Ο 78χρονος ακαδημαϊκός, Ισάκ Μποργκ, αναχωρεί παρέα με τη νύφη του, Μαριάννε, για τη Λουντ (πόλη της νότιας Σουηδίας), προκειμένου να παραστεί σε εκδήλωση που διοργανώνεται προς τιμήν του. Η διαδρομή δεν είναι χωρίς απρόοπτα. Ένα χαρούμενο τρίο νέων – μιας κοπέλας και δύο νεαρών, αλλά κι ένα επεισοδιακό ζευγάρι σαρανταπεντάρηδων – θα τους συντροφέψουν στο μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού τους, δίνοντας αφορμές – όπως άλλωστε κι αυτή καθεαυτή η διαδρομή – για ρεμβασμό, αναπολήσεις κι απολογιστικό στοχασμό.

Μένουμε σε σουηδικό έδαφος μετά το σχετικά πρόσφατο “Σύνορα” του Ιρανού Αλί Αμπάσι, γυρνώντας όμως έξι δεκαετίες πίσω, στα 1957, όταν ο 39χρονος τότε Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, κάνει δύο ταινίες μέσα σ’ ένα χρόνο. Μήνες μόλις μετά την “Έβδομη σφραγίδα” του, όπου μας συστήνει μεταξύ άλλων τον Μαξ φον Σίντοφ και την Μπίμπι Άντερσον (ένας ιππότης άρτι αφιχθείς από τις Σταυροφορίες, την ώρα που ο τόπος σαρώνεται από την πανούκλα, αναμετριέται σε μια παρτίδα σκάκι με τον Θάνατο), γυρίζει το επίσης εμβληματικό “Άγριες φράουλες”.

Με μιαν απόλυτα καινοτόμα φόρμα (παρελθόν και παρόν συμπλέκονται κι αλληλεπιδρούν μέσα στο ίδιο πλάνο), ο Σουηδός σκηνοθέτης στοχάζεται – ξανά – για το θάνατο, αλλά και το γήρας, τη μοναξιά, τη ματαίωση, τον εγωισμό, την ελπίδα και τη συγχώρεση. Στήνει εξαίσια ιμπρεσιονιστικά πλάνα για να καδράρει τη φύση, υπογραμμίζοντας ωστόσο εξπρεσιονιστικά τις εντάσεις και φωτογραφίζοντας ανελέητα την ψυχική αναπηρία της αστικής τάξης, την υποκρισία και τον κυνισμό της, στοιχεία που ο Μπέργκμαν έχει βιώσει έντονα και σε βάθος, πριν απ’ όλα μέσα στην ίδια του την οικογένεια. «Ο μοντέρνος άνθρωπος πιστεύει μόνο στον εαυτό του και στον βιολογικό του θάνατο», ξεστομίζει αυτάρεσκα ο ένας από τους δύο νεαρούς συνταξιδιώτες τού Ισάκ και της Μαριάννε. Βιτριολικοί διάλογοι που δεν είχαν ξανακουστεί στο σινεμά, εκκωφαντικές σιωπές, βλέμματα πιο παγερά κι απ’ τον σκανδιναβικό χειμώνα.

Η μοναξιά ιδωμένη σαν “άλλος” θάνατος, και στον αντίποδα η ανίκητη νιότη, χειροπιαστή υπόσχεση αθανασίας. Κι η έλευση ενός παιδιού, υπόμνηση της τυχαιότητας της ζωής – και γι’ αυτό αφόρητη για τον ψυχικά ακρωτηριασμένο γιο του Ισάκ Έβαλντ. Άνθρωποι ικανοί για μεγάλη δόξα και άφθονο χρήμα, ανήμποροι όμως να υπάρξουν πλάι στον άλλον, ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν.

Πικρή, και κάποτε σπαρακτική πραγματεία για τη μοναξιά, και μαζί κλείσιμο του ματιού στην ελπίδα – η μόνη που επιζεί του θανάτου. Εξαιρετικές ερμηνείες απ’ όλους τους ηθοποιούς, αυτή που λάμπει όμως κυριολεκτικά, ξεδιπλώνοντας όλο το εύρος της ερμηνευτικής της δεινότητας είναι η (πανέμορφη εδώ) Ίνγκριντ Τουλίν. Λέγεται ότι ο πικρός, συχνά σαρκαστικός τόνος του Μπέργκμαν έχει τη ρίζα του στα τραυματικά παιδικά του χρόνια και στη σαδιστική σχεδόν σκληρότητα των γονιών του απέναντι όχι μόνο στον ίδιο αλλά και στ’ αδέρφια του.

