Ως το Σεπτέμβρη του 1943 ο αγώνας στις πόλεις εναντίον των κατακτητών εκδηλώνεται με σαμποτάζ, απεργίες και μαζικές διαδηλώσεις. Μετά το Σεπτέμβρη του 1943 ή ένταση, το βάθος κι ο συνειδητός χαρακτήρας του αγώνα τρομάζουν τον κατακτητή και προκαλούν την έντονη αντίδραση των Γερμανών και των συνεργατών τους. Το 1944 βρίσκει την Αθήνα, τον Πειραιά και τις συνοικίες σε μια – διαρκώς εντεινόμενη – εμπόλεμη κατάσταση.

Από τις 4 έως τις 8 Μάρτη 1944, η Κοκκινιά έζησε από τις πιο τραγικές μέρες της πολύχρονης ιστορίας της. Έγινε στόχος μεγάλων εχθρικών δυνάμεων. Δυνάμεων που αποτελούνταν από Ναζί, χωροφύλακες, ταγματασφαλίτες που είχαν συγκροτηθεί από τη δοσίλογη κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη και εξοπλιστεί από τους Γερμανούς καθώς και από τους τσολιάδες του Ι.Πλυντζανόπουλου, του Γ.Σγούρου, του Γκίνου, και του επικεφαλής του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας Ν. Μπουραντά.

Οι εργατικές κινητοποιήσεις της Κοκκινιάς επιδεικνύουν ένα ιδιαιτέρως αγωνιστικό πνεύμα, εξαιτίας της εργατικής σύνθεσης της πόλης, της οποίας ο αγώνας έχει ως κύρια χαρακτηριστικά τη μαζικότητα και την οργανωμένη αντίσταση. Οι Γερμανοί γνώριζαν πως χτυπώντας την Κοκκινιά θα έπλητταν ολόκληρο το αγωνιστικό κίνημα. Για το λόγο αυτό η Μάχη της Κοκκινιάς είναι η πρώτη μεγάλη μάχη που δόθηκε σε πόλη.

Γερμανικές δυνάμεις σε συνεργασία με χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες θέτουν στο στόχαστρό τους την πόλη, η οποία αντιστέκεται πεισματικά με πρωτεργάτες το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, τα μέλη του ΕΑΜ, τους αγωνιστές της ΕΠΟΝ και -κυρίως- τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού της Κοκκινιάς. Στο πρόσωπο της πόλης που ανάθρεψε πλήθος ανταρτών και διέθετε ένα οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα επιχειρήθηκε από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους να καμφθεί το αντιστασιακό φρόνημα του Ελληνικού λαού, που πάλευε για εθνική απελευθέρωση, διεκδικώντας ταυτοχρόνως να στρέψει προς όφελός του τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.

Το χρονικό της μάχης

Σάββατο 4 Μάρτη 1944

Η πόλη δέχεται πρωινή επιδρομή από δύο κατευθύνσεις. Οι επιδρομείς είναι χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες, Η πρώτη επίθεση γίνεται από τη Λεύκα με ένα καμιόνι γεμάτο χωροφύλακες που βρίσκει αμέσως αντίσταση από τις δυνάμεις του 1ου Τάγματος του 5ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Πειραιά, οι οποίες βρίσκονται στην περιοχή και περιπολούν. Οι επιδρομείς υποχωρούν και σκορπίζονται προς τον Πειραιά.

