του Ανδρέα Κοσιάρη
Ο ερχομός της κακοκαιρίας Daniel, όπως και η ένταση που θα είχε, ήταν γνωστά τουλάχιστον από την Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου — στην πραγματικότητα νωρίτερα. Μέχρι τη Δευτέρα που ξεκίνησαν οι έντονες βροχές, το συνολικό κράτος (κεντρική κυβέρνηση, τοπικές αρχές, φορείς πολιτικής προστασίας) είχε στη διάθεσή του τουλάχιστον τρεις ημέρες για να οργανώσει την αντιμετώπιση ενός φαινομένου που ήταν, επαναλαμβάνουμε, αναμενόμενο ότι θα προκαλέσει μεγάλα προβλήματα.

Μόλις την Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου, ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Βασίλης Κικίλιας, συγκάλεσε «έκτακτη σύσκεψη» από την οποία παρήχθη μονάχα ένα δελτίο τύπου με ασαφείς εκφράσεις περί «ύψιστης εγρήγορσης» και «ανάγκης πλήρους ετοιμότητας». Μία ημέρα νωρίτερα, το Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου, ο υπουργός είχε στείλει «κατεπείγουσα επιστολή» σε δήμους και περιφέρειες «σχετικά με την άμεση εκπόνηση και ολοκλήρωση αντιδιαβρωτικών και αντιπλημμυρικών έργων» — επιστολή που, σταλμένη δύο σκάρτες ημέρες πριν από μεγάλη κακοκαιρία, θα προκαλούσε πηγαίο γέλιο αν δεν αφορούσε τόσο τραγικά αποτελέσματα.

Κατά τη διάρκεια τεσσάρων ημερών που διήρκεσε η κακοκαιρία, η χώρα παρακολουθεί το απόλυτο χάος. Παντελής απουσία συντονισμού, απαγορεύσεις κυκλοφορίας ενώ η πλειοψηφία των πολιτών βρισκόταν ήδη εκτός σπιτιού, πενιχρά εφόδια έκτακτης ανάγκης, ανεπάρκεια μέσων και στελέχωσης υπηρεσιών, καθυστερημένη έκκληση για βοήθεια του στρατού — ακόμα και το 112, που στήριζε ως μοναδικός (κάπως) λειτουργικός παράγων όλες τις προηγούμενες αποτυχίες της κυβέρνησης, εμφανίστηκε να στέλνει μηνύματα σε περιοχές του Θεσσαλικού κάμπου που είχαν ήδη πλημμυρίσει. Κυκλοφορούν καταγγελίες πως πραγματοποιήθηκε σκόπιμη εκτόνωση φράγματος χωρίς ενημέρωση των κατοίκων των περιοχών στις οποίες εξετράπη το νερό.

Με το τέλος πια της κακοκαιρίας, αλλά με τα προβλήματα που προκάλεσε να συνεχίζονται, συνεχίζεται και το απόλυτο χάος. Κανείς δεν ξέρει πόσοι είναι οι νεκροί, πόσοι οι αγνοούμενοι, πόσοι οι εγκλωβισμένοι, κάτοικοι των πληγεισών περιοχών τηλεφωνούν απεγνωσμένοι σε κανάλια για να επικοινωνήσουν τις ανάγκες τους για διάσωση, τροφή και νερό, φάρμακα, νοσηλεία. Δεν έχουν ρεύμα, οι μπαταρίες των κινητών τους τελειώνουν, και το κράτος εμφανίζεται σποραδικά, ασυντόνιστα και χωρίς κάποιο σαφές σχέδιο.

Όλα αυτά, αφήνοντας εντελώς στην άκρη την ανύπαρκτη πρόληψη, τα κακοσχεδιασμένα ή άφαντα έργα, τους ιδιώτες εργολάβους που έλαβαν εκατομμύρια χωρίς να παρουσιάσουν αντίκρυσμα και τις τοπικές ή κεντρικές αρχές που τους τα έδωσαν, τις παρανοϊκές παρεμβάσεις στο φυσικό τοπίο με μπαζώματα ρεμάτων και χειμάρρων, τη χρόνια αγνόηση από το κράτος μελετών κινδύνου πλημμύρας που το ίδιο το κράτος έχει εκπονήσει κ.ο.κ.

Καθαρά στο σήμερα, αυτές τις ημέρες, αμέσως πριν, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά το φαινόμενο — οι λέξεις είναι υπερβολικά φτωχές για να περιγράψουν πόσο μόνοι τους είναι οι πολίτες. Είναι η ίδια μοναξιά που ένιωσαν οι άνθρωποι σε κάθε άλλη κρίση της τελευταίας τετραετίας (και πριν από αυτήν), είτε αυτή ήταν πυρκαγιές, είτε σεισμοί, είτε πλημμύρες, είτε η πανδημία.

