γράφει η Ασπασία Θεοδοσίου

 «…Το τραγούδι, η μουσική, ο χορός, το γλέντι συνιστούσαν κεντρικές δραστηριότητες της κοινοτικής ζωής σε όλες τις αγροτικές κοινότητες έως πολύ πρόσφατα. Κοινοτικές τελετουργίες και εορτασμοί συνέπιπταν με το αγροτικό ημερολόγιο, προκειμένου να μνημονευτούν σημαντικές στιγμές του ατομικού (βαπτίσεις, γάμοι, κηδείες) και του συλλογικού βίου (το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων, οι Απόκριες, το Πάσχα, το ετήσιο πανηγύρι). Τα γλέντια αποτελούσαν για την αγροτική κοινότητα σημείο αναφοράς. Οι γλεντιστές πραγμάτωναν ταυτόχρονα τα λατρευτικά τους καθήκοντα, ψυχαγωγούνταν, αλλά και οργάνωναν την ανανέωση της κοινοτικής ζωής μέσα από τον προγραμματισμό νέων γάμων. Πιοτό, χορός, τραγούδι, μικρεμπόριο, αγώνες με άλογα ή παλαίστρες, επιλογή συζύγου και καινούρια συμπεθεριάσματα κ.λπ., όλα μαζί και το καθένα ξεχωριστά καταδεικνύουν την πολυλειτουργικότητα των πανηγυριών/γλεντιών. Ο χώρος τους “καθαγιαζόταν” με τις τελετές και τις εκ- δηλώσεις και μετατρεπόταν σε κατεξοχήν δημόσιο χώρο, όπου η κοινότητα επιβεβαίωνε την κοινωνική της δομή και τελικά πραγματώνονταν η ίδια».

«…η εμπειρία του γλεντιού δεν μπορεί παρά να εκκινεί και να αποκτά νόημα σε μεγάλο βαθμό από τις διαρκώς μεταλλασσόμενες μορφές γνώσης, δράσης και εμπειρίας που υιοθετούνται από τους ίδιους τους μουσικούς, “τα όργανα”. Οι λαϊκοί μουσικοί της Ηπείρου στην πλειονότητά τους είναι Γύφτοι και προέρχονται από μουσικές οικογένειες –σκλήθρες, όπως χαρακτηριστικά λέγονται. Μέσα σε αυτές η επαφή με τη μουσική είναι αποκλειστικό προνόμιο των αγοριών, αρχίζει από πολύ νωρίς, έχει κυρίως βιωματικό χαρακτήρα (η μαθητεία γίνεται κοντά στους μεγαλύτερους της ευρύτερης οικογένειας) και δεν εκλαμβάνει το χαρακτήρα της συστηματικής μάθησης. Οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται ως οργανοπαίκτες, αφού ο χαρακτηρισμός “μουσικός” αντανακλά γι’ αυτούς τη συμμετοχή σε κάποια μορφή συστηματικής μουσικής εκπαίδευσης, και παραπέμπει σε όσους «ξέρουν να διαβάζουν μουσική». «Δύσκολα ήταν παλιά… Κανένας δεν μας είχε σε εκτίμηση. Δε ζούσαμε εξάλλου μόνο με το όργανο. Κάναμε κι άλλες δουλειές. Άλλοι ήταν σιδεράδες, άλλοι περιπλανώμενοι ζωέμποροι […] Δεν μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα μόνο με το όργανο. Ο κόσμος ήταν φτωχός, μας έριχνε λοιπόν πενταροδεκάρες. Ήταν όμως γλεντζέδες […] Και μη φανταστείς ότι ζητούσαν πολλά τραγούδια. Πέντε-δέκα ήταν όλα κι όλα, αυτά της περιοχής τους. Δεν ήξεραν άλλα, όπως τώρα που θα σου ζητήσουν και εκείνο και το άλλο και πρέπει να τα ξέρεις όλα. Η δουλειά ήταν πιο εύκολη τότε, η μουσική εννοώ, γιατί όλα τα άλλα ήταν πολύ δύσκολα […] Θυμάμαι τις γιορτές που παίρναμε τα όργανα και πηγαίναμε στα σπίτια να παίξουμε, ή σε κανένα καφενείο… κακοντυμένοι ήμασταν […] ντρεπόμασταν και φοβόμασταν. Είχαμε πάει βλέπεις απρόσκλητοι και μπορούσαν και να μας διώξουν […] Δε βγάζαμε τα όργανα παρά μόνο όταν μας καλούσαν να παίξουμε. Μόνο τότε πλησιάζαμε δειλά-δειλά και αρχίζαμε να τους φέρνουμε στο κέφι […] Ήταν αλλιώς ο κόσμος τότε, μας είχε πολύ κάτω […] μας αγκάλιαζε και μας φιλούσε πάνω στο κέφι, γινόμαστε ένα, αδέρφια που λένε, και την επομένη ούτε καν που μας μιλούσε, γυρνούσε το κεφάλι αλλού, όταν μας έβλεπε. Δεν μας σέβονταν καθόλου τότε […] Τώρα τα πράγματα είναι καλύτερα […] Λες μουσικός και ο περισσότερος κόσμος σε σέβεται. Αλλάξαμε πολύ και εμείς βέβαια. Μας βλέπεις καλοντυμένους, κουστουμάκι, γραβατούλα, πάντα περιποιημένοι και καθαροί […] καλύτερα από όλους […] Βέβαια παραμένουν κάποιοι που επειδή μας κλείνουν νομίζουν ότι μας αγοράζουν κιόλας […]». Η σχέση μεταξύ μουσικών και γλεντιστών διαμορφώνεται με βάση την αδιαμφισβήτητη σημασία που προσδίδεται στα “όργανα”.