Η δεύτερη επίθεση γίνεται από την οδό Κυδωνιών (Πέτρου Ράλλη) στο ύψος του Γ΄ Νεκροταφείου. Στην πόλη προσπαθούν να εισβάλλουν δύο καμιόνια με χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες. Αυτή η είσοδος είναι η σημαντικότερη για να εισβάλλουν οι επιδρομείς στην Κοκκινιά. Είναι η είσοδος από την Αθήνα, γεγονός που σημαίνει αυτόματα την άμεση πρόσβαση ενισχύσεων και πυρομαχικών. Επίσης, η περιοχή είναι αραιοκατοικημένη πράγμα που καθιστά ευκολότερο τον έλεγχό της από τους επιδρομείς. Αυτή η είσοδος της πόλης όμως ευνοεί και τους αμυνόμενους ΕΛΑΣίτες γιατί οι ελιγμοί τους γίνονται ευκολότεροι λόγω της αραιής κατοίκησης. Στην επιδρομή αυτή απαντά το 3ο Τάγμα του ΕΛΑΣ Κοκκινιάς, με διοικητή και καπετάνιο τον Γιάννη Πισσάνο. Οι μάχες εξαπλώνονται από το Γ΄ Νεκροταφείο μέχρι τις εργατικές πολυκατοικίες, στο σημερινό Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο της Νίκαιας. Οι επιδρομείς σκορπίζουν, κάποιοι οπισθοχωρούν προς την Αθήνα, ενώ ο κύριος όγκος τους κατευθύνεται άτακτα προς το Κουτσουκάρι, σημερινή περιοχή του Δήμου Κορυδαλλού στα όρια του Δήμου Νίκαιας κάτω από την οδό Τζουμαγιάς, την πλατεία Ελευθερίας και την οδό Ταξιαρχών.

Κατά την άτακτη φυγή τους, με 12 τραυματίες, οι ταγματασφαλίτες πυροβολούν αδιακρίτως, τρομοκρατούν, βρίζουν, λεηλατούν. Από τις αδέσποτες σφαίρες των Ταγμάτων Ασφαλείας πέφτει νεκρός ένας λούστρος και ο παλιατζής που βρίσκονταν πάντα έξω από το μπακάλικο του Λαφαζάνη στην Κυδωνιών (συμβολή Πέτρου Ράλλη και Τερψιθέας).

Το ίδιο βράδυ συγκαλείται κοινή σύσκεψη στην Κοκκινιά από στελέχη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και αποφασίζουν γενική επιφυλακή και ενημέρωση του λαού της πόλης. Η Κομματική Οργάνωση της Κοκκινιάς του ΚΚΕ , γραμματέας της οποίας ήταν ο Θανάσης Τάσιος, γνωστός με το ψευδώνυμο «Παράσχος», αποφασίζει να γίνει την επόμενη ημέρα συλλαλητήριο του λαού της Κοκκινιάς ενάντια στην τρομοκρατία των Ταγμάτων Ασφαλείας προς το λαό της πόλης. Στόχος ήταν να απαιτηθεί και η παροχή συσσιτίου για τα παιδιά.

Κυριακή 5 Μάρτη 1944
 
Οι Κοκκινιώτες απαντούν με μεγαλειώδες συλλαλητήριο κατά της τρομοκρατίας στην πλατεία Αγίου Νικολάου και παράλληλα απαιτούν συσσίτιο για τα παιδιά.
    
Στο τέλος του συλλαλητηρίου η πόλη δέχεται πάλι επιδρομή από δύο κατευθύνσεις. Από τη Λεύκα, στη Θηβών, με δύο φορτηγά γεμάτα χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες. Η επιδρομή δεν βρίσκει ουσιαστική αντίσταση και καταφέρνει να φτάσει μέχρι την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Εκεί τρομοκρατούν τους κατοίκους, κάνουν πλιάτσικο και συλλαμβάνουν το δημοκράτη υπαστυνόμο Νίκο Σαβαΐδη, τη γυναίκα του Άννα, που είναι δασκάλα και μέλος του ΕΑΜ, το Στέφανο Πατεράκη εργάτη από τις παράγκες της παλαιάς Κοκκινιάς και ποδοσφαιριστή της Προοδευτικής, τον δάσκαλο Γιώργο Βενέτα και τον Τσακάρα.

Η δεύτερη επίθεση γίνεται από το Γ. Νεκροταφείο με τρία καμιόνια γεμάτα γερμανοτσολιάδες. Οι μάχες εξαπλώνονται μέχρι την Παιδική Στέγη και εκεί το 3ο Τάγμα του ΕΛΑΣ Κοκκινιάς καταφέρνει να διασπάσει τους επιδρομείς. Το πρώτο φορτηγό διαφεύγει προς την παλαιά Κοκκινιά μέσω της οδού Σμύρνης, το δεύτερο προς το Κουτσουκάρι, όπου εκεί το «υποδέχονται» ΕΛΑΣίτες οπλισμένοι με χειροβομβίδες και το τρίτο φορτηγό οπισθοχωρεί προς την Αθήνα.

