της Αιμιλίας Τσαγκαράτου

Το θέμα της λειτουργίας των σχολείων στο έδαφος της πανδημίας απασχολεί παγκόσμια και είναι ένα από τα πιο «καυτά» θέματα συζήτησης και διαχείρισης. Σε συνδυασμό με τη βιβλιογραφία που υπάρχει για το κατά πόσο οι διάφορες ηλικιακές ομάδες των παιδιών και των εφήβων νοσούν και μεταδίδουν τον ιό, η συζήτηση γίνεται ακόμα πιο έντονη.

Στις 11 Μάρτη 2020, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κηρύσσει την πανδημία της Covid–19. Μέχρι τις 31 Μάρτη το 84% των χωρών παγκόσμια είχαν κλείσει τα σχολεία (είτε ολικά είτε μερικά), με το 94% των μαθητών (δηλαδή πάνω από ένα δις παιδιά) να βρίσκονται εκτός σχολείου. Στην πρώτη φάση της πανδημίας η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών κατέφυγε στο γενικευμένο εκπαιδευτικό lockdown. Το κλείσιμο των σχολείων εξαπλωνόταν πιο γρήγορα από τον ίδιο τον ιό. To 37% των χωρών έκλεισαν τα σχολεία τους προληπτικά, όταν ο ρυθμός μετάδοσης του ιού σε αυτές ήταν κάτω από 0,1% για κάθε 100.000 πληθυσμού.

Ποια είναι η εικόνα  σήμερα

Σχεδόν 10 μήνες μετά το πρώτο κλείσιμο των σχολείων, 74 από τις 184 χώρες για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία έχουν ανοίξει πλήρως τα σχολεία τους, ενώ 21 τα έχουν πλήρως κλειστά. Αυτός φυσικά είναι ένας αριθμός  που αλλάζει συχνά, αφού από μέρα σε μέρα οι αποφάσεις αλλάζουν ανάλογα με την αύξηση των κρουσμάτων και τη δυνατότητα των συστημάτων υγείας της κάθε χώρας να αντιμετωπίζει αυτή την αύξηση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της UNESCO στα τέλη Δεκεμβρίου  186 εκατομμύρια παιδιά ήταν  εκτός σχολείου σε 26 χώρες, αριθμός σαφώς μικρότερος από εκείνον της περασμένης άνοιξης, με αυξητικές όμως τάσεις καθώς μετά τις χειμερινές διακοπές αρκετές χώρες αποφασίζουν να κλείσουν ξανά τα σχολεία τους.

Η τακτική που ακολουθείται είναι γενικά αλλοπρόσαλλη, χαοτική και κατακερματισμένη είτε μεταξύ των χωρών είτε και μέσα στις ίδιες τις χώρες : βλέπουμε από οριζόντια και καθολικά εκπαιδευτικά lockdown μέχρι το «μερικό» άνοιγμα –που και αυτό είναι πολύ αντιφατικό, είτε ανά περιοχές, είτε ανά πόλεις, είτε ανά σχολείο ανάλογα με τον αριθμό των κρουσμάτων.

Για να έχουμε μια πληρέστερη παγκόσμια εικόνα, η κατάσταση είναι περίπου η εξής:

Στο νότιο ημισφαίριο τα σχολεία είναι έτσι κι αλλιώς κλειστά λόγω των καλοκαιρινών διακοπών, με τις περισσότερες κυβερνήσεις να δηλώνουν ότι μετά το πέρας τους τα σχολεία θα ανοίξουν κανονικά.

