γυναίκα του στην είσοδο του σταθμού ματώνει τις καρδιές. Ο Αλιόσα και η Σούρα γίνονται ο γιος και η κόρη καθενός μας, κι ο πόλεμος που αναποδογυρίζει τις ζωές των ηρώων της “Μπαλάντας…” γίνεται υπόθεση όλων των αθώων της γης.

Ο γεννημένος στην Ουκρανία Γκριγκόρι Τσουχράι είχε καταταγεί εθελοντικά στα είκοσί του χρόνια στον Κόκκινο Στρατό, και είχε πολεμήσει στο Ανατολικό Μέτωπο ως αλεξιπτωτιστής – με τέσσερις αλλεπάλληλους τραυματισμούς στο ενεργητικό του, ενώ πήρε μέρος στην επτάμηνη μάχη του Στάλινγκραντ και παρασημοφορήθηκε με το μετάλλιο του Ερυθρού Αστέρα για τον ηρωισμό του. Αποφαινόταν χαρακτηριστικά ότι οι ταινίες του με θέμα τον πόλεμο είναι βασισμένες σε προσωπικές εμπειρίες, κι ακόμα πως «ο πόλεμος αποκαλύπτει τα έργα και τους χαρακτήρες των ανθρώπων». Σπουδαγμένος στο Ινστιτούτο Κινηματογράφου της Μόσχας, είχε δάσκαλο τον μεγάλο Σοβιετικό σκηνοθέτη Μιχαήλ Ρομ, κι είχε τιμηθεί με την ανώτερη τιμητική διάκριση για Σοβιετικό καλλιτέχνη, τον τίτλο του Λαϊκού Καλλιτέχνη της ΕΣΣΔ.
Ο γιος του, Πάβελ Τσουχράι, ακολούθησε με τη σειρά του τα βήματα του πατέρα του, και η ταινία του “Ο κλέφτης” (1997), ήταν υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ταινίας.

Σε συνεντεύξεις του σε σοβιετικά και διεθνή περιοδικά, ο Γκριγκόρι Τσουχράι θυμόταν πως το γύρισμα της “Μπαλάντας” υπήρξε ιδιαίτερα περιπετειώδες, στέλνοντάς τον με τυφοειδή πυρετό στο νοσοκομείο, όπου σε μια στιγμή πυρετώδους έκλαμψης, αποφάσισε ν’ αλλάξει τους επιφανείς πρωταγωνιστές του καστ με δυο άπειρους νεαρούς σπουδαστές της Δραματικής Ακαδημίας, τον Βλαντιμίρ Ιβασόφ και τη Ζάννα Προχορένκο, απόφαση που δικαιώθηκε πλήρως στη συνέχεια.

Έξι μήνες πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια (31 Οκτωβρίου του 2001), σε συνέντευξή του στη ρώσικη τηλεόραση, είχε πει μεταξύ άλλων: «Πάντα με απασχολούσαν τα ζητήματα της ζωής και του θανάτου. Είναι κάτι φυσιολογικό».
Καθηλωτικές ερμηνείες από τους Αντονίνα Μαξίμοβα και Εβγκένι Ουρμπάνσκι, έξοχη μουσική επένδυση από τον Μιχαήλ Λιβ.
Μια βαρύτιμη, αλησμόνητη κατάθεση για τα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου.
Μεγάλο βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ των Καννών, BAFTA καλύτερης ταινίας.

Θέμις Αμάλλου

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το