Δημήτρης Μαυρίδης

Πόσα λιγότερα προβλήματα θα δημιουργούνταν στην πολιτική ζωή του τόπου αν κατάφερνε ο απλός λαός να ενστερνιστεί την άποψη ότι οι εκπρόσωποί του είναι πιστά αντίγραφα του ιδίου με όλα τα καλά και τα κακά που μπορεί να κουβαλάει και ο ίδιος ως ανθρώπινη οντότητα; Ωστόσο, ο βαθμός δυσκολίας για την απάντηση στο ερώτημα αυτό αποβαίνει μεγάλος, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο απλός πολίτης προσλαμβάνει μια εικόνα των πολιτικών διαφορετική από αυτή της πραγματικότητας. Με τη βοήθεια των μέσων μαζικής ενημέρωσης και δη της τηλεόρασης και του διαδικτύου ο πολιτικός παρουσιάζεται ως ο σοβαρός, ο φίλεργος και ο αφοσιωμένος στο καθήκον του «υπηρέτης του λαού», που ασχολείται μόνο με τα σοβαρά ζητήματα της χώρας και σε καμιά περίπτωση με καταστάσεις που άπτονται της καθημερινότητας μιας μικροαστικής οικογένειας. Εν γένει παρουσιάζεται ως καλός οικογενειάρχης και πιστός στις παραδόσεις και τα ήθη του τόπου. Επιπλέον, πρόσθετη αξία για έναν πολιτικό στη συνείδηση του λαού προσδίδει η παρουσία του στις παντοειδείς θρησκευτικές εκδηλώσεις και στα πανηγύρια της περιοχής του. Δηλαδή, με λίγα λόγια παρουσιάζεται ως το πρότυπο ενός ανθρώπου ο οποίος συμμορφούμενος με τις κοινωνικές νόρμες και ακολουθώντας μια δοκιμασμένη συνταγή επιτυχίας κατόρθωσε να καταλάβει μια θέση εξουσίας από την οποία μπορεί και αποφασίζει για το μέλλον χιλιάδων ή και εκατομμυρίων πολιτών. Κι εδώ ακριβώς έγκειται το πρόβλημα.

Γιατί ελάχιστοι μπορούν να φανταστούν τον σικάτο και αεράτο κεντρώο βουλευτή να καπνίζει μες το αυτοκίνητό του ή να παρακολουθεί με το μποξεράκι κι ένα μπολ πατατάκια στα σταυρωμένα μπούτια του τον αγώνα Σέφιλντ Γιουνάιτεντ – Άρσεναλ ή, ακόμα πιο λίγοι, τον δεξιό βουλευτή με τα ατσαλάκωτα κοστούμια και τη ντεμοντέ μπλε γραβάτα να ζητάει από τη σύζυγο να του τρίψει την πιασμένη πλάτη ή να του φέρει καθαρό σώβρακο από το συρτάρι. Πολύ περισσότερο, κανείς δε θα πίστευε ότι οι άνθρωποι αυτοί βρίζουν, φωνάζουν, δέρνουν ή απιστούν.

Αναμφίβολα, η αιτία γι’ αυτό βρίσκεται αφενός στις ριζωμένες εδώ και αιώνες μεσσιανικές αντιλήψεις του λαού ότι αυτοί που τον κυβερνούν είναι χαρισματικοί και άμωμοι και αφετέρου στην συνεχή καλλιέργεια αυτής της αντίληψης από την κυρίαρχη τάξη και τα κάθε είδους μέσα της, ώστε να μην διαψευσθούν οι προσδοκίες του λαού ως προς τη δημόσια εικόνα των κυβερνώντων του. Κοντολογίς, ο πρώτος επιζητά το παραμύθι και οι δεύτεροι του το παρέχουν πλουσιοπάροχα. Γι’ αυτόν λοιπόν το λόγο, όταν αποκαλυφθεί μια πράξη του πολιτικού που αντιβαίνει στον «καθωσπρεπισμό» του απλού λαού – παρόλο που ο τελευταίος δε θα έδινε σημασία αν το ίδιο ακριβώς έπραττε η γειτόνισσα ή ο μπατζανάκης του -, όλοι μένουν ενεοί και αηδιασμένοι εξαπολύουν τις επικρίσεις τους και τις βιτριολικές τους απόψεις περί κατάντιας της πολιτικής. Κυρίως, όμως, η εν λόγω αντίδραση διαπιστώνεται σε ζητήματα που αφορούν στον ερωτικό βίο των πολιτικών και στο βαθμό επιρροής του βίου αυτού στη χάραξη πολιτικής σε διάφορους τομείς της δημόσιας ζωής.