Στην Κεντρική και Νότια Αμερική βρίσκονται οι χώρες που έχουν κλείσει τα σχολεία τους για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα: ο Παναμάς, η Κόστα Ρίκα, η Βολιβία, το Ελ Σαλβαδόρ δεν έχουν ανοίξει τα σχολεία τους σχεδόν καθόλου από τον Μάρτη, ενώ το Μεξικό τα άνοιξε για πρώτη φορά στις 11 Ιανουαρίου. Στην Αφρική η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών έχει τα σχολεία ανοιχτά, με εξαίρεση το Σουδάν.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που αυτή τη στιγμή καταγράφουν και τον μεγαλύτερο αριθμό θανάτων αναλογικά με τον πληθυσμό, είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, αφού κάθε πολιτεία και στις περιπτώσεις των μεγαλουπόλεων κάθε πόλη χωριστά διαχειρίζονται με διαφορετικό τρόπο το συγκεκριμένο θέμα. Η μεγαλύτερη συζήτηση γίνεται για τις δύο μεγαλύτερες εκπαιδευτικές περιφέρειες της χώρας, του Σικάγου και της Νέας Υόρκης, με τους εκπαιδευτικούς να αντιδρούν στο άνοιγμα των σχολείων λέγοντας ότι δεν έχουν παρθεί τα απαραίτητα μέτρα ώστε αυτό να γίνει με ασφάλεια.

Στην Ευρώπη, η «γραμμή» των περισσοτέρων χωρών ήταν γενικευμένο άνοιγμα των σχολείων μετά τις καλοκαιρινές διακοπές. Αυτή ήταν η κατεύθυνση που δινόταν και από τους υπερεθνικούς οργανισμούς, καθώς εκτιμούσαν ότι το οικονομικό κόστος βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα θα ήταν πολύ μεγάλο σε περίπτωση που τα σχολεία παρέμεναν κλειστά.

Η σφοδρότητα όμως του δεύτερου κύματος της πανδημίας στην Ευρώπη και η θεαματική αύξηση των κρουσμάτων σε αυτήν οδηγεί τη μία χώρα μετά την άλλη σε κλείσιμο των σχολείων. Η Αγγλία, ενώ είχε αποφασίσει να ανοίξει τα σχολεία στις 4 Ιανουαρίου ανακοινώνει το κλείσιμό τους μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου. Ωστόσο, παραμένουν ανοιχτά για τους μαθητές με ειδικές ανάγκες και εκείνους που οι γονείς τους ανήκουν στις κατηγορίες εργαζομένων που θεωρούνται απαραίτητοι για τη λειτουργία της οικονομίας, καθώς και για τα παιδιά που δεν έχουν τη δυνατότητα διαδικτυακής σύνδεσης – έτσι, σε ορισμένες περιοχές παρακολουθούν δια ζώσης μέχρι και το 50% των μαθητών. Η Γερμανία έκλεισε τα σχολεία της μέχρι τουλάχιστον τα τέλη Ιανουαρίου, το ίδιο και η Δανία. Στην Ιταλία, που βίωσε το μεγαλύτερο εκπαιδευτικό lockdown στην Ευρώπη, ενώ τα σχολεία άνοιξαν καθολικά τον Σεπτέμβρη, από τον Νοέμβρη υπάρχει μερικό κλείσιμο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο συνεχίζεται, κυρίως στις περιοχές με τα περισσότερα κρούσματα. Τα σχολεία της Πολωνίας και της Βουλγαρίας εξακολουθούν να μένουν κλειστά. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της περιόδου είναι ότι η βαθμίδα της εκπαίδευσης που παραμένει περισσότερο κλειστή είναι η δευτεροβάθμια, κατά κύριο λόγο γιατί υπάρχει η εκτίμηση ότι είναι μεγαλύτερος ο κίνδυνος μετάδοσης και νόσησης στους έφηβους. Στη Σουηδία, που κράτησε το σχολεία της ανοιχτά στην πρώτη φάση, η δευτεροβάθμια εκπαίδευση παραμένει κλειστή από τις αρχές Δεκέμβρη, λόγω της τρέχουσας αύξησης των κρουσμάτων.  

