Όταν οι μέρες θα γλεντάν κι οι νύχτες θα χορεύουν
και τη χαρά θα τη μετράν μ’ ολόγιομο φεγγάρι,
τότε να ζεις, αγάπη μου, θυμήσου με κι εμένα
θυμήσου αν ήμουν όμορφος, αν ήμουν παλικάρι
τραγουδιστής και χορευτής και πρώτος στους αγώνες
θυμήσου με αν δεν έγραψα με αίμα τ’ όνομά μου
σε βράχους, σε καστρόπορτες, σε δρόμους σε πλατείες
σε φαντασίες κοριτσιών, σε στόματα αντρειωμένων.

                                                                                         Β. Ρώτας

      Στο ποίημα του Βασίλη Ρώτα, διαγράφεται η μέθη των ποιητών της εποχής, της πρώτης λεγόμενης μεταπολεμικής γενιάς, που έγραψαν όπως έζησαν –  εκείνες τις γεμάτες προσδοκία κι αναμετρήσεις μέρες της Αντίστασης. Τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία των αντιστασιακών λογοτεχνών, αποτυπώνονται οι ταξικές και πολιτικές αντιθέσεις, η τραγικότητα κι ο ηρωικός τόνος του αγώνα, ο πολιτικός ριζοσπαστισμός, το όραμα ενός λεύτερου, δίκαιου κόσμου. Μπορούμε να μιλήσουμε για θεματική ενότητα κι ενιαία ποιητική φωνή, που επιβάλλεται από την ίδια τη φυσιογνωμία της Αντίστασης και τη συνειδητή στράτευση. Μεταξύ των  αντιστασιακών ποιητών και πεζογράφων της εποχής, οι Άρης Αλεξάνδρου, Μιχάλης Κατσαρός, Μανώλης Αναγνωστάκης, Μενέλαος Λουντέμης, Νικηφόρος Βρεττάκος, Μέλπω Αξιώτη, Τάσος Λειβαδίτης, Γιάννης Ρίτσος, Ρίτα–Μπούμη Παπά, Γιάννης Δάλλας, Ασημάκης Πανσέληνος, Αντώνης Βρατσάνος, Δημήτρης Χριστοδούλου, Δημήτρης Χατζής.

Το σύνθημα για την έναρξη της πνευματικής αντίστασης, δίνουν δυο ποιητές: Ο Άγγελος Σικελιανός κι ο Κώστας Βάρναλης. Ο Κωνσταντίνος Δημαράς σε επιφυλλίδα στην εφημερίδα ‘Ελεύθερο Βήμα’ της 31ης Μαΐου του 1941 γράφει: “Οφείλουν να συνειδητοποιήσουν οι πνευματικοί άνθρωποι ότι δεν ανήκουν στον εαυτό τους, αλλά σε μια ολότητα”. (…)       Στο παράνομο έντυπο, τους ‘Πρωτοπόρους’, που κυκλοφορεί από τον Αύγουστο του ’43 ως το τέλος του χρόνου, ο Μάρκος Αυγέρης στηλιτεύει τις τάσεις φυγής στη λογοτεχνία, υπογραμμίζοντας ότι “οι Πρωτοπόροι’ θα δράσουν με την αισθητική θεωρία ‘της Τέχνης για τη Ζωή”. “Όλες οι μορφές είναι δεχτές”, δηλώνει, “μόνο το περιεχόμενο ενδιαφέρει”. Και θυμίζει στους λογοτέχνες πως “κάνουν τέχνη κι όχι δημοσιογραφία”. Μόνη προϋπόθεση, να διαπνέονται τα έργα από ένα αίσθημα ελευθερίας· όχι κήρυγμα ελευθερίας: “Κανένα κήρυγμα δεν είναι τέχνη”, τονίζεται.       Η εφημερίδα ‘Πρωία’, με πρωτοπόρους τους Κώστα Βάρναλη και Νίκο Καρβούνη, γίνεται βήμα αντίστασης δεκάδων λογοτεχνών και πανεπιστημιακών. Στις κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών και λογοτεχνών για το δυνάμωμα του Αγώνα πρωτοστατούν οι ‘κόκκινοι’ λογοτέχνες: Ο Μενέλαος Λουντέμης, που γράφει φλογερά ποιήματα κι αντιστασιακά κείμενα σε κάθε πρόσφορο βήμα, ο Μάρκος Αυγέρης που τίθεται επικεφαλής του ΕΑΜ λογοτεχνών, ο Βασίλης Ρώτας, από τους θεμελιωτές της πολιτιστικής δραστηριότητας της ΕΠΟΝ και του Θεάτρου του Βουνού.

