Τα μεσημέρια που κοιμόνταν οι μεγάλοι, τα παιδιά φεύγαν απ’ τα
σπίτια, κυλιόντουσαν στα χόρτα, δαγκώνανε τα φύλλα της αλυγαριάς κι
αγκάλιαζαν τα δέντρα.
Όλο το δάσος μύριζε γυμνή γυναίκα.
Μεγάλες πεταλούδες μαρτυρούσανε τα μυστικά της άνοιξης κι οι
σαύρες με τα σμαραγδένια μάτια ολάνοιχτα κρυφάκουγαν περίεργες
πίσω απ’ τις πέτρες.
Εμείς δεν βλέπαμε το φράχτη.
Παρακαλέσαμε ύστερα τις κάργιες να μην πουν τίποτα της μάνας μας
για ότι γίνηκε πίσω απ’ τα δέντρα που στάζαν ρετσίνι.
2ΕΙΧΑΜΕ φτιάξει ένα αμάξι με καρυδότσουφλο. Μια κουβαρίστρα
βάλαμε για ρόδες. Ζέψαμε δυό μυρμήγκια και φορτώσαμε τριφύλλι.. σε
κανέναν μην πεις που πηγαίνουμε.
Ο αντίλαλος του πηγαδιού ακούει κι οι σπηλιές ξαναλέν τη φωνή μας.
Ο ήλιος καίει τις πέτρες κι αχνίζουν κάποιοι καπνοδόχοι αθώρητοι
στις άσπρες πολιτείες των χαμομηλιών.
Οι σουσουράδες πήρανε τα ψάθινα καπέλα μας και τα φορέσαν.
Τώρα καθισμένες απάνου στο ψηλό μπαλκόνι της μουριάς μας
κοροϊδεύουν. Κι εμείς κοροϊδεύουμε τις σουσουράδες.
Μπαίνουμε στη μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα που ‘ναι γιομάτη
αγριόχορτα και ξύλινους σταυρούς, και ψάχνουμε αν βρούμε άγριες
βιολέτες να πλέξουμε στεφάνια για τα μαλλιά των κοριτσιών.
Ο δρόμος από κει και πέρα είναι ίσιος κι οι αγωγιάτες τραγουδάνε το
τραγούδι του τρύγου μες στο μεσημεριάτικο λιοπύρι.

*Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Μάνος – Μάνη, 1964 – MAGNUM

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το