Όπως αναφέρει η σχετική έκθεση του 6ου ανεξάρτητου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, την ώρα του συλλαλητηρίου μαχητές του κάνουν έρανο στην περιοχή των Άσπρων Χωμάτων για να συγκεντρώνουν τρόφιμα για τα παιδιά. Προσπαθεί να τους συλλάβει ένας χωροφύλακας ο οποίος σκοτώνεται στη μικρή ένοπλη συμπλοκή που ακολούθησε.

Ο λαός της Κοκκινιάς πανηγυρίζει που οι ΕΛΑΣίτες καταφέρνουν για δεύτερη ημέρα να αναχαιτίσουν την επίθεση των ντόπιων συνεργατών των Γερμανών. Από αυτή την επιτυχία του ΕΛΑΣ αλλά και από το μαζικό συλλαλητήριο που οργάνωσε η Κομματική Οργάνωση Κοκκινιάς του ΚΚΕ, ο διορισμένος από τον Ιωάννη Ράλλη, Δήμαρχος της Πόλης Γρηγόρης Χατζής, παραιτείται.

Η μάχη της Κοκκινιάς της 7ης Μάρτη 1944

Όλοι στην Κοκκινιά περίμεναν ποια θα είναι η απάντηση των Ναζί και των ντόπιων συνεργατών τους μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες να εισβάλουν στην πόλη.

Ο ΕΛΑΣ στην Κοκκινιά ήταν σε επιφυλακή και από πολύ αργά το βράδυ οι μαχητές του είχαν λάβει θέση μάχης και περιφρούρησης της πόλης. Η διάταξη των διμοιριών του ΕΛΑΣ ήταν σε σχήμα «Λ».

Ξεκινούσαν από το Γ΄ Νεκροταφείο και έφταναν στο Κουτσουκάρι και τα Γερμανικά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη ξεκινούσαν από το Γ΄ Νεκροταφείο και έφταναν στις εργατικές πολυκατοικίες, την Παιδική Στέγη και τα Άσπρα Χώματα. Η κύρια δύναμη του ΕΛΑΣ έχει οχυρωθεί στη βόρεια πλευρά από το Περιβολάκι (πλατεία Δαβάκη) και είναι το 3ο τάγμα του Γιάννη Πισσάνου. Ακριβώς πίσω από την πλατεία βρίσκεται και η κλινική του Χρυσοχέρη, στην ταράτσα της οποίας είχε στηθεί το οπλοπολυβόλο του ΕΛΑΣ με ευθύνη της διμοιρίας του Κώστα Διαμαντή.

Από τις 5:00 το πρωί υπάρχουν κινήσεις των κατακτητών γύρω από όλη την πόλη. Στις 5:45 περίπου 40 γερμανοτσολιάδες εντοπίζονται στη Θηβών στο ύψος της οδού Καραϊσκάκη. Στις 6:00 το πρωί 4 φορτηγά με Ναζί καταλαμβάνουν τις θέσεις στην πλατεία Κουτσικαρίου και δειλά-δειλά προσπαθούν να μπουν στην Κοκκινιά.

Στις 6:05 ακούγεται η σάλπιγγα του ΕΛΑΣ από το Περιβολάκι, που σημαίνει τη γενική επίθεση του λαϊκού στρατού. Σε κάθε στενό της Κοκκινιάς, γύρω από Περιβολάκι, οι μάχες είναι απερίγραπτες, πολλές φορές σώμα με σώμα. Γίνεται μάχη για την κατάληψη του κάθε δρόμου. Οι θέσεις και οι γωνιές των οικοδομικών τετραγώνων αλλάζουν συνεχώς μεταξύ επιδρομέων και μαχητών του ΕΛΑΣ.

