(τον έρωτα της Μερόπης μου τον είπε με δυο λόγια
ο Χρήστος, ανάμεσα στις ιστορίες με τα ψάρια στη
φορμόλη. Μου ήρθε να σας πω, με δικά μου λόγια
την ιστορία, σήμερα, που η ομάδα αλληλεγγύης της
Καλύμνου, μοιράστηκε παραπάνω καημούς ενώ
γιορτάζει Κατερίνες)

Η ιστορία είναι αληθινή, μόνο που τη Μερόπη δεν την έλεγαν Μερόπη.
Είχε πάντως ένα καθωσπρέπει όνομα, από τα ταιριαστά σε κόρες καλών οικογενειών, που ζουν από την ώρα που γεννιούνται ως το τέλος, μιαν ευθεία, φρόνιμη πλήξη. Είναι ντυμένες με άχρωμα ρούχα, μιλάνε σιγανά και στον πληθυντικό κι ας απευθύνονται στους πιο μοναχικούς και στενόκαρδους ενικούς, κουμπώνουν όλα τα κουμπιά ως το σαγόνι και μαζεύουν τα μαλλιά σφιχτά να μην υπάρχει πιθανότητα να δραπετεύσει κανένα τσουλούφι στη βάση του λαιμού και δώσει την όψη μιας μπαϊλντισμένης αφροντισιάς ή γαργαλήσει ανομολόγητες επιθυμίες.
Στη μικρή ηπειρωτική της πόλη, έβρεχε συνέχεια. Η Μερόπη έμαθε να ζει, όπως όλοι, κάτω από το θόλο μιας ομπρέλας. Δεν έβλεπε καθόλου τον ουρανό ούτε και τα μάτια των ανθρώπων. Έβλεπε τα πόδια τους, την άσφαλτο και τις ρόδες των αυτοκινήτων. Όμως δε βράχηκε ποτέ.
Στη δουλειά, η καλοσιδερωμένη λευκή της μπλούζα, υπογράμμιζε την ατσαλάκωτη υπεροχή της φρόνιμης ξηρασίας της.
Και στο σπίτι ήταν πάντα καθωσπρέπει. Όταν καθάριζε κρεμμύδια δεν έκλαιγε, όταν έκλαιγε δε φυσούσε δυνατά τη μύτη της, δεν ονειρευόταν με ανοιχτά μάτια και στο κρεβάτι ποτέ δε βόγγηξε, ούτε από πόνο ούτε από ηδονή.
– Μου είπαν ότι ήρθαν στο ιατρείο σου κάτι λαθραίοι. Είναι αλήθεια;
– Είχαν άρρωστο μωρό. Δεν τους δέχτηκαν στο νοσοκομείο.
– Και τους δέχτηκες εσύ; Να μην ξαναγίνει! Άντε τώρα με το κάθε μπάσταρδο.
– Κοίτα, ρε μάνα, να μας κουβαλήσεις καμιάν αρρώστια.
Την κοίταξαν και οι δυο επιτιμητικά. Λίγες οι κουβέντες στο τραπέζι και πάντα με υπόκρουση το δελτίο ειδήσεων και τον ήχο της βροχής. Η συζήτηση δε συνεχίστηκε. Θεωρήθηκε δεδομένη η συμμόρφωση. Της ήρθε μια μυρωδιά ξινίλας, σα να είχε πολυκαιρίσει το φαΐ, ένοιωσε κι ένα κόμπο στο λαιμό και σταμάτησε να τρώει.
Δέχτηκε κρυφά άλλα δυο μωρά που δεν είχαν κουράγιο ούτε να κλάψουν.
Η σκηνή στο σπίτι επαναλήφθηκε, με μεγαλύτερη ένταση.
– Σε κουβεντιάζουν έξω, ρε, το καταλαβαίνεις; Θα χάσεις όλους τους πελάτες.
– Έλεος πια, ρε μάνα.
Το βράδυ, όταν ο ομόκλινος ξένος έβαλε το χέρι του πάνω στην κοιλιά της, ένοιωσε αφόρητη παγωνιά.
Αποφάσισε να πηγαίνει κρυφά στον καταυλισμό, να εξετάζει τα μωρά.
Τον Κούρδο δεν τον είδε στο πρόσωπο. Είδε μόνο εκείνο το ανοιχτό γόνατο, με το κόκαλο έξω από τη σάρκα, σαν τριαντάφυλλο. Τρόμαξε.
– Πρέπει να πάει στο νοσοκομείο. Εγώ είμαι παιδίατρος.
– Πήγαμε αλλά δεν τον δέχτηκαν.