Ποια είναι τα μέτρα που παίρνονται όταν τα σχολεία είναι ανοιχτά;

Η συζήτηση αυτή όπως είναι κατανοητό είναι στοιχείο έντονων αντιπαραθέσεων, κυρίως ανάμεσα στις εκπαιδευτικές αρχές της κάθε χώρας και όσους εμπλέκονται με την εκπαίδευση.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών, που αναφέρεται στα σχολεία. Μιλώντας λοιπόν για τις 17 χώρες της Ευρώπης που συμμετείχαν στην έρευνα μπορούμε να κάνουμε δύο σημαντικές διαπιστώσεις: η πρώτη, ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ των προτεινόμενων μέτρων και εκείνων που τελικά εφαρμόζονται. Η δεύτερη, ότι τα μέτρα που εφαρμόζονται είναι εκείνα που ουσιαστικά δεν έχουν κανένα κόστος. Έτσι, ακόμα και το μέτρο της αύξησης της απόστασης μεταξύ των θρανίων που είναι το μέτρο που προτείνεται  σε όλες τις χώρες της έρευνας αυτής, εφαρμόζεται μόνο στις 8. Το μέτρο της μείωσης του αριθμού των μαθητών ανά τάξη, που προφανώς είναι και το πιο δαπανηρό – ανάγκη ανεύρεσης αιθουσών, προσλήψεις προσωπικού – εφαρμόζεται σε μόλις 2 χώρες. Τα τεστ σε μαθητές προτείνονται μόνο σε 6 χώρες και εφαρμόζεται στις 4. Τα υπόλοιπα μέτρα περιλαμβάνουν την ξεχωριστή ώρα προσέλευσης, τη χρήση μάσκας στους κλειστούς χώρους, την εναλλαγή μεταξύ εξ αποστάσεως και δια ζώσης εκπαίδευσης, ο εξαερισμός των αιθουσών, η απολύμανση και ο καθαρισμός τους.

Οι αντιδράσεις εκπαιδευτικών και μαθητών

Ο τρόπος που τα εκπαιδευτικά συνδικάτα και οι μαθητές αντιμετωπίζουν τα παραπάνω έχει διαφορετικές ταχύτητες, αιτήματα και μορφές από χώρα σε χώρα. Φυσικά το κοινό αίτημα όλων είναι τα σχολεία να παρέχουν ασφαλείς συνθήκες για τη φοίτηση των μαθητών και την εργασία των εκπαιδευτικών. Αυτή την περίοδο από τα περισσότερα συνδικάτα μπαίνει ως αίτημα να μπουν οι εκπαιδευτικοί στις ομάδες που θα εμβολιαστούν κατά προτεραιότητα.

Στις χώρες που αντιμετωπίζουν μεγάλο δεύτερο κύμα εξάπλωσης του ιού, τα συνδικάτα κατά κύριο λόγο διεκδικούν κλείσιμο των σχολείων εκεί που άνοιξαν το φθινόπωρο. Στις μεγάλες εκπαιδευτικές περιφέρειες του Σικάγου και της Νέας Υόρκης στις ΗΠΑ, το αίτημα των σωματείων είναι τα σχολεία να παραμείνουν κλειστά όσο δεν υπάρχουν ασφαλείς συνθήκες για το άνοιγμά τους και να δουλεύουν εξ αποστάσεως (εδώ πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι μιλάμε για σχολεία με χιλιάδες μαθητές, εκατοντάδες εκπαιδευτικούς και βοηθητικό προσωπικό και ταυτόχρονη χρόνια απαξίωση και υποχρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης). Στην Αγγλία, το συνδικάτο καλούσε τα μέλη του να στείλουν επιστολές στους διευθυντές  που να εξηγούν τους λόγους για τους οποίους δεν θα επιστρέψουν στο σχολείο στην περίπτωση που ανοίξουν, από τη στιγμή που δεν εξασφαλίζονται οι όροι ασφάλειας και χαιρέτησε ως νίκη την απόφαση της κυβέρνησης να τα κλείσει, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Ωστόσο, υπάρχουν εκπαιδευτικοί που δουλεύουν υπερδιπλάσιες ώρες, αφού διδάσκουν και δια ζώσης για τα παιδιά που πηγαίνουν σχολείο και εξ αποστάσεως για αυτά που μένουν σπίτι. Παρόμοια είναι η κατάσταση και σε πολλές περιοχές των ΗΠΑ. Στη Γερμανία, το μεγαλύτερο εκπαιδευτικό συνδικάτο, το GEW, στήριξε την απόφαση της Μέρκελ να κλείσει τα σχολεία. Αντίθετα στην Ιταλία, εκπαιδευτικοί και μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που σε ορισμένες περιοχές έκλεισαν τα λύκεια ξανά, πραγματοποιούν τις τελευταίες μέρες κινητοποιήσεις με αίτημα «Στο σχολείο!», με μαθητές να κάνουν τα εξ αποστάσεως μαθήματά τους μπροστά από τα σχολεία τους. Δηλώνουν ότι έχουν κουραστεί πολύ μετά από μήνες εκτός τάξης, ενώ υπάρχουν στοιχεία αύξησης της επιθετικότητας των εφήβων ως αποτέλεσμα του μακρόχρονου εγκλεισμού τους. Στη Γαλλία έχει προκηρυχθεί 24ωρη απεργία για τις 26 Ιανουαρίου για το θέμα των συνθηκών λειτουργίας – τα σχολεία στη χώρα είναι ανοικτά – και για μισθολογικά αιτήματα.

