Εκείνη η τρύπα είχε τόσα πολλά να πει

μικρή και συνεσταλμένη κάποτε

ίσα που κατάφερνε να βλέπει τα πρόσωπα των παιδιών

ίσα που κατάφερνε να μυρίσει τη σκόνη της κιμωλίας

ίσα που κατάφερνε να θαυμάσει τους όμορφους τοίχους 

με τα κρεμασμένα εργαλεία του αγρότη, του εργάτη, του επιστήμονα  

(ήταν το θέμα της χρονιάς που διάλεξε η δασκάλα) 

ήταν μια μικρή τρυπούλα 

κρεμασμένη πάνω από ένα μαυροπίνακα 

γεννημένη από την κακοτεχνία ενός μάστορα

τυχερή που άκουγε ολημερίς παιδικές φωνές

κι έβλεπε παιδικά χαμόγελα  

και ξαφνικά 

             στα χνάρια ενός τρομακτικού θορύβου

στην καυτή ανάσα του μετάλλου

                                                        στο άγγιγμα του ιμπεριαλισμού                                           

 έγινε τεράστια

έσκισε στη μέση τον μαυροπίνακα 

τόσες γνώσεις εκεί γραμμένες εξαφανιστήκανε 

τόσα χαμόγελα τα έκλεψε για πάντα o κουρνιαχτός

τόσα όνειρα πνιγήκανε από το μπαρούτι

εκεί που είχε γράψει η δασκάλα 

“τα παιδιά με όπλο την φαντασία δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν” 

έστεκε τώρα μόνο “τα παιδιά ….. α φοβηθούν”

εκεί που είχανε γράψει τα παιδιά 

“κυρία πολύ σας αγαπάμε” και μια καρδιά 

είχε μείνει “κυρία .. λυ .. πάμε” και κάτι που έμοιαζε με ξεφτισμένο δάκρυ

μα λίγο πιο χαμηλά εκεί στο πάτωμα

πάνω από τα πεσμένα τσιμέντα

σαν από θαύμα πάνω στο σορό

έστεκε αγκαλιασμένο ένα σφυρί κι ένα δρεπάνι   

Βάιος Κανδήλας, μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου  – Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το