Το γλέντι αρχίζει σε αργούς ρυθμούς. Όταν το πλήθος αρχίζει να γεμίζει το χώρο, και φτάνουν τα πρώτα φαγητά και ποτά στα τραπέζια, μια παράξενη ενέργεια πλημμυρίζει τον αέρα. Οι μουσικοί είναι οι πρώτοι που τρώνε, σαν για προπληρωμή των ήχων. Στη συνέχεια βγάζουν έξω τα όργανα. Τους έχουν ήδη καλέσει να το κάνουν, γιατί χωρίς αυτούς κέφι δεν μπορεί να γίνει. Μετά από τα κουρδίσματα και τις ρυθμίσεις του ήχου, ακούγεται το πρώτο κομμάτι. Είναι ένα μοιρολόι… Δεν αργεί να σηκωθεί κάποιος στο χορό […] Τα όργανα στέκουν στη μέση του κύκλου ή στο πατάρι. Συχνά το κλαρίνο και το ντέφι περπατούν μαζί με τον πρώτο χορευτή, τον κοιτούν και παίζουν προτρέποντάς τον σε αυτοσχεδιασμούς. Κατά τη διάρκεια του χορού του αυτός πετά καταγής χαρτονομίσματα, τα οποία συνήθως μαζεύει το ντέφι […]» Η σημασία της πρακτικής του “κεράσματος” είναι κεντρική για την κατανόηση της τελεστικής πρακτικής του γλεντιού. Τα χρήματα που “πετιούνται” ή προσφέρονται ως “κέρασμα” αντιμετωπίζονται ως ένδειξη εκτίμησης για την απόδοση των οργάνων, αλλά ταυτόχρονα εκφράζουν και το μεράκι του χορευτή. Εξάλλου, οι συνολικές αποδοχές της κομπανίας, στην περίπτωση μάλιστα που δεν υπάρχει προηγούμενη “συμφωνία” (δηλαδή ρητή οικονομική δέσμευση του οργανωτή), εξαρτώνται από το πόσο ικανά είναι να προκαλέσουν το κέφι των χορευτών. Το κέφι πραγματώνεται, αλλά και βιώνεται, έχει τόσο ιδιωτικές όσο και δημόσιες διαστάσεις. Έτσι, η επιτέλεση του χορευτή περιλαμβάνει την επίδειξη του πλούτου του, όχι στη ματαιόδοξή της διάσταση, αλλά στην υπαρξιακή του σχέση με τα υλικά αγαθά, που την υπογραμμίζει ακριβώς η προθυμία του να τον αποχωριστεί. Οι χειρονομίες του είναι για την περίπτωση χαρακτηριστικά φορτισμένες: “πετά” χρήματα με πολύ δραματικό τρόπο. Συχνά ρίχνει με βία ένα πολύ τσαλακωμένο χαρτονόμισμα στη γη, όπου θα μείνει για λίγο, ώστε να τραβήξει τα βλέμματα. Άλλοτε, φτύνει το χαρτονόμισμα και το κολλά στο μέτωπο του κλαριντζή, ή πάλι το τοποθετεί στα κλειδιά του κλαρίνου. Οι μουσικοί συνεργάζονται σε αυτή την επίδειξη, αφήνοντας το “κέρασμα” για λίγο εκεί όπου οι χορευτές το τοποθέτησαν, πριν το απομακρύνουν βιαστικά και δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για το επόμενο. Η οικονομική αυτή συναλλαγή βιώνεται σε ένα πνεύμα απενοχοποίησης που ξαφνιάζει τον αμύητο, γι’ αυτό άλλωστε και έχει γίνει συχνά το πιο προβεβλημένο σκίτσο κάθε σχετικής καρικατούρας. Το θέμα για τους μουσικούς δεν είναι απλώς η πληρωμή, αλλά έχει να κάνει με μια πιο ριζική εμπειρία: την πραγμάτωση της δικής τους επιθυμίας