Πιο συγκεκριμένα, σε περίπτωση εμπλοκής ενός πολιτικού σε κάποιο ερωτικό σκάνδαλο, όπως για παράδειγμα, σε μια υπόθεση συζυγικής απιστίας ή αποκάλυψης ερωτικών προτιμήσεων και γούστων, οι περισσότεροι θα ρίξουν την πέτρα του αναθέματος για να ξορκίσουν το – πιθανότατα και δικό τους – παραστράτημα και το ζήτημα τελειώνει εκεί. Αν, όμως, ο απλός πολίτης συνειδητοποιήσει την ομοιότητα των παραπάνω καταστάσεων με δικά του ανάλογα περιστατικά, αποστασιοποιημένος από την κατασκευασμένη εικόνα του «άψογου» πολιτικού, οπωσδήποτε, θα οδηγηθεί σε άλλες διαπιστώσεις περί της σημασίας του σεξ στην πολιτική ζωή ενός τόπου.

Θα πρέπει σίγουρα να αντιληφθεί ότι ένας πιθανός εκβιασμός για την αποκάλυψη ενός σκανδάλου αυτού του είδους εις βάρος του θα έχει επιπτώσεις σε επίπεδο μόνο στενού οικογενειακού περιβάλλοντος, το πολύ επαγγελματικού. Οι συνέπειες, όμως, του εκβιασμού απέναντι σε ένα πολιτικό πρόσωπο αφορούν πολλούς τομείς του δημοσίου βίου. Και, επειδή ο εκβιασμός σχετίζεται άμεσα με απόσπαση χρηματικών ποσών ή εξασφάλιση εκδουλεύσεων – που κι αυτές οικονομικό κίνητρο έχουν -, στην πράξη αυτή εμπεριέχεται η έννοια της αδιαφάνειας και της αδικίας εις βάρος του πολίτη. Γιατί η απαίτηση πληρωμής ενός χρηματικού ποσού για την διασφάλιση της σιωπής ενός απατεώνα, που επανειλημμένα κατέγραφε τις «αβάδιστες» (sic) περιπτύξεις του πολιτικού και όλους τους «μεζέδες» του ερωτικού του τσελεμεντέ, αναπόδραστα θα οδηγήσει σε απόκτηση αυτών των χρημάτων μέσω μιας παράνομης πράξης, όπως για παράδειγμα της υπεξαίρεσης δημοσίου χρήματος. Χειρότερη, ωστόσο, είναι η πραγματοποίηση της εκδούλευσης και η εξυπηρέτηση προσωπικού συμφέροντος. Γιατί αυτή παρακάμπτει έναν νόμιμο δικαιούχο – τον γνωστό τύπο «με το σταυρό στο χέρι» – ενός επιδόματος ή μιας ανάθεσης έργου για λογαριασμό του εκβιάζοντος που διαθέτει το υπερόπλο της βιντεοεγγραφής. Και με τη λογική αυτή, ο εκβιασμός θα μπορούσε να επεκταθεί σε επίπεδο πολιτικών αποφάσεων, ακόμα και νομοθεσίας, γεγονός που θα επηρέαζε ποικιλοτρόπως και μάλλον αρνητικά την πλειοψηφία των πολιτών. Ο εκβιασμός, λοιπόν, είναι μια σκέψη η οποία θα έπρεπε να περνάει από το μυαλό του απλού λαού κάθε φορά που οι πολιτικοί καταλήγουν σε μια απόφαση ανεξήγητη γι’ αυτόν και που καταπατά εμφανώς κάθε έννοια του δικαίου. Απαραίτητη, βέβαια, προϋπόθεση είναι να δεχθεί πως κι ο πολιτικός έχει τις ίδιες αδυναμίες με τον ίδιο, πως δεν πρόκειται για έναν άσπιλο βιβλικό χαρακτήρα και πως το σεξ αποτελεί βασικό συστατικό και της δικής του ζωής. Κυρίως, όμως, ο λαός θα πρέπει να αντιληφθεί πως ο συντελεστής βαρύτητας του ερωτικού στοιχείου στον πολιτικό είναι πολλαπλάσιος του δικού του, καθώς τα δικά του «αβάδιστα» μεζεδάκια και η δυνατότητα της μετατρεψιμότητάς τους σε χρήμα θα μπορούσαν να ορίσουν τη ζωή μιας ολόκληρης κοινωνίας για πολλά χρόνια.

  Μαυρίδης Δημήτρης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το