Ο ΕΛΑΣ αρχίζει να υποχωρεί λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Από τη μεριά του Δημαρχείου γερμανοτσολιάδες μπαίνουν στην πόλη. Τους αντιμετωπίζουν μαχητές του 3ου Τάγματος με ένα οπλοπολυβόλο και πέντε χειροβομβίδες που ρίχνει ο Στέλιος Καρδάρας και τους απωθούν πάλι πίσω. Στην διάρκεια της ΕΛΑΣίτικης επίθεσης, πίσω από τον κινηματογράφο Ορφέα, σκοτώνεται ο ταγματάρχης των γερμανοτσολιάδων Λαζάρου, 8 γερμανοτσολιάδες 3 χωροφύλακες και υπάρχουν 20 τραυματίες. Λάφυρα για τον ΕΛΑΣ μια μοτοσικλέτα και ένα πολυβόλο Τόμσον. Το 2ο Τάγμα του ΕΛΑΣ φυλάει στην οδό Καραϊσκάκη, φαίνεται όμως ότι δεν έχει πυρομαχικά να κρατήσει πολύ ακόμα. Αντέχει μέχρι τις 10:30.

Μέχρι τις 11:00, η αντίσταση του ΕΛΑΣ έχει καμφθεί. Τα πυρομαχικά είναι ελάχιστα. Οι Γερμανοί έχουν καταλάβει τις θέσεις στο περιβολάκι. Την ίδια ώρα, 15 Γερμανοί προσπαθούν να εισβάλλουν από την οδό Καραϊσκάκη οπλισμένοι με όλμους και πολυβόλα. Τους απωθεί το 2ο τάγμα με ελάχιστα πυρομαχικά. Οι πυροβολισμοί του ΕΛΑΣ είναι σποραδικοί για οικονομία πυρομαχικών αφού αυτά έχουν εξαντληθεί.

Στις 11:00 παίρνεται η απόφαση για γενική αντεπίθεση με όσα πυρομαχικά έχουν απομείνει και αν χρειαστεί ακόμα και με πέτρες ή με τα χέρια. Η αντεπίθεση έχει στόχο την πλατεία στο περιβολάκι που έχει καταληφθεί από Ναζί.

Η διμοιρία του Θοδωρή Μπιζάνη μαζί με το Στέλιο Καρδάρα επιτίθεται από την οδό Καραϊσκάκη, η διμοιρία του Μιχάλη Ραφαηλάκη από την οδό Κονδύλη, η διμοιρία του Θωμά Σεβίλια από την οδό Κυδωνιών, από τη μεριά της Λαοδίκειας, και η διμοιρία του «μπάρμπα Γιώργου» από το γήπεδο που γίνονταν η λαϊκή αγορά (πίσω από την εκκλησία της Παναγίτσας).

Γερμανοί έχουν εγκατασταθεί σε κτίριο της οδού Λαμψάκου, παρακολουθούν τη μάχη και με όλμους βάλουν συνεχώς κατά των αντεπιτιθέμενων Κοκκινιωτών.Η αντεπίθεση του ΕΛΑΣ και του λαού της Κοκκινιάς κρατά περίπου μέχρι τις 13:30. Οι Γερμανοί παρά την υπεροπλία τους και τα αρκετά πυρομαχικά αιφνιδιάζονται και σιγά-σιγά αφήνουν τις θέσεις τους. Οπισθοχωρούν συντεταγμένα προς τον Αη Γιώργη του Κορυδαλλού και τον Αη-Γιώργη της Νίκαιας. Εκεί ταμπουρώνονται μέσα στο σχολείο που υπήρχε πάνω από τον Αη-Γιώργη της Νίκαιας (στη συμβολή των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού σήμερα).

Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ δεν έχουν καθόλου πυρομαχικά για να αντεπιτεθούν, ενώ ο ανεφοδιασμός από τις γύρω περιοχές είναι αδύνατος αφού η Κοκκινιά έχει κυκλωθεί από περίπου 1800 Ναζί.

Στις μάχες της 7ης Μάρτη σκοτώνεται και ο λοχαγός του ΕΛΑΣ Γιώργος Βογιατζής και το πτώμα του το κρεμάνε οι ταγματασφαλίτες σε ένα δέντρο στη συμβολή των οδών Ιωνία και Κασταμονής.
Η σχετική έκθεση του 6ου συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρει ότι οι εισβολείς είχαν 34 νεκρούς και περισσότερους από 100 τραυματίες, ενώ ο ΕΛΑΣ έχασε 8 παλικάρια και τραυματίστηκαν 20. Η ίδια έκθεση αναφέρει ότι ο οπλισμός που διέθετε ο ΕΛΑΣ και με τον οποίο αντιστάθηκε στις μάχες ήταν 42 περίστροφα, 1 οπλοπολυβόλο με 1300 σφαίρες, 1 πολυβόλο Τόμσον με 50 φυσίγγια και 50 χειροβομβίδες.

