Δημήτρης Μαυρίδης

Λίγες ώρες πριν, παραμονή Τσικνοπέμπτης, ανακοινώθηκαν νέα αυστηρά περιοριστικά μέτρα, με σκοπό – όπως λένε ειδικοί και μη – την αποτροπή της περαιτέρω εξάπλωσης του ιού και της αύξησης των κρουσμάτων. Τα σχολεία ξανάκλεισαν, λες και επρόκειτο για τον ιδιότυπο εορτασμό μιας επετείου ενός χρόνου από το πρώτο τους κλείσιμο, και το Webex ξανάπιασε δουλειά διατρανώνοντας τη σημασία και την «ισοτιμία» της εξ αποστάσεως με τη δια ζώσης εκπαίδευση. Η κίνηση στους δρόμους περιορίστηκε, καθώς το δυαράκι του sms περιορίστηκε στα δύο χιλιόμετρα και το εξαράκι ταυτίστηκε με την αντοχή των ποδιών και των πνευμόνων του καθενός μας. Επιπλέον, με τον κωδικό τέσσερα, αν σταθείς «τυχερός» στον έλεγχο, κερδίζεις και μια aller-retour συνοδεία αστυνομικών προς και από την οικία του συνανθρώπου σου που βρέθηκε σε ανάγκη. Και βάζουμε και το «retour», γιατί μπορεί να σε συναντήσουν μετά την παροχή της βοήθειας στο ανήμπορο γονιό, στον παππού ή στη γιαγιά και, έτσι, θα σε πάνε ξανά από κει που ήρθες, ενώ σ’ αυτήν την περίπτωση υποχρεούνται να σε συνοδέψουν μέχρι τη δική σου οικία, προκειμένου να είναι σίγουροι ότι «δεν τους την έκανες γυριστή», αλλάζοντας διαδρομή…

Ένα τσίρκο με κλόουν, ταχυδακτυλουργούς και πολλούς θηριοδαμαστές η καθημερινότητά μας.

Τσικνοπέμπτη λοιπόν σήμερα και, ήδη από χθες το βράδυ, παραγγελίες από σουβλατζίδικα, κρεοπωλεία και καρβουνάδες ακυρώθηκαν και μαζί τους και η ευκαιρία για μια – έστω σύντομη – απόδραση από τη μίζερη πραγματικότητα του Covid. Το απρόσμενα μεγάλο διάστημα του έως τώρα εγκλεισμού, αλλά και η περίληψη και της Καθαράς Δευτέρας στο νέο λοκντάουν έκανε την κατάσταση ακόμα πιο απελπιστική.

Η απελπισία αυτή περίσσεψε τον τελευταίο καιρό και πήρε τη μορφή της γενικευμένης οργής, η οποία, όμως, ακόμα δεν έχει ξεχειλίσει. Ακόμα και οι πιο δύσπιστοι πολίτες άρχισαν να αντιλαμβάνονται πως όλα τα «ληφθέντα μέτρα» δε φέρουν κανένα σοβαρό αποτέλεσμα και αποτελούν απλώς ανέξοδες σπασμωδικές κινήσεις ενός εξουσιαστικού μηχανισμού που τείνει να τους ελέγξει ολοκληρωτικά. Η απειλή των προστίμων ως το βασικό φόβητρο του λαού όλο αυτό το διάστημα υπερκεράστηκε από έναν ισχυρότερο φόβο· τον φόβο της πενίας και της καταρράκωσης της αξιοπρέπειάς του. Το «δεν υπάρχει σάλιο» στις οικογένειες και γενικότερα στην κοινωνία είναι αναμφισβήτητο γεγονός και ο δανεισμός για την επιβίωση είναι αναπόφευκτος. Και εκεί, στο δανεισμό, στον προσωπικό ενεχυριασμό, βρίσκεται ο φόβος της απώλειας της αξιοπρέπειας ενός εργαζόμενου ή ενός άνεργου. Ποιος νοιάζεται για πρόστιμα όταν «δεν υπάρχει σάλιο» για αγορά τροφίμων, για πληρωμή ενοικίου ή για τη συντήρηση ενός αυτοκινήτου;