να ενορχηστρώσουν τη συναναστροφή και να “υποταχθούν” πλήρως στις αλλότριες επιθυμίες, χωρίς να εγκλωβίζονται στην ενδεχόμενη αντιφατικότητα που μπορεί αυτή η στάση να εμφαίνει σε πρώτο επίπεδο. Το προκαλούμενο κέφι συνιστά υψηλή μορφή εμπειρίας, κατάσταση μέθεξης όλων σε μια ιδιότυπη αλλά αρχετυπικά ιαματική εμπειρία. Δεν στηρίζεται σε κανόνες και αρχές μιας αφηρημένης δεοντολογίας ή αισθητικής, δεν είναι μια εξωτερική δύναμη που κυριεύει τους συντελεστές, δεν προκαλείται από το ποτό, τη μουσική, το χορό, τον εορτασμό ως ανεξάρτητα στοιχεία. Αντίθετα, παράγεται, αναπτύσσεται και τελικά καταλαμβάνει το προνομιακό πεδίο της διάδρασης μεταξύ χορευτών/γλεντιστών και μουσικών, εκεί όπου η κοινότοπη, καθημερινή εμπειρία και μνήμη μετουσιώνεται σε εξαιρετικό, απρόοπτο και υπερβατικό βίωμα. Μέσω του κεφιού λοιπόν η σχέση “εαυτού” και συλλογικότητας βρίσκεται σε συνεχή διαδικασία μορφοποίησης και επανεγγραφής. Υπό μία έννοια, το γλέντι είναι μια δυναμική φάση αναγνώρισης των αδυναμιών, μια διαδικασία διυποκειμενικής επιτέλεσης πόθων. Η σειρά, η αλληλουχία δηλαδή και η συγκρότηση μια ακολουθίας χορευτικών κομματιών σε μια επιτελεστική ενότητα, συνιστά μια ακόμη ενδιαφέρουσα διάσταση αυτής της διαδικασίας.  Όντας τυπική, χαρακτηριστική και ξεχωριστή για κάθε τόπο, η επιτέλεσή της προσλαμβάνει ιδιαίτερη ταυτότητα και ύφος μέσα στο πλαίσιο της σχέσης πρωτοχορευτή και μουσικών. Σε ένα δεύτερο επίπεδο ωστόσο, η ενορχηστρωμένη συνεύρεση αυτών των τελευταίων μέσα από την τυπολογία μιας σειράς λειτουργεί δισυπόστατα: από τη μια, ως προϊόν διάδρασης, αίρει τη συνθήκη της σολιστικής επιτέλεσης και από την άλλη λειτουργεί προς επίρρωσή της, αναδεικνύοντας τα ιδιαίτερα χαρίσματα των πρωταγωνιστών. Ο χορός αποτελεί μια δομημένη κοινωνική πρακτική, της οποίας βέβαια οι ρόλοι διαφοροποιούνται από τόπο σε τόπο. Πέρα από την επίτευξη του κεφιού, οι συμμετέχοντες (επι)τελούν το κοινωνικό τους φύλο, την κοινωνική τους τάξη, τις πολιτικές και τοπικές τους ταυτότητες, διαχειρίζονται σχέσεις εξουσίας. Η δέσμευση στο πνεύμα του γλεντιού προϋποθέτει για τους χορευτές απελευθέρωση από συμβατικότητες σχετικά με την “επίδοσή” τους, τα χρήματα που θα “πετάξουν”, τον τρόπο που θα εξωτερικεύσουν και θα βιώσουν το κέφι τους».

* Μουσική από την Ήπειρο

Μουσικός χάρτης του ελληνισμού

Γιώργος ΚοκκώνηςΣίσσυ ΘεοδοσίουΗλίας Σκουλίδας
επιμέλεια: Γιώργος ΚοκκώνηςΆννα Καραπάνου

Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2008

πηγή: artinews.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το