Ορισμένες γενικές διαπιστώσεις.

«Στο σχολείο έχουν επιστρέψει οι πλούσιοι. Οι φτωχοί όχι. Κι αυτό είναι μια μεγάλη καταστροφή».

Η διαπίστωση αυτή του Dr. Alasdair Munro, παιδίατρου από το Σαουθάμπτον της Αγγλίας, είναι οφθαλμοφανής. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ιστοσελίδας Insights for Education, οι μέρες που έχουν μείνει κλειστά τα σχολεία στις χώρες με χαμηλό εισόδημα είναι κατά μέσο όρο 228, σε εκείνες με υψηλό εισόδημα 195.  Το γεγονός ότι τις επιπτώσεις της πανδημίας – υγειονομικές, οικονομικές, εκπαιδευτικές – τις βιώνουν με πιο δραματικό τρόπο τα φτωχά στρώματα σε όλες τις χώρες είναι κάτι που οι περισσότεροι πια αναγνωρίζουν, εγκαταλείποντας την αφήγηση στην αρχή της πανδημίας που μιλούσε για έναν εχθρό που χτυπά ανεξάρτητα από τάξη και οικονομική κατάσταση. Όπως επίσης είναι κοινός τόπος ότι το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων έχει σοβαρές μορφωτικές, συναισθηματικές, ψυχολογικές επιπτώσεις στα παιδιά, ότι οι κοινωνικές ανισότητες έχουν διευρυνθεί και εξαιτίας της στροφής στην τηλε-«εκπαίδευση», αφού για εκατομμύρια οικογένειες δεν υπήρχε η δυνατότητα χρήσης των μέσων που απαιτεί, αλλά και λόγω της απώλειας στοιχειωδών όρων διαβίωσης όπως δωρεάν γεύματα για τα παιδιά που προέρχονται από τις πιο φτωχές οικογένειες τα οποία παρείχαν τα σχολεία.

Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι πάνω από 10 εκατομμύρια παιδιά δεν θα επιστρέψουν στο σχολείο ακόμα και μετά  το συνολικό άνοιγμά τους, ενώ στις χώρες με φτωχό και μεσαίο εισόδημα, θα αυξηθεί κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες ο αριθμός των παιδιών που στην ηλικία των 10 ετών δεν θα μπορεί να διαβάσει και να κατανοήσει ένα κείμενο κατάλληλο για την ηλικία τους.