Τετάρτη 8 Μάρτη 1944   

Όλη τη νύχτα οι Ναζί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους είναι ταμπουρωμένοι στο σχολείο (Γρεβενών και Ραιδεστού). Περιμετρικά υπάρχουν φρουρές από Ναζί με οπλοπολυβόλα. Οι γύρω δρόμοι περιφρουρούνται από Ναζί και ταγματασφαλίτες. Όλο το βράδυ κάνουν μικρές επιδρομές στην πόλη, τρομοκρατούν και συλλαμβάνουν Κοκκινιώτες. Ψάχνουν στα σπίτια για μαχητές του ΕΛΑΣ και μέλη του ΕΑΜ.

Οι Ναζί βγάζουν τα δικά τους χωνιά και τρομοκρατούν τον κόσμο με απειλές. Προσπαθούν να στρέψουν το λαό της Κοκκινιάς κατά του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Φωνάζουν ότι αν δεν επιτεθεί ο ΕΛΑΣ δεν θα πειράξουν κανέναν. Δείχνουν καθαρά ότι οι ίδιοι είναι τρομοκρατημένοι.

Από νωρίς το πρωί μέσα στο σχολείο, ο Ι.Πλυντζανόπουλος φορώντας στολή έλληνα αξιωματικού διαλέγει ποιοι από τους αιχμαλώτους Κοκκινιώτες θα μεταφερθούν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Το ίδιο πρωί οι ταγματασφαλίτες εκτελούν στην πλατεία Αγίων Αναργύρων τους συλληφθέντες, από τις 5 Μάρτη 1944, υπαστυνόμο Νίκο Σαββαϊδη, το δάσκαλο Γιώργο Βενέτα, τον Δημήτρη Τσακανίκα και τον Τσακάρα.

Αργά το απόγευμα Ναζί και ταγματασφαλίτες αποχωρούν από την Κοκκινιά, μεταφέροντας 300 αιχμαλώτους Κοκκινιώτες στο Χαϊδάρι.Ο λαός της Κοκκινιάς μετά από λίγο ξεχύνεται στους αιματοβαμμένους δρόμους και τα μπαρουτοκαπνισμένα κτίρια της πόλης για να πανηγυρίσει. Πανηγυρίζει που οι επιδρομείς Ναζί και ταγματασφαλίτες δεν άντεξαν να μείνουν ούτε μια ολόκληρη ημέρα στην Κοκκινιά.

Τα «χωνιά» του ΕΑΜ πιάνουν αμέσως δουλειά, ανεβάζουν το ηθικό του λαού, ζητώντας εκδίκηση για τα 300 παλικάρια της Κοκκινιάς που πήραν οι κατακτητές στο Χαϊδάρι.

Ο Γ. Πισσάνος -διοικητής και καπετάνιος του 3ου Τάγματος του ΕΛΑΣ- χαρακτήρισε την 7η Μάρτη 1944 σημαντική ημέρα δόξας για την Κοκκινιά, γιατί αυτήν την ημέρα η πόλη σφράγισε την αντιστασιακή ιστορία της. Στην έκθεση του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρεται, επίσης, πως ήσαν απερίγραπτοι οι ηρωισμοί των μαχητών. Εκείνο, όμως, που δημιούργησε δέος και ξεπέρασε κάθε προσδοκία ήταν η συμμετοχή του λαού (ανδρών, γυναικών, εφήβων ακόμα και των παιδιών). Τρέχανε να συνδράμουν τους τραυματίες, να βρουν φυσίγγια, οπλίζονταν και ζητούσαν να οργανωθούν άμεσα στον ΕΛΑΣ. Στήριξαν την αντίσταση με απαράμιλλο θάρρος, αίσθημα ευθύνης, αυτοθυσία και ψυχική γενναιότητα.