Αυτή η μοναξιά όμως δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ως ανυπαρξία ή αδυναμία του κράτους — όπως γράφαμε πολύ πρόσφατα, «οι καταστροφές δεν είναι αποτέλεσμα αδυναμίας, αλλά απροθυμίας». Ή παλαιότερα, «κάθε καταστροφή αποτελεί ένα πολιτικό γεγονός».

Το κράτος έχει κάνει δεκάδες χιλιάδες προσλήψεις από το 2019 μέχρι σήμερα. Όχι ιατρονοσηλευτικού προσωπικού, όχι πυροσβεστών και δασοφυλάκων, όχι εκπαιδευμένου προσωπικού πολιτικής προστασίας και αντιμετώπισης καταστροφών — έχει κάνει δεκάδες χιλιάδες προσλήψεις αστυνομικών, για να φυλάνε πρώην δημόσια πάρκα που τους αλλάζουν τα φώτα οι εργολάβοι, να χτυπούν όποιον διαμαρτύρεται, να πυροβολούν πιτσιρικάδες για λίγη απλήρωτη βενζίνη ή ένα κλεμμένο αμάξι, να κυνηγούν φοιτητές μέσα στα πανεπιστήμια, να φροντίζουν ώστε τίποτα δεν θα πειράξει τους ισχυρούς αυτού του τόπου.

Το κράτος έχει ξοδέψει πολλά δισεκατομμύρια αυτά τα χρόνια. Αγοράστηκαν καινούρια οχήματα και εξοπλισμός για την αστυνομία, αλλά όχι για την πυροσβεστική και τις υπηρεσίες εκτάκτου ανάγκης. Αγοράστηκαν μαχητικά και φρεγάτες, αλλά όχι νοσοκομειακά μηχανήματα και ασθενοφόρα. Κάποια χρήματα δόθηκαν σε έργα υποδομών, ακόμα και στις περιοχές που σήμερα πνίγονται — δόθηκαν όμως είτε από το κεντρικό κράτος είτε από τους τοπικούς άρχοντες και κομματάρχες, σε εργολάβους, συχνότατα φίλους και γνωστούς, την ίδια κάστα ανθρώπων που θησαυρίζει υπερκοστολογώντας και υπο-αποδίδοντας τουλάχιστον από την εποχή άνθισης των ΣΔΙΤ προ 25ετίας.

Το χάος που ζουν αυτές τις μέρες στη Θεσσαλία, και πριν στον Έβρο, στη Ρόδο, την Κέρκυρα, την Εύβοια και μια ατέλειωτη λίστα περιοχών σε όλη τη χώρα, δεν είναι αποτυχία του «επιτελικού κράτους» — είναι το ίδιο το «επιτελικό κράτος», είναι επιτυχία του, είναι αποτέλεσμα των πολιτικών του επιλογών. Και φυσικά, δεν είναι «εφεύρεση» του Κυριάκου Μητσοτάκη — απλά ίσως πρώτος αυτός το έκανε τόσο πολύ σημαία του και ίσως η ικανότητά του για εσκεμμένο χάος να είναι μεγαλύτερη από αυτή των προηγούμενων.

Αυτό που τρομάζει σε όλη αυτή την ιστορία, είναι η σοβαρή πιθανότητα η πλειοψηφία ακόμα και των ίδιων που ζουν στο πετσί τους αυτό το χάος, να μην αναγνωρίσουν ποτέ αυτόν τον ρόλο του κράτους, τις επιλογές και τις πράξεις του. Να μην κάνουν το απαραίτητο, την τοπική και διατοπική οργάνωση, αλληλεγγύη, αλληλοστήριξη, αλλά να ακουμπήσουν αποκαμωμένοι στα ψίχουλα της επικοινωνιακής διαχείρισης του κράτους ή σε όσους βλέπουν κάθε καταστροφή ως ευκαιρία για να διαχύσουν δηλητήριο. Να βρίζουν μεν το «απόν κράτος», αλλά να αφήνουν την οργή τους να στρέφεται από το ίδιο το κράτος σε γνώριμες οδούς: εθνικισμό, ξενοφοβία, θρησκοληψία, ενδοταξικό διχασμό.

Και στο επόμενο δείγμα «πυγμής» του κράτους, απέναντι σε άλλους αδύναμους, διαφορετικούς, διαμαρτυρόμενους ή απλά ονειροπόλους, να συντάσσονται μαζί του, αδύναμοι εναντίον αδύναμων — θύματα, που στέκονται πλάι στον θύτη ακόμα κι αν τον μισούν.

πηγή: info-war.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το