Το πρόσωπό του το είδε, αφού καθάρισε την πληγή. Κατάλαβε ότι πονούσε γιατί δάγκωνε τα χείλη. Είχε μαύρα, σκοτεινά μάτια. Φωτίστηκαν λίγο όταν την ευχαρίστησε. Της ήρθε να του ανακατέψει τα μαλλιά. Δεν το έκανε γιατί θυμήθηκε την ξηρασία που κουβαλούσε μέσα της και φοβήθηκε μην πυρποληθεί. Του χαμογέλασε μόνο.
Όταν μαθεύτηκε πως πήγαινε στον καταυλισμό κι εξέταζε άρρωστους πρόσφυγες, η σκηνή που ακολούθησε γέμισε το σπίτι με αποπνικτικό αέρα.
Ο κόσμος, στις επαρχιακές κωμοπόλεις που βρέχει συνέχεια, έχει πολλά μάτια. Βλέπει και πίσω από την πλάτη κι ας είναι μόνιμα κάτω από το θόλο μιας ομπρέλας
– Μας κάνεις ρεζίλι, ρε, το κέρατο μου, είπε αυτός
– Καλά, ρε μάνα, δεν ντρέπεσαι; είπε ο γιος της.
Δε ρώτησε γιατί. Ήξερε πώς τα επειδή θα ήταν ακόμη πιο ανυπόφορα.
Τη νύχτα στο κρεβάτι, το χέρι του δεν ακούμπησε την κοιλιά της. Την έσπρωξε βίαια κι ήταν σα να ξεπαρθενεύτηκε δεύτερη φορά. Πήγε στην τουαλέτα σκουπίστηκε κι έκανε εμετό.
Την άλλη μέρα στον καταυλισμό, είχε πιασμένα τα μαλλιά της αφρόντιστα.
Δεν άντεχε όλες εκείνες τις φουρκέτες. Ένοιωθε να της τρυπάνε το μυαλό.
Έφτασε βρεγμένη. Είχε ξεχάσει να πάρει ομπρέλα.
Εξέτασε ένα μωρό, μια γυναίκα με πρησμένα πόδια κι έκανε αλλαγή στο γόνατο του Οτζάρ.
Την είχε πιάσει ένα μικρό τρέμουλο και τυλίχτηκε με την κουβέρτα που της έριξε στην πλάτη. Ένοιωσε ξανά την ανάγκη να του χαϊδέψει τα μαλλιά, όμως αυτή τη φορά φοβήθηκε πως μέσα από τα σκοτεινά μάτια, θα πετούσαν άγνωστα πουλιά. Έκατσε αμίλητη να παρακολουθεί ένα νέο άντρα που σχεδίαζε το τατουάζ ενός φιδιού στο χέρι του φίλου του.
Ο Οτζάρ την κοιτούσε. Όλο της το αίμα μαζεύτηκε στο κεφάλι.
“Φαντάσου να πεθάνω εδώ μέσα”, σκέφτηκε, “τυλιγμένη με τη βρώμικη κουβέρτα. Θα τους κάνω εντελώς ρεζίλι”.
– Πονάει; ρώτησε στ’ αγγλικά το παιδί με το μελανό φίδι.
– Όχι πολύ.
– Θέλω κι εγώ ένα μικρό γλάρο. Εδώ.
Σήκωσε όπως-όπως τα βρεγμένα μαλλιά με τη μια φουρκέτα κι έσκυψε το κεφάλι.
Το γλάρο δεν τον είδε όμως τον ένοιωθε να φτεροκοπά στο πίσω μέρος του λαιμού της.
Απ’ το σπίτι της δεν πήρε τίποτα. Ούτε ένα ρούχο, ούτε μια φωτογραφία, ούτε μια επιπλέον φουρκέτα.
Άφησε στο τραπέζι ένα βρεγμένο χαρτί. Κανένας δεν έμαθε αν βράχηκε γιατί είχε περπατήσει χωρίς ομπρέλα στη βροχή ή γιατί είχε κλάψει.
Έγραφε μια μόνο λέξη. “Φεύγω”.
Για τον Οτζάρ έγιναν ανακρίσεις στον καταυλισμό.
Για τη Μερόπη, η μικρή επαρχιακή βροχερή πόλη μιλούσε με περιφρόνηση, για πολύ καιρό, κάτω απ’ τις ομπρέλες.
Δεν βρέθηκαν ποτέ. Ούτε και ο γλάρος που είχε κάτσει στο πίσω μέρος του λαιμού της.
Πρέπει να πέταξε μαζί της.

Νίνα Γεωργιάδου

Η φωτογραφία είναι από πίνακα του Κερκυραίου ζωγράφου Γιώργου Τσιριγώτη

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το