Είναι διάχυτη, λοιπόν, από χθες η αίσθηση, ακόμα και στα κατευθυνόμενα μίντια, ότι με την επιβολή ενός ακόμα παράλογου και ασφυκτικού ελέγχου, ο λαός μεταπήδησε από το στάδιο του φόβου σ’ αυτό της οργής, η οποία δε θα αργήσει να εκκολαφθεί και να ξεσπάσει. Σ’ αυτό συντελεί και το μπαράζ των αποτυχιών και των λανθασμένων πολιτικών των κυβερνώντων σε όλα τα επίπεδα (παιδεία, οικονομία, υγεία, πολιτισμός). Η σημειολογία του χθεσινού μηνύματος για ακόμα αυστηρότερο περιορισμό επιβεβαιώνει τη διαπίστωση ότι ο φόβος έχει αλλάξει στρατόπεδο, καθώς η αυτοπεποίθηση των ιθυνόντων, σε σχέση με τις προηγούμενες ανακοινώσεις τους, απεδείχθη όχι απλώς υποτονική, αλλά άκρως ασθενική. Είδαμε σε γενικές γραμμές μια βεβιασμένη ανακοίνωση ισχνή ως προς την πειθώ, με δυνατές δόσεις εκφοβισμού και με μπόλικο εμπαιγμό κρυμμένο πίσω από τις μάσκες. Πρόκειται για την ομολογία ότι τίποτα από αυτά που ουσιαστικά έπρεπε να γίνουν (μαζικά τεστ, αποσυμφόρηση μέσων μεταφοράς και σχολικών αιθουσών και ολοκλήρωση του εμβολιασμού σε εύλογο διάστημα) δεν έγινε και ούτε πρόκειται να γίνουν. Και δεν είναι τόσο το ότι δεν υπάρχουν οι οικονομικές δυνατότητες, δηλαδή το «σάλιο», για ουσιαστικά μέτρα, όσο το ότι αυτό «εκκρίνεται» μόνο σε περιπτώσεις εξυπηρέτησης των συμφερόντων του κεφαλαίου. Άλλωστε, ο «σίελος» διευκολύνει την κατάποση μεγάλων ποσοτήτων «τροφής», πράγμα που, φυσικά, δεν αφορά τον αναξιοπαθούντα λαό. Και η Τσικνοπέμπτη δε μπορεί να εορταστεί άνευ σιέλου παρά μόνον από αυτούς που τον διαθέτουν ή που τους τον διαθέτουν. Έτσι, λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση των κάθε άλλο παρά έξυπνων «μέτρων», η φετινή Τσικνοπέμπτη – πέρα από το φαιδρόν της ονομασίας της – αποκτά συμβολικό χαρακτήρα. Επιπλέον, η έκκληση του πρωθυπουργού για τσίκνισμα «μόνο με την οικογένειά μας […] γιατί είναι κρίμα να γκρεμίσουμε στο τέλος όσα με κόπο χτίσαμε από την αρχή», μόνο ως κοροϊδία και ως απλοϊκό πατρονάρισμα μπορεί να εκληφθεί. Γιατί, αναπόφευκτα, αναρωτιέται κανείς, πρωτίστως, για το ποια είναι αυτά που «με κόπο χτίσαμε από την αρχή» και κινδυνεύουν από «γκρέμισμα» και έπειτα, για το πόση διάθεση μέσα σε τέτοιες συνθήκες στέρησης ελευθεριών μπορεί να υπάρχει – ή ακόμα και η οικονομική δυνατότητα – ώστε να τσικνίσει κανείς με τους δικούς του ανθρώπους; Ο συμβολισμός της φετινής Τσικνοπέμπτης, σημείο εκκίνησης του τρίτου καθολικού λοκντάουν, έγκειται στο ότι αυτή συμπυκνώνει όλον τον παραλογισμό των τελευταίων μηνών. Και, βεβαίως, πρόκειται για παραλογισμό, όταν έχει περάσει ήδη ένας χρόνος με εκατόμβες νεκρών, οικονομικής εξαθλίωσης και ψυχικής καταρράκωσης του λαού και οι υπεύθυνοι για όλα τα παραπάνω έχουν το θράσος με στυλ «πατερούλη» να δίνουν οδηγίες και συμβουλές με μοναδικό σκοπό την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης και επανειλημμένα αποτυχημένης πολιτικής τους. Θα πρέπει, ωστόσο, να γνωρίζουν, οι ξεδιάντροποι, ότι μπορεί ο λαός να μην έχει πλέον σάλιο για τσικνίσματα και φαγοπότια, όμως ο εκκρινόμενος από την οργή του σίελος σαν τσουνάμι θα καταπνίξει σύντομα και ολοκληρωτικά την αναίδεια και την απανθρωπιά τους.

  Μαυρίδης Δημήτρης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το