Καλές οι διαπιστώσεις. Ακούγονται όμως κούφιες όταν προέρχονται από τους ίδιους που είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση αυτή. Γιατί την ίδια στιγμή που διαπιστώνουν ότι οι χώρες δεν ανταποκρίνονται στα στοιχειώδη, στη δυνατότητα όλων των παιδιών να πηγαίνουν σε ανοιχτά και ασφαλή σχολεία, να έχουν αξιοπρεπή μέσα για την επιβίωσή τους και να ξέρουν ότι αν αυτά ή οι γονείς τους έχουν ανάγκη από περίθαλψη θα την βρουν, οι «συνταγές» για την αντιμετώπισή τους είναι μονότονα, νεοφιλελεύθερα  επαναλαμβανόμενες: εμπορευματοποίηση, αξιολόγηση, ισχυροποίηση ηγεσίας που να μπορεί να ανταποκρίνεται στις δυσκολίες, συγκέντρωση δεδομένων, αυστηρή παρακολούθηση, δεξιότητες, κατάρτιση. Με μεγαλύτερη έμφαση αυτή την περίοδο μιλούν για την εκτός των τειχών του σχολείου ατομική εκπαιδευτική διαδρομή, που θα διευκολύνεται από τις νέες τεχνολογίες. Στις εκτενείς εκθέσεις τους για τη μετα-Covid εποχή στην εκπαίδευση, γίνεται η εκτίμηση ότι λόγω της παγκόσμιας ύφεσης θα μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση, περίπου ως φυσικό φαινόμενο, άρα πρέπει να υπάρξουν αναπροσαρμογές και ιεραρχήσεις στον τρόπο που οι δαπάνες αυτές θα αξιοποιηθούν. Το κεφάλαιο πάντα προσπαθεί να παρουσιάσει τις δικές του ανάγκες ως κοινωνικές. Και φυσικά οι πολυσέλιδες αναλύσεις τους μιλούν για τη μεγάλη ευκαιρία της ψηφιακής εποχής και εκπαίδευσης, στην οποία πρέπει όλοι να στραφούν, όχι μόνο ως λύση ανάγκης αλλά ως μακροπρόθεσμη εκπαιδευτική πολιτική. Αυτό που εκτιμούν ότι πρέπει να μειωθεί είναι το «ψηφιακό χάσμα». Όχι τα χάσμα μεταξύ της φτώχιας και του πλούτου που διευρύνεται όλο και περισσότερο.

Πρέπει λοιπόν να πούμε το εξής: τα κλειστά σχολεία από μόνα τους δεν είναι αυτά που δημιουργούν τα προβλήματα. Η κατάσταση παροξύνεται πατώντας το έδαφος μιας προϊούσας κοινωνικής και οικονομικής κρίσης και επίθεσης στη δημόσια εκπαίδευση.  Ειδικά στις φτωχές χώρες της Λατινικής Αμερικής ή της Αφρικής το μεγάλο ζητούμενο είναι αν θα υπάρχει νερό για να μπορέσουν στοιχειωδώς να ανταποκρίνονται στις υγειονομικές συνθήκες που απαιτεί η περίοδος. Όμως ακόμα και στην καρδιά του καπιταλισμού, όπως είναι οι ΗΠΑ, οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί φοβούνται να επιστρέψουν σε σχολεία με σοβαρά προβλήματα υποδομών και συντήρησης εξαιτίας της χρόνιας υποχρηματοδότησης και υποβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης.

Η πανδημία ως αφορμή είναι η χρυσή ευκαιρία των κυβερνήσεων και του κεφαλαίου για σοβαρές αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση παγκόσμια. Και η αντιπαράθεση εκ των πραγμάτων θα περάσει από το δίλημμα «ανοιχτά ή κλειστά σχολεία» στο επίπεδο των βαθιών αλλαγών που θα υπονομεύουν ακόμα περισσότερο τη δημόσια εκπαίδευση ως κοινωνικό αγαθό και τη μόρφωση ως καθολικό δικαίωμα. Αυτό θα είναι και το μεγάλο διακύβευμα για τα εκπαιδευτικά κινήματα παντού.

Πηγή: selidodeiktis.edu.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το