Της Νίνας Γεωργιάδου

Ο κύριος Αποστόλης εμφανίστηκε στο σχολείο, φορώντας ένα, βαρύ για Σεπτέμβρη μήνα, σακάκι.
– Όχι Αποστόλης, σας παρακαλώ.
Απόστολος, του Κωνσταντίνου και της Ευλαμπίας. Η παραφθορά των ονομάτων και εν γένει της γλώσσης, αποτελεί ανεπίτρεπτον βαρβαρισμόν.
Το αταίριαστα βαρύ σακάκι του κυρίου Αποστόλη, τράβηξε πρώτο την προσοχή καθώς, τη μέρα που εμφανίστηκε στο σχολείο, ο Σεπτέμβρης σεβόμενος τον εαυτό του σα μικρό καλοκαιράκι, έκανε τέτοια ζέστη, που έσκαγε ο τζίτζικας.
Όταν τον καλημέρισαν οι συνάδελφοί του στο γραφείο, η αρχαιοπρεπής απάντηση, «ανταποδίδω ασμένως», στην αρχή θεωρήθηκε σα μια αστεία μάλλον επιτήδευση, προκειμένου να εμπεδωθεί γρήγορα η οικειότητα μεταξύ άγνωστων ανθρώπων.
Όταν βέβαια στις συστάσεις και τις σχετικές χειραψίες, ανταπαντούσε, «χαίρω τα μάλα, φίλτατε» ή «ευτυχής δια την γνωριμίαν δεσποσύνη» δημιουργήθηκε μια αίσθηση γλωσσικού, τουλάχιστον, παράδοξου, που ολοκληρώθηκε όταν του προσφέρθηκε μια καρέκλα, με τη συνοδευτική ατάκα, «κάτσε, Αποστόλη» κι εκείνος έκανε την παραπάνω σοβαρή επισήμανση, με το ανάλογο ύφος,
«Όχι Αποστόλης, παρακαλώ.
Απόστολος, του Κωνσταντίνου και της Ευλαμπίας. Η παραφθορά των ονομάτων και εν γένει της γλώσσης…» κλπ κλπ
Όταν του συστήθηκε η ζουμπουρλούδικη, νεοδιόριστη επίσης Βιβή κι εκείνος τη ρώτησε ευγενικά, «πόθεν το Βιβή» για να εισπράξει τη ναζιάρικη απάντηση, , «από πάντα», ακούστηκαν κάμποσα αμήχανα βηχαλάκια, μα η Βιβή απτόητη συνέχισε, «Δώστε μου να κρεμάσω το σακάκι σας, θα πλαντάξετε απ’ τη ζέστη».
Ο Απόστολος του Κωνσταντίνου και της Ευλαμπίας κοκκίνησε, μετά άσπρισε, μετά ξαναβρήκε το χρώμα του και της απάντησε ευγενικά πως «η αμφίεσις δηλοί τον προσήκοντα σεβασμό εις το διδακτήριον»
Τα παιδιά άρχισαν γρήγορα να παραπονιούνται πως ο καινούργιος δάσκαλος δεν μιλά ελληνικά και μάλιστα τα βρίζει.
Ο διευθυντής ρώτησε, «πώς σας έβρισε δηλαδή;»
Ο Γιάννης μυξοκλαίγοντας απάντησε, πως όταν, σε σχετική ερώτηση του είπε πως ο πατέρας του είναι βοσκός, εκείνος τον έβρισε, λέγοντας, « Ω, ποιμήν».
Κι εμένα έβρισε τον πατέρα μου, πετάχτηκε ο Παντελής. «Του είπα πως είναι μουλαράς κι αυτός τον είπε ημιονούχο» κι άρχισε κι ο Παντελής τα κλάματα.
Ο διευθυντής τους εξήγησε πως ο κύριος Απόστολος – παραλείποντας πατρώνυμο και μητρώνυμο – μιλά ελληνικά όπως ο παπάς στην εκκλησία και πως θα πρέπει να τον σέβονται γιατί προσπαθεί να τους μάθει λέξεις που έχουν ξεχαστεί.
Η χρονιά προχωρούσε, με τις αρχαιοπρεπείς ατάκες του Αποστόλη, τη μια καλύτερη απ’ την άλλη.
Σε κάποιο διάλειμμα ρώτησε την επιστάτρια.
– Κυρία Σταματίνη, επληροφορήθην πως διαθέτετε προς πώλησιν νεότευκτα ωά»
Η κυρά Σταματινή χαμογέλασε αμήχανα και ρώτησε την ομήγυρη που είχε στο μεταξύ πνιγεί στα βηχαλάκια, «τι μου λέει;»
«Ρωτά αν πουλάς φρέσκα αυγά»
Κάποια άλλη φορά, όταν πια είχε χειμωνιάσει για τα καλά, κάπου μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων, ο Απόστολος, με το ίδιο πάντα σακάκι «να δηλοί» όχι μόνο τον προσήκοντα σεβασμό, μα κυρίως το ψοφόκρυο, έπεσε πάνω σε καμιά δεκαριά μαντράχαλους της Έκτης, που κατουρούσαν στον πίσω τοίχο του σχολείου.
Κάπου εκεί κοντά έτυχε να είναι η κυρά Σταματίνη και ο Απόστολος, αποσβολωμένος, έκανε τη ρητορική ερώτηση, «Ω μα τι ποιούσι;»
Καθώς η αρχαιοπρεπής κατάληξη «-ούσι» παρέμενε σε χρήση στο τοπικό ιδίωμα, η Σταματινή κατάλαβε με τη μία την ερώτηση, και απάντησε, εφορμώντας προς τους μαντράχαλους,
– Κατουρούσι, δάσκαλε, κατουρούσι όπου βρούσι.
Και,
– Θα κρυώσει και φταρνίζεται το πουλί σας, ρε αχαΐρευτοι
Ο κύριος Απόστολος, παρέκαμψε την ανοίκεια πρόγνωση φταρνίσματος, συγκινημένος από την απρόσμενη αρχαιοπρέπεια της Σταματινής και, με στόμφο συμπλήρωσε,
– Όντως! Ενέσκηψεν δριμύς χειμών!

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το