Οι Γερμανοί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους δεν κατόρθωσαν να πατήσουν ξανά -οργανωμένα- το πόδι τους στην Κοκκινιά μέχρι την 17η Αυγούστου, τη μέρα που η πόλη ζει την κορυφαία στιγμή της αιματοχυσίας της, το ιστορικό Μπλόκο της Κοκκινιάς. Το “Μπλόκο” ήταν -μεταξύ άλλων- η εκδικητική κατάληξη του δράματος της 7ης Μάρτη, τ’ αντίποινα των Γερμανών για την ήττα που υπέστησαν στη Μάχη της Κοκκινιάς.

Στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου

Όπως ήταν αναμενόμενο οι αιχμάλωτοι που πιάστηκαν από το τριήμερο πρώτο μπλόκο της Κοκκινιάς, μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχαν στήσει οι γκεσταπίτες στο Χαϊδάρι.
Το κολαστήριο του Χαϊδαρίου ήταν τόπος συγκέντρωσης αγωνιστών όχι μόνο από τον Πειραιά και την Αθήνα, αλλά και από ολόκληρη την περιοχή της Αττικής. Στον χώρο αυτό γίνονταν η επιλογή των αιχμαλώτων που στέλνονταν όμηροι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας, μετά από εξαντλητικά βασανιστήρια και εκατοντάδες εκτελέσεις.

Μετά τη Μάχη της Κοκκινιάς στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου στάλθηκαν όπως αναφέρθηκε 300 Κοκκινιώτες. Τους έκλεισαν στα υπόγεια του «μπλοκ 3» και στο πάνω πάτωμα του «μπλοκ 4» (μαζί με κρατουμένους από την Χαλκίδα). Αμέσως άρχισαν στους περισσότερους το βασανιστήριο με το «φιδάκι» για αντίποινα και για να προδώσουν συναγωνιστές από την Κοκκινιά. Οι άνδρες της Γκεστάπο έψαχναν διάφορους τρόπους για ακόμα πιο οδυνηρά βασανιστήρια και μόνο στο άκουσμα ότι οι αιχμάλωτοι είναι από την Κοκκινιά.

Στις 9 Μάρτη 1944, 50 κρατούμενοι μεταφέρονται στα νταμάρια του Χαϊδαρίου όπου και εκτελούνται. Ανάμεσά τους και 37 Κοκκινιώτες (μέσα σ΄ αυτούς και ο «ποιητής» από τον Ορειβατικό Φυσιολατρικό Όμιλο Κοκκινιάς (ΟΦΟΚ), σημερινό ΟΦΟΝ, ο Αλέξανδρος Μουχτούρης).

Από τους 37 εκτελεσμένους Κοκκινιώτες οι 5 ήταν Αρμένιοι. Ήταν οι Καλατερζάν Κιρκόρ, Κασαπιάν Παρσέκ, Τσενεκιάν Αγκόπ, Τσενεκιάν Οσίκ, Χατζησοκιάν Γιόγια. Δεν πρέπει να λησμονούμε το μέγεθος της Αρμενικής κοινότητας στην πόλη μας, κυρίως στην περιοχή των Άσπρων Χωμάτων, όπου η προσφορά της στη μάχη της Κοκκινιάς και στον αντιστασιακό αγώνα της πόλης ήταν ιδιαίτερα σημαντική.

Στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου ο ερχομός των Κοκκινιωτών έδωσε διαφορετική πνοή στη ζωή των κρατουμένων. Όπως αναφέρει ο Αντώνης Φλούντζης, γιατρός του στρατοπέδου, οι Κοκκινιώτες άλλαξαν με τη ζωντάνια τους τη ζωή του στρατοπέδου και τόνωσαν το ηθικό όλων των κρατουμένων, ανδρών και γυναικών. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους που ήρθαν από την Κοκκινιά ήταν και 30 νεαροί από τον ΟΦΟΚ ο οποίος διέθετε μουσικό όμιλο. Αμέσως λοιπόν οι ΟΦΟΚίτες άρχισαν το τραγούδι και την πρώτη Κυριακή της κράτησής τους (12 Μάρτη 1944) οργάνωσαν εκδήλωση που συμμετείχε όλο το στρατόπεδο. Μπορεί οι ΟΦΟΚίτες να απολύθηκαν γρήγορα, αλλά οι εκδηλώσεις κάθε Κυριακή μεσημέρι ήταν ήδη θεσμός, και κράτησαν μέχρι την απελευθέρωση.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το