Η επανακυκλοφορία του “Άγρι­ες φράουλες” είναι μια καλή ευκαιρία για μια μικρή σύνοψη της ζωής και της εργογραφίας του Σουηδού κινηματογραφιστή.

Πολύ πριν στραφεί στο σινεμά ασχολήθηκε με το θέατρο, οι πρώτες μάλιστα επαφές του εντοπίζονται στη διάρκεια της φοιτητικής του ζωής στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης στα τέλη της 10ετίας του ’30, όταν ο Μπέργκμαν εμπλέκεται με ζέση σε φοιτητικές θεατρικές παραστάσεις. Στη συνέχεια δείχνει ενδιαφέρον για το σενάριο και σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία, το “Η κρίση”, στα 1946. Το παιγνιώδες “Χαμόγελα καλοκαιρινής νύχτας” (1955) προτείνεται για Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, καθιερώνεται ωστόσο σαν σημαντικός δημιουργός στα 1957 με την “Έβδομη σφραγίδα” και τις “Άγριες φράουλες”. Θ’ ακολουθήσουν τα “Η πηγή των παρθένων”, που θα τιμηθεί με Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, το “Μέσα από τον σπασμένο καθρέπτη” (1961), νέο Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, η “Σιωπή” (1963) και οι ακόμα σκοτεινότερες, “Περσόνα” (1966), “Κραυγές και Ψίθυροι” (1972), “Σκηνές από ένα γάμο” (1974), “Πρόσωπο με πρόσωπο” (1976).

Στα 1976 συλλαμβάνεται για φοροδιαφυγή, γεγονός που θ’ ανακόψει σ’ ένα βαθμό το δημιουργικό ρυθμό του, θα γυρίσει παρ’ όλα αυτά το “Αυγό του φιδιού”, (1977) και τη “Φθινοπωρινή σονάτα” (1978). Μετά από μια περίοδο αυτοεξορίας μακριά απ’ τη Σουηδία, θα επιστρέψει στα 1982 για να γυρίσει το έντονα αυτοβιογραφικό “Φάννυ και Αλέξανδρος”, που θ’ αποσπάσει επίσης Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Ακολουθεί στα 1984 το “Μετά την πρόβα”, που είναι και η τελευταία κινηματογραφική του ταινία. Θ’ ασχοληθεί παρ’ όλα αυτά στη συνέχεια με την τηλεόραση, θα σκηνοθετήσει στο θέατρο και θα δώσει σενάρια σε τρίτους, έγραψε άλλωστε όλα τα σενάρια των ταινιών του. Στα 1987 εκδίδει την αυτοβιογραφία του με τίτλο “Η μαγική κάμερα”, και στα 1990 μια συλλογή με προσωπικούς του στοχασμούς που τιτλοφορεί “Εικόνες”. Έχει επανειλημμένα γραφτεί ότι στα νιάτα του φλέρταρε με τον ναζισμό, αυτόν που τόσο κατηγορηματικά καταδίκασε στην ωριμότητά του με το “Αυγό του φιδιού”.

Ο θάνατος τον βρίσκει το 2007, σε ηλικία 89 ετών.

Διεισδυτικός, ανεξάντλητος, περφεξιονιστής όσον αφορά την τέχνη του, υπήρξε ο εμμονικός ανατόμος της αστικής οικογένειας, αποτυπώνοντας όπως κανένας άλλος Ευρωπαίος σκηνοθέτης τ’ αδιέξοδα, τις νευρώσεις και τις αναπηρίες του σύγχρονου ζευγαριού.

Έχει πει, μεταξύ άλλων: «Ζω μόνιμα στο όνειρό μου, από το οποίο κάνω σύντομες εφόδους στην πραγματικότητα». Κι ακόμα: «Πάντα είχα την ικανότητα να δένω τους δαίμονές μου στο άρμα μου. Και μ’ αυτόν τον τρόπο τους ανάγκασα να γίνουν χρήσιμοι».

Θέμις Αμάλλου

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

 

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το