Στο σάλπισμα της Αντίστασης θ’ αποκριθεί κι ο Νίκος Καββαδίας. Αφιερωμένο στη Μέλπω Αξιώτη το ομότιτλο ποίημα:  

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές.

Πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβυούν κι’ εκείνα.

Θάλασσα τρώει το βράχο απ’ όλες τις μεριές.

Μάτια λοξά και τ’ αγαπάς: Κόκκινη Κίνα. 

 

Γιομάτα παν τα Ιταλικά στην Ερυθρά.

Πουλιά σε αντικατοπτρισμό – Μαύρη Μανία.

Δόρατα μέσα στη νυχτιά παίζουν νωθρά.

Λάμπει αρραβώνα στο δεξί σου: Αβησσυνία.

  

Σε κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ιβηρική.

Ανάβουνε του Barriochino τα φανάρια.

Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες και Γραικοί.

Γκρέκο και Λόρκα – Ισπανία και Πασσιονάρια. 

                                                                                                           

Κύμα θανάτου ξαπολιούνται οι Γερμανοί.

Τ’ άρματα ζώνεσαι μ’ αρχαία κραυγή πολέμου.

Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,

οι κρεμασμένοι στα δεντρά, μπαίγνιο του ανέμου.      

                                                                                                                       

Κι απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και φωτιά.

Τούτο της γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι,                                                                       

λικνίζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά,

το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.  

                                                                                       Νίκος Καββαδίας

Το Δεκέμβρη του ’44, η πνευματική πρωτοπορία του τόπου στοιχίζεται και πάλι με το λαό στους δρόμους της Αθήνας.

“Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει”, ειπώθηκε.

«Εφορμούν οι Άγγλοι. Στο πλάι τους στοιχίζονται ντόπιες στρατιωτικές δυνάμεις, ένοπλοι μοναρχικοί, χωροφύλακες και συνεργάτες των ναζί – θα ξεπεράσουν τις 16.000. Στις Βρετανικές δυνάμεις προστίθενται συνεχώς ενισχύσεις που φτάνουν καθημερινά απ’ τη Βρετανία και την Ινδία. Στην τελική φάση της αναμέτρησης, ο βρετανικός στρατός αριθμεί πάνω από 80.000 άντρες – δύναμη περίπου ίση με τις ιταλικές δυνάμεις που είχαν εισβάλει στη χώρα τον Οκτώβρη του ‘40. Απέναντί τους το Α’ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ που αριθμεί 6.500 άνδρες με ελαφρύ οπλισμό, και 3.500 άνδρες της 2ης Μεραρχίας• οι ελασίτες δεν θ’ αυξηθούν μετά τις κρίσιμες πρώτες μάχες παρά κατά δύο μόνο χιλιάδες. Ανάμεσα στους υπερασπιστές της Αθήνας και πολλοί φοιτητές. Ο λόχος τους, βαφτίζεται συμβολικά από την πολιτική καθοδήγηση “Λόχος Λόρδος Μπάυρον”. Δεν θα χάσει ούτε μία μάχη. Η Νεάπολη, τα Εξάρχεια, η Αλεξάνδρας, οι Αμπελόκηποι, κρατούν μέχρι τέλους».

Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, αποτυπώνει την ιστορική στιγμή:

[…] Κι ο λόχος των φοιτητών ” Λόρδος Βύρων” πολεμώντας στο κέντρο της πόλης,
απάγγελνε στίχους από την ” Κατάρα της Αθηνάς” και σκεφτότανε σαν τί θα μπορούσε να παρηγορήσει τον ίσκιο του Μπάϋρον σε τούτο τον κόσμο.
Κι απαντούσε καγχάζοντας ο Ελγίνος καθισμένος απάνω στα βαριά πυροβόλα,
που αυλακώνανε το σκοτάδι με τις τροχιές των οβίδων τους.
Και σε κάθε ομοβροντία τους φωτιζότανε η Ακρόπολη.
Και διακρίνονταν μέσα στη λάμψη τους
να ταράζεται σύσσωμος ο Ναός στην κορφή της.

Κι ο λόχος των φοιτητών ” Λόρδος Βύρων” πολεμούσε στο κέντρο της πόλης.

Κι οραματίζοντουσαν , πολεμώντας, φυτείες απέραντες και πόλεις καινούριες
κ’ εκκλησιές και καμπάνες καινούριες και…
– Χριστός Ανέστη!
– Χριστός Ανέστη!
Και πολεμούσαν χαμογελώντας.

– Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας! Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας!

Αδέλφια μας όλου του κόσμου.

Η σημαία μας κυματίζει ακόμα.

– Ελευθερία ή Θάνατος!

Από την κηδεία των νεκρών της 3ης Δεκέμβρη ’44.

Ο Δεκέμβρης του ’44 μ’ όλες τις επαγωγικές σημάνσεις του, επηρεάζει βαθειά την προοδευτική διανόηση, σημαδεύοντας το έργο των σημαντικότερων πεζογράφων και ποιητών της περιόδου: ‘Ο μεγάλος Δεκέμβρης’ του Μενέλαου Λουντέμη. ‘Αθήνα 1944-45’ (χρονικό), και ‘Εικοστός αιώνας’ (μυθιστόρημα) της Μέλπως Αξιώτη. ‘Η φωτιά’ του Δημήτρη Χατζή. ‘Δεκέμβρης’ του Τάσου Λειβαδίτη. ‘Το αγρίμι’ του Νικηφόρου Βρεττάκου. ‘Στο οδόφραγμα’ του Γιάννη Δάλλα. ‘Αθήνα – Δεκέμβρης ‘44’ της Ρίτας Μπούμη-Παπά:

Αθήνα–Δεκέμβρης ‘44

Είναι η Αθήνα άρρωστη βαριά
Πριν λίγες ώρες πέταξε τον κεφαλόδεσμό της
Και με σαράντα πυρετό βάρεσε τα ταμπούρλα της εξέγερση
Στις πλατείες και στους εφτάψυχους γυμνούς συνοικισμούς της.
Αναμαλλιάρα ξέστηθη σαν τ’ άγαλμα της τρέλας
Φορώντας τη λευτεριά από πάνω ως κάτω
Και την τρομερή σπάθα της αποκάλυψης
Βαδίζει μες στου ιστορικού Δεκέμβρη την ομίχλη
Που σκίζουν τα μυδράλια κι οι μπόμπες

Ρίτα Μπούμη-Παπά

“Ο αιώνιος Δεκέμβρης”

Εμείς είμαστε ένα στροβίλισμα φωτιάς

Μια αστραπή δεμένη σε πανύψηλο κοντάρι. Πορευόμαστε

Μέσα στη σκοτεινιά του αιώνα μας. Εμείς

Είμαστε οι σπίθες της πιο αθώας, της πιο βαθιάς, της πιο μεγάλης επανάστασης.

Νικηφόρος Βρεττάκος

 

Επιμέλεια: Θέμις Αμάλλου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το